ΙΣΤΟΡΙΑ
Αναστάσιος Ορλάνδος: Αρχιτέκτων και φιλόλογος περιωπής
Ασχολήθηκε με την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική όχι μόνο θεωρητικά σε πλήθος μελετών του, αλλά και στην πράξη, επί σαράντα ολόκληρα χρόνια
Ασχολήθηκε με την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική όχι μόνο θεωρητικά σε πλήθος μελετών του, αλλά και στην πράξη, επί σαράντα ολόκληρα χρόνια

Τα θέματα που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική των αρχαίων Ελλήνων είναι ανεξάντλητα. Τα μνημεία που άφησαν πίσω τους οι καταπληκτικοί και στην τέχνη αυτή αρχαίοι μαστόροι δεν συγκινούν μόνο με το απαράμιλλο κάλλος τους, και ως ερείπια ακόμη, αλλά θέτουν για τους ειδικούς και άπειρα προβλήματα, που παρά τις εντατικές έρευνες τόσων γενεών δεν ευρήκαν ακόμη τη λύση τους. Προβλήματα μορφής (προθέσεων, φαντασίας, ύφους), αλλά και προβλήματα «ύλης», που όσο και αν δίνουν την εντύπωση ότι είναι απλά ή ταπεινά, έχουν πολλές φορές για τον ερευνητή κεφαλαιώδη σημασία. Ποια δομικά υλικά λ.χ. χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές τους οι αρχαίοι αρχιτέκτονες, και με τι είδους εργαλεία τα δούλευαν, τα συναρμολογούσαν, τα μετέφεραν και τα ανύψωναν, όταν οικοδομούσαν τα σπίτια, τους ναούς, τις στοές, τα τείχη τους; Πώς είναι δυνατόν να σχηματίσωμε μιαν ακριβή και πλήρη εικόνα για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, αν δεν μελετήσωμε και αυτές τις τεχνικές λεπτομέρειες της δουλειάς, που παίζουν πάντοτε πολύ μεγάλο ρόλο στη σύλληψη, στη διεξαγωγή και στην απόληξη του αρχιτεκτονικού έργου;
Σ’ αυτό ακριβώς το θέμα αφιερώνει το πρόσφατο σύγγραμμά του ο καθηγητής κ. Αναστάσιος Ορλάνδος, με τον τίτλο: «Τα υλικά δομής των Αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής αυτών». Δύο ογκώδεις τόμοι μεγάλου σχήματος (έκδοση της Αρχιτεκτονικής Εταιρείας)· ο πρώτος εξετάζει το ξύλο και τον πηλό και δημοσιεύθηκε το 1955-56· ο δεύτερος εξερευνά τα άλλα υλικά, τα μέταλλα, το ελεφαντοκόκκαλο, τα κονιάματα και τις πέτρες, και είδε το φως εφέτος. Και τα δύο βιβλία αποτελούν το Α’ μέρος της «Αρχαίας Ελληνικής Αρχιτεκτονικής», που πρόκειται να συμπληρωθή με σειρά δημοσιευμάτων από τον συγγραφέα στο άμεσο μέλλον. Και δικοί μας και ξένοι αρχαιολόγοι έγραψαν σημαντικά πράγματα για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική. Και όσοι όμως δεν περιωρίσθηκαν στις γενικότητες αλλά πραγματεύθηκαν συστηματικά και διεξοδικά το ζήτημα, δεν εξεμεταλλεύθηκαν όπως ή όσο έπρεπε τον πλούτο των πληροφοριών που περιέχουν οι φιλολογικές πηγές: κείμενα, οικοδομικές επιγραφές, πάπυροι, γραπτά αγγεία, ανάγλυφα, απεικονίσεις έργων τέχνης κ.λπ., για να ενημερωθούν και οι ίδιοι, να διδάξουν και μας με τι υλικά δούλευε ο αρχαίος οικοδόμος και με ποια εργαλεία τα επεξεργαζόταν και τα αξιοποιούσε στις συνθέσεις του. Αυτό το κενό έρχεται σήμερα να γεμίση με το νέο σύγγραμμά του ο κ. Ορλάνδος.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να καταπιαστή και να βγάλη πέρα ένα έργο τέτοιας έκτασης και υφής άλλος καταλληλότερος ή αξιώτερός του. Αρχιτέκτων και φιλόλογος περιωπής, ασχολήθηκε με την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική όχι μόνο θεωρητικά σε πλήθος μελετών του, αλλά και στην πράξη, αφού επί σαράντα ολόκληρα χρόνια εργάσθηκε προσωπικά στην αναστήλωση των αρχαίων μνημείων της χώρας μας και έτσι, μαζί με τα άλλα επιστημονικά και τεχνικά του εφόδια, απέκτησε πλούσια και πολύτιμη πείρα. Έπειτα είναι ένας ακαταπόνητος ερευνητής, χαλκέντερος άνθρωπος. Απορεί κανείς πώς βρίσκει χρόνο και δυνάμεις για ν’ ανταποκρίνεται στα πολλαπλά καθήκοντα (διδακτικά, διοικητικά, εκτελεστικά) που πρόθυμα επωμίζεται και πάντοτε εκτελεί άοκνος, με ακρίβεια και ευσυνειδησία. Και κοντά σ’ αυτά ο μόχθος μιας επίπονης συγγραφικής εργασίας που συνεχίζεται με την ίδια πάντοτε ένταση, πυκνότητα και μεθοδικότητα, παρά την προχωρημένην ηλικία του.
Αυτή τη φορά εξερεύνησε πηγές απέραντες: κείμενα συγγραφέων, επιγραφές, παπύρους, απεικονίσεις απάνω σε μνημεία κάθε λογής, για να ανακαλύψη και να καταγράψη λεπτομέρειες τεχνικές και ειδήσεις που μόνο το μάτι του έμπειρου ειδικού μπορεί να εννοήση και να εκτιμήση. Ο άλλος, ο αμύητος λ.χ. στα τεχνικά φιλόλογος ή ο στερημένος από ιστορική και φιλολογική κατάρτιση αρχιτέκτων, θα προσπερνούσε αυτά τα βαρυσήμαντα τεκμήρια, χωρίς να προσέξη το νόημα και την αξία τους. Αυτός τα νοιώθει σαν φιλόλογος που είναι και σαν τεχνικός που πάλαιψε με τα προβλήματα αυτά στην πράξη, και επειδή η επιμέλειά του είναι παροιμιώδης, κάθησε και τα συγκέντρωσε προσεχτικά, τα κατάταξε, τα εξήγησε, τα επαλήθευσε και τώρα μας τα προσφέρει σε μια πραγματεία αξιόλογη όχι μόνο για το επιστημονικό της περιεχόμενο, αλλά και για τον λιτό, κομψό, δόκιμο ελληνικό λόγο της.
Ωραίες σελίδες έχει γράψει για τα συστήματα δομής των αρχαίων ελληνικών τειχών ο κ. Ορλάνδος στο 2ο τόμο του βιβλίου του. Επισημαίνει το γεγονός ότι το σχήμα των πετρών, οι αναλογίες, ο τρόπος της συναρμογής, η υφή του υλικού και ο τρόπος που το μεταχειριζότανε ο τεχνίτης στην εξωτερικήν επιφάνεια αποτελούν στοιχεία ύφους που με τους συνδυασμούς των έδιναν στο αρχαίο τείχος μιαν ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Και στα τείχη τους ακόμη, που ήσαν έργα οχυρωματικά (όχι ευγενή οικοδομήματα), οι αρχαίοι απαιτούσαν όχι μόνο στερεότητα, αλλά και αρμονική σύνθεση, δηλαδή κάλλος. Έπρεπε, μαρτυρεί ο Αριστοτέλης, να κατασκευάζονται «πρεπόντως και προς κόσμον τη πόλει και προς τας πολεμικάς χρείας». Έπειτα, καθώς παρατηρεί ο κ. Ορλάνδος, τα αρχαία ελληνικά τείχη ήσαν πάντοτε δεμένα και με το τοπίο όπου υψώνονταν· με τα υλικά και με τη μορφή τους δένονταν μαζί του και αποτελούσαν ένα ζωντανό σώμα. «Ούτω υψηλά, υπερήφανα και αδρώς κατειργασμένα ορθούνται ακόμη με εκπληκτικήν ποικιλίαν διατάξεως πολλά αρχαία ελληνικά τείχη, άλλοτε διασχίζοντα ερήμους χαράδρας και άλλοτε στεφανώνοντα λόφους με εν μεγαλοπρεπές πέτρινον διάδημα. Αναρριχώνται ατρόμητα και επιβλητικά επάνω εις τους αγρίους βράχους, προς τους οποίους συχνά και συγχέονται τόσον, ώστε προς στιγμήν να φαίνωνται και αυτά ως έργα της Δημιουργίας» (τόμ. 2ος, σελ. 261).
Για τις επιστημονικές πραγματείες του κ. Αναστασίου Ορλάνδου ένας διαπρεπής νεώτερος συνάδελφός του μου έδωσε τον πολύ εύστοχο χαρακτηρισμό: μπορείς να κάνης γι’ αυτές τούτο ή εκείνο το σχόλιο, αλλά πάντοτε θα αναγνωρίσης ότι ύστερ’ απ’ αυτές τα προβλήματα που μελετούν δεν παραμένουν πια τα ίδια· έχουν μετακινηθή από τη θέση τους — για τούτο ο υστερώτερος ερευνητής δεν μπορεί να τις αγνοήση ή να τις παραβλέψη. Για πόσα επιστημονικά έργα δικών μας αλλά και ξένων συγγραφέων είναι δυνατόν ν’ ακούση κανείς από υπεύθυνα χείλη τα ίδια πράγματα; Ποιος συγγραφέας δεν θα ευχότανε ν’ ακούση για την επιστημονική του προσφορά καλύτερο εγκώμιο; Που και να το αξίζη όμως, όπως το αξίζουν οι εργασίες του κ. Ορλάνδου.
*Κείμενο του εξέχοντος παιδαγωγού, φιλοσόφου και δοκιμιογράφου Ευάγγελου Παπανούτσου (1900-1982), που έφερε τον τίτλο «Η αρχιτεκτονική των αρχαίων» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 1960.
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος
Σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και αρχαιολογίας με διεθνές κύρος, ο ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος, απόγονος του πολιτικού της Επανάστασης του 1821 Ιωάννη Oρλάνδου, αλλά και της οικογένειας των Κουντουριώτηδων (εκ μητρός), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 1887.
Ο Ορλάνδος σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ακολούθως δε αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (θέμα της διδακτορικής διατριβής του ήταν «Το αέτωμα του εν Σουνίω ναού του Ποσειδώνος»).
Εργάστηκε σε νεαρή ηλικία (1910-1917) ως αρχιτέκτονας στις αναστηλώσεις των μνημείων της Ακρόπολης υπό τον Νικόλαο Μπαλάνο, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεργάτης σπουδαίων αρχαιολόγων, όπως ήταν οι W. Dörpfeld, G. Karo, R. Heberdey, Α. von Premerstein και A. Brückner.
Από το 1919 έως το 1958 ο Ορλάνδος δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Μετσοβίου (Αρχιτεκτονική Μορφολογία και Ρυθμολογία, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής), ενώ από το 1939 έως το 1958 υπήρξε τακτικός καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εξάλλου, ο Ορλάνδος διετέλεσε επί μακρόν διευθυντής της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων.
Ακολουθώντας την επιστημονική οδό της πολύωρης και κοπιαστικής εργασίας και μελέτης κοντά στα μνημεία, ο Ορλάνδος προέβη στην αποτύπωση και το σχεδιασμό τους με απαράμιλλη ευχέρεια και ακρίβεια, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στον τρόπο δόμησης και ένταξης στο τοπίο, στη λειτουργικότητα και την αισθητική των αρχαίων, βυζαντινών και νεότερων κτισμάτων.
Έχοντας αποκτήσει μια μοναδική εποπτεία ολόκληρου του ελληνικού μνημειακού χώρου, ο Ορλάνδος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στην απογραφή αλλά και στην αρχειοθέτηση του τεράστιου μνημειακού πλούτου της χώρας μας.
Τα ενδιαφέροντά του δεν περιορίζονταν μόνο στην αρχαιότητα, τα παλαιοχριστιανικά και τα βυζαντινά μνημεία, αλλά εκτείνονταν έως τη λαϊκή αρχιτεκτονική του 18ου αιώνα.
Ο Ορλάνδος υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1926), ενώ το 1950 εξελέγη πρόεδρος αυτής.
Επίσης, διετέλεσε σύμβουλος (1927-1951) και γραμματέας (1951-1979) της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Ο Ορλάνδος συμμετείχε στη διοίκηση και άλλων επιστημονικών εταιρειών (Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών), ενώ υπήρξε τακτικό μέλος ξένων αρχαιολογικών ινστιτούτων και σχολών στη χώρα μας.
Το όνομα του Ορλάνδου συνδέθηκε άρρηκτα με την αναστήλωση πολλών αρχαίων και βυζαντινών μνημείων της χώρας μας, ενώ αναρίθμητες υπήρξαν οι μελέτες του με θέμα τα εν λόγω μνημεία.
Ο Αναστάσιος Ορλάνδος απεβίωσε πλήρης ημερών στην Αθήνα, στις 6 Οκτωβρίου 1979.
Πηγή: in.gr
Σ’ αυτό ακριβώς το θέμα αφιερώνει το πρόσφατο σύγγραμμά του ο καθηγητής κ. Αναστάσιος Ορλάνδος, με τον τίτλο: «Τα υλικά δομής των Αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής αυτών». Δύο ογκώδεις τόμοι μεγάλου σχήματος (έκδοση της Αρχιτεκτονικής Εταιρείας)· ο πρώτος εξετάζει το ξύλο και τον πηλό και δημοσιεύθηκε το 1955-56· ο δεύτερος εξερευνά τα άλλα υλικά, τα μέταλλα, το ελεφαντοκόκκαλο, τα κονιάματα και τις πέτρες, και είδε το φως εφέτος. Και τα δύο βιβλία αποτελούν το Α’ μέρος της «Αρχαίας Ελληνικής Αρχιτεκτονικής», που πρόκειται να συμπληρωθή με σειρά δημοσιευμάτων από τον συγγραφέα στο άμεσο μέλλον. Και δικοί μας και ξένοι αρχαιολόγοι έγραψαν σημαντικά πράγματα για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική. Και όσοι όμως δεν περιωρίσθηκαν στις γενικότητες αλλά πραγματεύθηκαν συστηματικά και διεξοδικά το ζήτημα, δεν εξεμεταλλεύθηκαν όπως ή όσο έπρεπε τον πλούτο των πληροφοριών που περιέχουν οι φιλολογικές πηγές: κείμενα, οικοδομικές επιγραφές, πάπυροι, γραπτά αγγεία, ανάγλυφα, απεικονίσεις έργων τέχνης κ.λπ., για να ενημερωθούν και οι ίδιοι, να διδάξουν και μας με τι υλικά δούλευε ο αρχαίος οικοδόμος και με ποια εργαλεία τα επεξεργαζόταν και τα αξιοποιούσε στις συνθέσεις του. Αυτό το κενό έρχεται σήμερα να γεμίση με το νέο σύγγραμμά του ο κ. Ορλάνδος.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να καταπιαστή και να βγάλη πέρα ένα έργο τέτοιας έκτασης και υφής άλλος καταλληλότερος ή αξιώτερός του. Αρχιτέκτων και φιλόλογος περιωπής, ασχολήθηκε με την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική όχι μόνο θεωρητικά σε πλήθος μελετών του, αλλά και στην πράξη, αφού επί σαράντα ολόκληρα χρόνια εργάσθηκε προσωπικά στην αναστήλωση των αρχαίων μνημείων της χώρας μας και έτσι, μαζί με τα άλλα επιστημονικά και τεχνικά του εφόδια, απέκτησε πλούσια και πολύτιμη πείρα. Έπειτα είναι ένας ακαταπόνητος ερευνητής, χαλκέντερος άνθρωπος. Απορεί κανείς πώς βρίσκει χρόνο και δυνάμεις για ν’ ανταποκρίνεται στα πολλαπλά καθήκοντα (διδακτικά, διοικητικά, εκτελεστικά) που πρόθυμα επωμίζεται και πάντοτε εκτελεί άοκνος, με ακρίβεια και ευσυνειδησία. Και κοντά σ’ αυτά ο μόχθος μιας επίπονης συγγραφικής εργασίας που συνεχίζεται με την ίδια πάντοτε ένταση, πυκνότητα και μεθοδικότητα, παρά την προχωρημένην ηλικία του.
Αυτή τη φορά εξερεύνησε πηγές απέραντες: κείμενα συγγραφέων, επιγραφές, παπύρους, απεικονίσεις απάνω σε μνημεία κάθε λογής, για να ανακαλύψη και να καταγράψη λεπτομέρειες τεχνικές και ειδήσεις που μόνο το μάτι του έμπειρου ειδικού μπορεί να εννοήση και να εκτιμήση. Ο άλλος, ο αμύητος λ.χ. στα τεχνικά φιλόλογος ή ο στερημένος από ιστορική και φιλολογική κατάρτιση αρχιτέκτων, θα προσπερνούσε αυτά τα βαρυσήμαντα τεκμήρια, χωρίς να προσέξη το νόημα και την αξία τους. Αυτός τα νοιώθει σαν φιλόλογος που είναι και σαν τεχνικός που πάλαιψε με τα προβλήματα αυτά στην πράξη, και επειδή η επιμέλειά του είναι παροιμιώδης, κάθησε και τα συγκέντρωσε προσεχτικά, τα κατάταξε, τα εξήγησε, τα επαλήθευσε και τώρα μας τα προσφέρει σε μια πραγματεία αξιόλογη όχι μόνο για το επιστημονικό της περιεχόμενο, αλλά και για τον λιτό, κομψό, δόκιμο ελληνικό λόγο της.
Ωραίες σελίδες έχει γράψει για τα συστήματα δομής των αρχαίων ελληνικών τειχών ο κ. Ορλάνδος στο 2ο τόμο του βιβλίου του. Επισημαίνει το γεγονός ότι το σχήμα των πετρών, οι αναλογίες, ο τρόπος της συναρμογής, η υφή του υλικού και ο τρόπος που το μεταχειριζότανε ο τεχνίτης στην εξωτερικήν επιφάνεια αποτελούν στοιχεία ύφους που με τους συνδυασμούς των έδιναν στο αρχαίο τείχος μιαν ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Και στα τείχη τους ακόμη, που ήσαν έργα οχυρωματικά (όχι ευγενή οικοδομήματα), οι αρχαίοι απαιτούσαν όχι μόνο στερεότητα, αλλά και αρμονική σύνθεση, δηλαδή κάλλος. Έπρεπε, μαρτυρεί ο Αριστοτέλης, να κατασκευάζονται «πρεπόντως και προς κόσμον τη πόλει και προς τας πολεμικάς χρείας». Έπειτα, καθώς παρατηρεί ο κ. Ορλάνδος, τα αρχαία ελληνικά τείχη ήσαν πάντοτε δεμένα και με το τοπίο όπου υψώνονταν· με τα υλικά και με τη μορφή τους δένονταν μαζί του και αποτελούσαν ένα ζωντανό σώμα. «Ούτω υψηλά, υπερήφανα και αδρώς κατειργασμένα ορθούνται ακόμη με εκπληκτικήν ποικιλίαν διατάξεως πολλά αρχαία ελληνικά τείχη, άλλοτε διασχίζοντα ερήμους χαράδρας και άλλοτε στεφανώνοντα λόφους με εν μεγαλοπρεπές πέτρινον διάδημα. Αναρριχώνται ατρόμητα και επιβλητικά επάνω εις τους αγρίους βράχους, προς τους οποίους συχνά και συγχέονται τόσον, ώστε προς στιγμήν να φαίνωνται και αυτά ως έργα της Δημιουργίας» (τόμ. 2ος, σελ. 261).
Για τις επιστημονικές πραγματείες του κ. Αναστασίου Ορλάνδου ένας διαπρεπής νεώτερος συνάδελφός του μου έδωσε τον πολύ εύστοχο χαρακτηρισμό: μπορείς να κάνης γι’ αυτές τούτο ή εκείνο το σχόλιο, αλλά πάντοτε θα αναγνωρίσης ότι ύστερ’ απ’ αυτές τα προβλήματα που μελετούν δεν παραμένουν πια τα ίδια· έχουν μετακινηθή από τη θέση τους — για τούτο ο υστερώτερος ερευνητής δεν μπορεί να τις αγνοήση ή να τις παραβλέψη. Για πόσα επιστημονικά έργα δικών μας αλλά και ξένων συγγραφέων είναι δυνατόν ν’ ακούση κανείς από υπεύθυνα χείλη τα ίδια πράγματα; Ποιος συγγραφέας δεν θα ευχότανε ν’ ακούση για την επιστημονική του προσφορά καλύτερο εγκώμιο; Που και να το αξίζη όμως, όπως το αξίζουν οι εργασίες του κ. Ορλάνδου.
*Κείμενο του εξέχοντος παιδαγωγού, φιλοσόφου και δοκιμιογράφου Ευάγγελου Παπανούτσου (1900-1982), που έφερε τον τίτλο «Η αρχιτεκτονική των αρχαίων» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 1960.
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος
Σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και αρχαιολογίας με διεθνές κύρος, ο ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος, απόγονος του πολιτικού της Επανάστασης του 1821 Ιωάννη Oρλάνδου, αλλά και της οικογένειας των Κουντουριώτηδων (εκ μητρός), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 1887.
Ο Ορλάνδος σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ακολούθως δε αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (θέμα της διδακτορικής διατριβής του ήταν «Το αέτωμα του εν Σουνίω ναού του Ποσειδώνος»).
Εργάστηκε σε νεαρή ηλικία (1910-1917) ως αρχιτέκτονας στις αναστηλώσεις των μνημείων της Ακρόπολης υπό τον Νικόλαο Μπαλάνο, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεργάτης σπουδαίων αρχαιολόγων, όπως ήταν οι W. Dörpfeld, G. Karo, R. Heberdey, Α. von Premerstein και A. Brückner.
Από το 1919 έως το 1958 ο Ορλάνδος δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Μετσοβίου (Αρχιτεκτονική Μορφολογία και Ρυθμολογία, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής), ενώ από το 1939 έως το 1958 υπήρξε τακτικός καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εξάλλου, ο Ορλάνδος διετέλεσε επί μακρόν διευθυντής της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων.
Ακολουθώντας την επιστημονική οδό της πολύωρης και κοπιαστικής εργασίας και μελέτης κοντά στα μνημεία, ο Ορλάνδος προέβη στην αποτύπωση και το σχεδιασμό τους με απαράμιλλη ευχέρεια και ακρίβεια, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στον τρόπο δόμησης και ένταξης στο τοπίο, στη λειτουργικότητα και την αισθητική των αρχαίων, βυζαντινών και νεότερων κτισμάτων.
Έχοντας αποκτήσει μια μοναδική εποπτεία ολόκληρου του ελληνικού μνημειακού χώρου, ο Ορλάνδος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στην απογραφή αλλά και στην αρχειοθέτηση του τεράστιου μνημειακού πλούτου της χώρας μας.
Τα ενδιαφέροντά του δεν περιορίζονταν μόνο στην αρχαιότητα, τα παλαιοχριστιανικά και τα βυζαντινά μνημεία, αλλά εκτείνονταν έως τη λαϊκή αρχιτεκτονική του 18ου αιώνα.
Ο Ορλάνδος υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1926), ενώ το 1950 εξελέγη πρόεδρος αυτής.
Επίσης, διετέλεσε σύμβουλος (1927-1951) και γραμματέας (1951-1979) της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Ο Ορλάνδος συμμετείχε στη διοίκηση και άλλων επιστημονικών εταιρειών (Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών), ενώ υπήρξε τακτικό μέλος ξένων αρχαιολογικών ινστιτούτων και σχολών στη χώρα μας.
Το όνομα του Ορλάνδου συνδέθηκε άρρηκτα με την αναστήλωση πολλών αρχαίων και βυζαντινών μνημείων της χώρας μας, ενώ αναρίθμητες υπήρξαν οι μελέτες του με θέμα τα εν λόγω μνημεία.
Ο Αναστάσιος Ορλάνδος απεβίωσε πλήρης ημερών στην Αθήνα, στις 6 Οκτωβρίου 1979.
Πηγή: in.gr
#SerresParatiritis