ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συνέντευξη του Σερραίου Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη: “Ό,τι έχω σήμερα το απέκτησα στο δρόμο, με κόπο…”

Το «Κάτι σαν ήλιος» που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι ψηφιακά από τη “Formiggart” και τη στιγμή που μιλάμε και σε φυσικό προϊόν (CD), είναι μια δουλειά που φαίνεται να ολοκληρώνει ένα ψάξιμο χρόνων, ψάξιμο αργό, αλλά ουσιαστικό, μια που το αποτέλεσμα είναι εννέα νέα «ολόκληρα» τραγούδια με δυνατή ταυτότητα. Και προσωπικό ερμηνευτικό στιλ.

Η αλήθεια είναι ότι μόλις άκουσα τον δίσκο (στο Spotify εννοείται) σκέφτηκα ότι ενώ γνωρίζω τον Αλέξανδρο χρόνια, ενώ έχω τραγουδήσει στίχους του –κυρίως μέσω της Μαρίας Παπαγεωργίου- και ενώ πάντα τον θεωρούσα έναν άξιο δημιουργό, με ιδιαίτερο χάρισμα στη δύσκολη τέχνη της στιχουργικής (σπάνιο, σπανιότατο) είναι η πρώτη φορά τώρα, στο «Κάτι σαν ήλιος» που αποφάσισα να σηκώσω τηλέφωνο. Είναι (σκέφτομαι) σαν να βρήκαν τα τραγούδια του τον ήχο τους. Σαν να έγινε το «μήνυμα» ανάγλυφο… 

«Το συγκρίνεις με τα «38 τετραγωνικά» (τελευταίος του δίσκος που κυκλοφόρησε το 2016) ή με τα πιο παλιά;» (με ρωτάει όταν μιλάμε στο τηλέφωνο και του επισημαίνω ότι κάτι έχει αλλάξει στον ήχο του). «Γιατί αν το συγκρίνεις με τα πιο παλιά, αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι έχουν περάσει 15 χρόνια!». 

Πρωτοεμφανίστηκε το 2004 στην «Β΄ Ακρόαση της Μικρής Άρκτου» επί εποχής Μποφίλιου και Ζουγανέλη. 2007 ο πρώτος δίσκος. 2010 ο δεύτερος με Μαρία Παπαγεωργίου. Δύο δίσκοι συνολικά με την Μαρία, κι ένας αργότερα με την Ελισσάβετ Καρατζόλη. Το «38 τετραγωνικά», πέντε χρόνια πριν, είναι ο δεύτερος προσωπικός του και η πρώτη απόπειρα που έκανε να αλλάξει τον ήχο του: «Ήταν ένα πείραμα που ξεκίνησα τότε» λέει. «Στο Κάτι σαν ήλιος όμως, μάλλον, έκατσε καλά η μπίλια;» του λέω. «Ναι, στον πειραματισμό με την ακουστική φολκ μπάντα με πολλά έγχορδα, συν τα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά στοιχεία».

Πολύ ψάξιμο μόνος του στο δωμάτιο, «τζάμινγκ» με τους μουσικούς του, δημιουργικοί πειραματισμοί με όλη την «παρέα», ιδιαίτερη βοήθεια από τον ηχολήπτη και συνεργάτη του Γιάννη Ταβουλάρη. 

Είναι λίγο άχαρο να παίρνεις τα τραγούδια και να τα… σπας σε στίχο, ήχο, τρόπο ερμηνείας κλπ. αλλά είναι και αυτός ένας τρόπος να φτάνεις σιγά σιγά στην πηγή τους -τουτέστιν στον δημιουργό. Τυχαίο λοιπόν (ρωτάω τον δημιουργό) που σε κάποια σημεία της ακρόασης ο νους μου τρέχει στον Θανάση Παπακωνσταντίνου και σε άλλα, στον Φοίβο Δεληβοριά; Όμως καλά… φυσιολογικά. Χωρίς να διακρίνω στείρες «αναπαραστάσεις».

«Ο Θανάσης με έχει επηρεάσει ηχητικά και μελωδικά» λέει. «Αλλά προσπαθώ να δώσω ό,τι έχω να δώσω με έναν τρόπο που δεν είναι μιμητικός. Απ΄ την άλλη, ο Φοίβος είναι σχολή από μόνος του».

Στροφή στην έως τώρα πορεία του. Στα έργα και τις ημέρες του. Έφηβος (σχεδόν) μεγαλωμένος στις Σέρρες που έχει μπει στα ΤΕΙ Δομικών Έργων, έρχεται στην Αθήνα και ψάχνει. Γράφει από παιδί και… ονειρεύεται. Αυτοδίδακτος μουσικός, σκαρώνει στίχους και ψιθυρίζει τραγούδια στην κιθάρα του. «Αυτοδίδακτος, ναι. Και αγράμματος μουσικά» μου λέει.

Κάτι σαν τον Σαββόπουλο δηλαδή (τον ρωτάω γελώντας)
«Ναι. Μόνο που εκείνος ξετεμπέλιασε κάποια στιγμή και έμαθε μουσική. Ενώ εγώ…».

Μιλάμε για το πώς κινείται ένας νέος δημιουργός στο χάος που λέγεται Αθήνα, πως δικτυώνεται, πώς καταφέρνει τελικά να ξεχωρίσει…

«Μπήκα πολύ άγουρος στο χώρο» λέει. «Και ως κιθαρίστας και ως συνθέτης. Μόνο στο στιχουργικό κομμάτι είχα μια τριβή, γιατί έγραφα από μικρός. Όλα τα άλλα μου βγήκαν γιατί σκέφτηκα ότι τα ήθελα. Ό,τι έχω σήμερα, το απέκτησα στο δρόμο, με κόπο. Και μάλιστα πολλά πράγματα τα κατάλαβα αργά…». 

Ίσως αυτό εξηγεί και τον λόγο που είχε τόσο διακριτική παρουσία στο χώρο τόσα χρόνια; Ενώ είναι δεδομένο ότι γράφει καλά, δεν έχει «ανοίξει» σε ένα μεγαλύτερο κοινό…
«Πάντα αναρωτιέται κανείς γιατί. Αναρωτιέται για το πώς διαλέγει να πλασάρει τον εαυτό του, πόσο αυτό είναι αποτελεσματικό και πότε… Πότε νιώθει πιο ανοικτός. Πιο σίγουρος. Παίζουν τόσα πράγματα ρόλο. Τόσο διαφορετικοί παράμετροι. Και ποτέ δεν έχουμε μιαν απάντηση».

Ίσως (λέει συνεχίζοντας την σκέψη του) μπερδεύτηκε λίγο ανάμεσα στο ρόλο του συνθέτη, που γράφει για άλλους και κρατιέται λίγο πίσω, και του τραγουδοποιού. «Προφανώς μου άρεσε να γράφω για άλλους, όμως πέρασαν έξι χρόνια για να κάνω δικό μου δίσκο. Και γι’ αυτό δεν έκανα και πολλά λάιβ. Μέσα σε μια χρονιά όχι πάνω από τέσσερα-πέντε».

Άρα δεν σου έλειπε η σκηνή…
Μου λείπει. Αλλά συνειδητοποίησα ότι όταν δεν έχεις σαφές στίγμα, δηλαδή «είμαι τραγουδοποιός και βγαίνω και σας λέω τα τραγούδια μου» και όταν δεν έχεις κι ένα πρόσφατο υλικό να παρουσιάσεις, δεν λειτουργεί το λάιβ. Την στιγμή που δεν υπάρχει και μια εταιρεία ή ένα γραφείο να σε στηρίξει.

Τα δεδομένα της ντόπιας αγοράς είναι αυστηρά προσδιορισμένα ακόμη κι αν έχουν περάσει… αιώνες. «Αν δεν «τα φέρεις» κατευθείαν, ουδείς ασχολείται. Δεν υπάρχει -ούτε υπήρχε- η νοοτροπία «παίρνω ένα παιδί των 20 ατόμων κοινού και το πάω παραπέρα». Δεν υπάρχει και η τεχνογνωσία. Τα γραφεία κάνουν διαχείριση των ήδη έτοιμων «προϊόντων». Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις. Και είμαι ευτυχής που συνεργάζομαι με μια τέτοια εξαίρεση.

Μιλάμε για τον εν λόγω δίσκο, τις επιρροές του, την εποχή που γράφτηκαν τα τραγούδια, το θέμα των στίχων που πολλές φορές δημιουργούν εικόνες απ την φύση. Κάποια τραγούδια είναι παλιότερα, άλλα πιο πρόσφατα, όλα όμως πήραν τον χρόνο τους, μοναχικό χρόνο μέσα στο δωμάτιο, πριν φτάσουν στο στούντιο…

ΠΗΓΗ: Formiggart.gr