ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ

«ΔΥΣΝΟΗΤΕΣ» ΑΛΛΑ ΚΑΙ «ΕΥΧΡΗΣΤΕΣ» ΕΝΝΟΙΕΣ…


Του Δημήτρη Κ. Χατζηπαναγιώτου*    

Η οξύμωρη διατύπωση του τίτλου ίσως φανεί αποτρεπτική στην ανάγνωση του άρθρου, αλλά ενδέχεται να εγείρει την περιέργεια αρκετών. Συχνά έχουμε αισθανθεί ένα  κενό ή ακόμη και ένα δυσεξήγητο «δέος», όταν προβάλλουν μπροστά μας έννοιες στις οποίες δεν είμαστε εξοικειωμένοι, αλλά ταυτόχρονα  η επίκλησή τους υλοποιείται με αυξανόμενη συχνότητα. Πολλῷ δὲ μᾶλλον σήμερα που η καθημερινή ειδησεογραφία αναφέρεται πολύ συχνά στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων –μια ηγεσίας που βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι όλες της οι ενέργειες θα οδηγήσουν σε αναβάθμιση της ταλαίπωρης ελληνικής παιδείας – και στις νομοτελειακά αναγκαίες αντιδράσεις που προκαλεί στην εκπαιδευτική, και όχι μόνο, κοινότητα. Όροι, όπως ενδεικτικά «ήπιες δεξιότητες», «ανεστραμμένη τάξη», «portfolio» είναι πλέον πιο οικείοι, αλλά το σημασιολογικό εύρος τους σαφώς είναι ομιχλώδες για τους περισσότερους. Στο παρόν άρθρο θα αρκεσθώ σε έννοιες περισσότερο παραδοσιακές που είναι όμως και εύχρηστες και δυσνόητες ταυτόχρονα.

  Αρκετές φορές  επικαλούμαστε τους όρους «διδακτική προσέγγιση», «διδασκαλία» και «μάθηση». Ασφαλώς, το κάθε μέλος της εκπαιδευτικής κοινότητας μπορεί να διαχωρίσει τις παραπάνω έννοιες εμπειρικά, αλλά το να τις αποδώσει ευδιάκριτα, με σαφήνεια και εύληπτα είναι ένα ερώτημα. Με τον όρο διδακτική, λοιπόν, εννοούμε τον ιδιαίτερο κλάδο της Παιδαγωγικής που ασχολείται με τη διδασκαλία, το σχεδιασμό του μαθήματος και τον έλεγχο των αποτελεσμάτων της διδακτικής διαδικασίας, έχοντας ως σκοπό τη μάθηση. Με τον όρο διδασκαλία εννοούμε το σύνολο από προγραμματισμένες, μεθοδικές και ευέλικτες ενέργειες που πραγματοποιεί ο δάσκαλος, για να προκαλέσει την ενεργό συμμετοχή του μαθητή στη διδακτική πράξη καθώς και στη μάθηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Στην  έννοια πάλι μάθηση ενσωματώνουμε τη διαδικασία με την οποία γίνονται κτήμα του μαθητή γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες, που προϋποθέτουν βέβαια, κατά κανόνα, την ενεργό συμμετοχή των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία.
  Εκτός όμως από την επίκληση στις παραπάνω έννοιες συχνά γίνεται επίκληση και σε κάποιους παιδαγωγούς, που οι απόψεις τους έχουν σφραγίσει  την ιστορία της Παιδαγωγικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Piaget, που η θεωρία του για τα τέσσερα στάδια της νοητικής ανάπτυξης  ήταν καθοριστική στη «διαδρομή» της Παιδαγωγικής. Τα τέσσερα αυτά στάδια ήταν τα εξής:
Α. Το αισθησιοκινητικό, που γεωδαιτείται μέχρι και την ηλικία των δύο ετών, όπου το βρέφος παρατηρεί και ταυτίζει το χώρο με ό,τι υπάρχει γύρω του, ενώ ο χρόνος περιορίζεται μόνο στο παρόν.
Β. Το προσυλλογιστικό, σε ηλικίες από τριών μέχρι και επτά, όπου το παιδί επικοινωνεί, έχει αίσθηση του χώρου και του χρόνου, αλλά δεν κατανοεί έννοιες όπως η αναστρεψιμότητα, η διατήρηση της ποσότητας και του μήκους.

Γ. Το συγκεκριμένο συλλογιστικό, σε ηλικίες από οχτώ μέχρι και δώδεκα,  όπου το παιδί πλέον κατανοεί τις έννοιες αναστρεψιμότητα, διατήρηση μήκους, συνδυασμός χωροχρονικών σχέσεων.
Δ. Το  τυπικό συλλογιστικό, σε ηλικίες από δεκατρία μέχρι και δεκαέξι, όπου ο έφηβος πλέον έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αφηρημένες έννοιες, να εφαρμόσει τη γνώση και να χρησιμοποιήσει υποθετικούς συλλογισμούς.

  Αφού, λοιπόν, ο Piaget καθόρισε τα τέσσερα στάδια της νοητικής ανάπτυξης, θεώρησε πως το κάθε άτομο βαθμιαία «περνά» από κάθε βαθμίδα και ο ρυθμός αυτής της μετάβασης ποικίλει. Αυτή άλλωστε η διαπίστωση ισχύει ακόμα και σήμερα, αφού πολύ συχνά η ηλικία ενός παιδιού δε συμβαδίζει με τη νοητική του ανάπτυξη. Ο Piaget διατύπωσε επίσης την άποψη πως η «σύγκρουση» που συντελείται ανάμεσα στο καινούργιο και σ’ αυτά που ήδη γνώριζε το παιδί αποτελούν την πραγματική γνώση, ενώ σκοπός της εκπαίδευσης δεν είναι μόνο η παροχή γνώσεων αλλά το πώς θα μάθει το παιδί να μαθαίνει ( ή αλλιώς η κατάκτηση της μεταγνώσης). Τέλος, ο Piaget εισάγει τη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης, θεωρώντας πως και η βιωματική μάθηση διαδραματίζει ένα καθοριστικό ρόλο. Σ’ αυτήν άλλωστε την τοποθέτησή του θα βρει μιμητές και συνεχιστές, όπως οι Κρουσπάγια και Μακαρέγκο.

* Ο γράφων είναι εκπαιδευτικός-φιλόλογος, θεράπων της δημόσιας εκπαίδευσης,  υπ. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών, Μ.Α. & Μ. Sc.