ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ

Ένα σαγηνευτικό… ταξίδι στον χρόνο. Κάπου στην Υπερστρουμανία

Του Δημήτρη Κ. Χατζηπαναγιώτου

Του Δημήτρη Κ. Χατζηπαναγιώτου

1923, κάπου στην Υπερστρουμανία… Ο δύσμοιρος Παναγής Χατζηδημητρίου, καταδιωκόμενος από τον αποθηριωμένο αγαρηνό όχλο και βασανιζόμενος από τις δικές του Ερινύες (θεωρούσε, βλέπετε, πως μπορούσε να προσφέρει περισσότερα για το χωριό του, το παραποτάμιο Ντερέκιοϊ), βρήκε απάγκιο στη μητέρα - πατρίδα. Ήταν όμως συνεχώς βυθισμένος στις σκέψεις του, ακόμη και τώρα που ξέφυγε από τα αγαρηνά στίφη. Η ανηλεής σφαγή των συγχωριανών του, η περιπλάνησή του στις παραποτάμιες περιοχές του «Αραμπατζή νεχίρ» (έτσι ονομαζόταν το ποτάμι του χωριού του) τη νύχτα, για να ξεφύγει από τους τσέτες, και η εναγώνια αναζήτηση τροφής στη διάρκεια αυτής της πορείας προς την ελευθερία ήταν θύμησες που θα παρέμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη δύσμοιρη ψυχή του.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Σκέψεις όπως «…πώς θα τα βγάλω πέρα τώρα;», «…αυτή είναι η αγαπημένη μου μητέρα - πατρίδα, που οι κάτοικοί της με αποκαλούν τουρκόσπορο;», « …και αυτές οι πλημμύρες; Τα έλη; Τι θα απογίνει η φαμίλια μου;» κατέκλυζαν το ταλαίπωρο μυαλό του και συναγωνίζονταν με τη στενοχώρια για την απώλεια της πατρογονικής εστίας σε ένα ιδιότυπο αγώνα με νικητή αυτό που θα προκαλούσε τη μεγαλύτερη αποστροφή. Αποσβολωμένος καθώς ήταν, παρατήρησε δίπλα από το τσαντίρι που στέγαζε (προσωρινά;) την αποδεκατισμένη από την ελονοσία οικογένειά του ένα γυάλινο μπουκάλι. Πλησίασε επιφυλακτικά και διέκρινε στο περιτύλιγμα της συσκευασίας την προτροπή: «Παναγή τζάνεμ, πιες το άφοβα».

Όπως εύλογα υποθέσατε πολλοί ἐξ’ ὑμῶν, επρόκειτο για ένα μαγικό φίλτρο, ένα σκεύασμα όμως που δε θα γύριζε τον αξιοθρήνητο πρόσφυγα στο παρελθόν, αλλά θα τον διακτίνιζε σε ένα απροσδιόριστο χωροχρόνο. Έτσι, ο ταλαίπωρος Παναγής, παρασυρόμενος από την έμφυτη περιέργεια και από το θολωμένο μυαλό του, ήπιε μονοκοπανιά το περιεχόμενο του μπουκαλιού, και μεταφέρθηκε περίπου εκατό χρόνια μετά…

Ξάφνου, είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη με άλλα ρούχα, σχεδόν μεσήλικα και σχετικά σε καλή κατάσταση. Τρόμαξε και μονολόγησε στα τούρκικα «Τάνριμ, νελέρ ολουγιόρ, δηλαδή θεέ μου τι συμβαίνει;». Έτσι, αντίκρισε ένα σπίτι χωρίς αυλή, κάτι περίεργα μεγάλα λευκά κουτιά - τις ηλεκτρικές συσκευές - που λειτουργούσαν με κουμπιά και είχαν μια επιμελώς κρυμμένη ουρά, πιο μεγάλη από αυτή του ποντικιού, και ένα άλλο μικρότερο κουτί που έβγαζε ήχους, εικόνες και φυσιογνωμίες ανθρώπων - το κινητό.
Ο σχεδόν εκατό χρόνια, λοιπόν, μεταγενέστερος Παναγής ζούσε σε ένα άλλο χωροχρόνο. Σε μια επαρχιακή πόλη που του πρόσφερε το πιο πολύτιμο - πέρα από την απώλεια των προσφιλών προσώπων - που είχε χάσει τη δεδομένη συγκυρία, την ειρηνική συμβίωση.

Αρχικά του άρεσε, αισθάνθηκε ευλογημένος και συμπεριφερόταν όπως και στο όμορφο χωριό του, λες και το μαγικό φίλτρο (θα μου πείτε, μα για αυτό είναι μαγικό) διατήρησε τις βασικές πτυχές του χαρακτήρα του. Δεν έδινε δικαιώματα, αγαπούσε το διάβασμα και τον αθλητισμό, ήταν κοινωνικός, με διάθεση προσφοράς στους συμπολίτες του, εργατικός και συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντι στην Πολιτεία. Δεν κατάλαβε όμως ο δύσμοιρος Παναγής πως σε αυτό τον όμορφο τόπο υπήρχε και η άλλη όψη του νομίσματος. Όχι όμως με ευθύνη του. Κάποιοι από τους νεόκοπους συμπολίτες τους ήταν απαίδευτοι, θεσιθήρες και θιασώτες της κομματοκρατίας. Επιδίδονταν, επίσης, με μεγάλη επιτυχία και σε κάτι χειρότερο, στην αγαπημένη συνήθεια των αρχαίων Αθηναίων, τη συκοφαντία. Χαιρόταν, λοιπόν, ο αφελής και μακάριος Παναγής να προσφέρει στη εργασία του, είτε στους συναδέλφους του είτε στους ωφελούμενους, αλλά είχε και ένα χαρακτηριστικό που του στοίχισε πολύ και στο όμορφο Ντερέκιοϊ - βλέπετε και εκεί συμβίωνε με ομόφυλους και ομόδοξους - και τον πλήγωσε και εδώ, στην όμορφη και ειδυλλιακή Υπερστρουμανία. Ποιο ήταν αυτό;

Διατύπωνε την άποψή του ευθέως, κατήγγειλε ανερυθρίαστα τα κακώς κείμενα και δε συμβιβαζόταν με πρακτικές που υπερέβαιναν τον αξιακό του κώδικα. Κοινώς, «ενοχλούσε». Οι κρατούντες ἐν τῇ Ὑπερστρουμανία ενοχλήθηκαν από τον Παναγή και άρχισαν και αυτοί να τον ενοχλούν με διάφορους τρόπους, όπως «φιλικές» παραινέσεις, απαξιωτικές συμπεριφορές , ακόμη και διώξεις…

Και εκεί που ο πολυπαθής Παναγής σκεφτόταν τους τρόπους αντίδρασής του, η ισχύς του μαγικού φίλτρου άρχισε σταδιακά να μειώνεται. Ο Παναγής πλέον ζούσε σε δύο παράλληλους κόσμους, το 1923 και εκατό χρόνια μετά. Βρέθηκε σε μια κρίση ταυτότητας, αναρωτήθηκε πού είναι η αλήθεια και πού το απείκασμα αυτής, αλλά στο τέλος ομολόγησε «Βάι-βάι, τζάνεμ. Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου. Η ζήλεια και η διχόνοια κατέστρεψε τους Ρωμιούς το ’22, αλλά το μάθημά μας δεν το πήραμε. Μακάρι και η κοινωνία της όμορφης και ειδυλλιακής Υπερστρουμανίας να μην υποφέρει από αυτά τα ζιζάνια και να μην εκδιώξει τα παιδιά της…»
 
«Η παρούσα ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».