ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Βοώπις Αθήνη - Βουκόλοι και βουκέντρες-Γράφει ο Γιάννης Αλεξ. Ρωμανίδης

«Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να λέει ότι πρέπει να ζεις  πεινα σμένος» (΄Ερνεστ Χεμινγουέι).-« Να ελπίζεις για το καλύτερο και να είσαι έτοιμος για το χειρότερο» (Αγγλική παροιμία)

«Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να λέει ότι πρέπει να ζεις  πεινα σμένος» (΄Ερνεστ Χεμινγουέι).-« Να ελπίζεις για το καλύτερο και να είσαι έτοιμος για το χειρότερο» (Αγγλική παροιμία)

    Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις, έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Και  θέλετε ο χειμώνας, θέλετε οι κινητοποιήσεις των αγροτών,  πάντα με προκαλούν να αναπολώ την αγροτική αφετηρία μου.  Με ρώτησε ένας μαθητής μου, κύριε,  τι σημαίνει βουκόλος,  τι αγελάδα και από που παράγονται οι λέξεις; Επειδή μου θύμισε οικεία καλά, την οικογένεια χωραφά που μεγάλωσα, οκταμελής παρακαλώ, και   ζύμωσή  μου  μετι αγροτικές εργασίες, άρχισα να εξηγώ, αφού αναπόλησα και το αναγνωστικό του Ζούκη που διδασκόμασταν στην πρώτη Γυμνασίου. Βουκόλος είναι εκείνος που κατευθύνει τους βόες, από το κελεύω= διατάζω τους βους. Είναι ο βοσκός, ο τσομπάνης. Όσο για τους βόες στα αρχαία ελληνικά υπήρχε μία λέξη για το αρσενικό και το θηλυκό, δηλαδή ο βους και η βους. Το αρσενικό χρησιμοποιούσαν για όργωμα και λέγονταν  αροτριαίος βους. (Πολύ το νοσταλγώ το όργωμα με το καλύτερο ζευγάρι των  βοδιών μας). Ενώ το θηλυκό η βους, επειδή προορίζονταν για γαλακτοπαραγωγή και αναπαραγωγή και γίνονταν ένα κοπάδι, μια αγέλη, το  ονόμαζαν αγελαία βους.  Έτσι διέκριναν το αρσενικό από το θηλυκό. Από την αγελαίαν βουν  προέρχεται και η ονομασία αγελάδα, αφού κόπηκε η λέξη βους.  Πρέπει να προσθέσω πως τους βόες, αροτριείς ή αγελαίους, θεωρούσαν και ως μέτρο οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Όποιος διέθετε πολλούς βόες λέγονταν Πολυβούτις και τον  θεωρούσαν πλούσιο. Όποιος δεν είχε βόες, ήταν φτωχός και ονομάζονταν Αβούτις (από το στερητικό α και το βους).  Ο Όμηρος παρομοίαζε τα μεγάλα  μάτια της θεάς Αθηνάς με τα μάτια της αγελάδας. Γι αυτό την ονόμαζε Βοώπις  Αθήνη, βοϊδομάτα,  δηλαδή εκείνη που είχε μάτια μεγάλα σαν της αγελάδας. Από το βους και όμμα =μάτι. Και επειδή περιέχουν και πολύ ασπράδι στα μάτια της αγελάδας, την ονόμαζε Γλαυκώπις, από το  γλαυκός= άσπρος, γλαυκόματη Αθηνά.

Η Βουκέντρα ή φκέντρα παράγεται από το κεντρίζω τον βουν. Ήταν ένα λεπτό ξύλινο ραβδί σκληρό  από κρανιά ή πουρνάρι, περίπου ενάμισυ μέτρο σε μήκος. Στη μια άκρη του κάρφωναν ένα καρφί και αφού έκοβαν το κεφάλι του καρφιού, το λείαιναν για να τσιμπάει τα ζώα. Στο ποντιακό ποίημα του Διγενή Ακρίτα, όταν πάει ένα πουλί και κάθεται στην άκρη του ζυγού την ώρα που όργωνε ο Διγενής και προμηνύει το θάνατό του, ο Ακρίτας λέει «Οπίς πουλίν, οπίς πουλίν θα τρως την Βουκεντρέαν». Εννοείται πως το καλό ζευγάρι αροτριέων δεν χρειαζόταν καθόλου τη βουκέντρα.

 Στην άλλη άκρη της Βουκέντρας τοποθετούσαν τη λεγόμενη ξέστρα, την αρχαία Ξυάλη, για να καθαρίζουν τη λάσπη που κολλούσε στο υνί. Από το ρήμα ξαίω = ξύνω, λειαίνω κάτι. Η βουκέντρα δηλαδή ήταν ένα εργαλείο για δυο ενέργειες. Ξυάλη ή ξέστρα ήταν και εργαλείο ξυλουργικό, για να λειαίνουν το ξύλο, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφώντας. Αλλά παράλληλα ήταν και ένα είδος μαχαίρας, σαν όπλο, που αλλού ονομαζόταν και Κνήστις δηλαδή ξύστρα.  Κναίω = ξύνω,  εξ ου και κνησμός = φαγούρα.. Την ξυάλη ή ξέστρα χρησιμοποιούσε  και η συχωρεμένη μάνα μου για να καθαρίζει το ζυμάρι που κολλούσε στη σκάφη, όταν ζύμωνε εκείνα τα αλησμόνητα και περιζήτητα ψωμιά με ρωσική μαγιά και μοσχομύριζε όλη η γειτονιά. Ήταν ένα μεταλλικό αντικείμενο  τριγωνικό και με λαβή.

Τώρα που σφίγγει η μέγγενη τα θύματα του απάνθρωπου συστήματος της κρίσης και αγωνίζονται για την επιβίωση, κλείνομε με την ευχή του ιερού Αυγουστίνου « Κύριε δε ζητώ ελαφρότερο φορτίο, αλλά δυνατότερους ώμους» .

Αφιερωμένο στους αγωνιζόμενους αγρότες, επειδή δεν ξεχνώ την  καταγωγή μου.