ΠΟΛΙΤΙΚΗ

«Ελεγκτικό Συνέδριο: Η αδιαφάνεια έγινε κανόνας – Το κράτος παραδίδει τις συμβάσεις χωρίς ανταγωνισμό»

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, για ακόμη μία χρονιά, αποτυπώνει ωμά αυτό που όλοι γνωρίζουν αλλά ελάχιστοι παραδέχονται: το σύστημα δημοσίων συμβάσεων λειτουργεί με κανόνες που θυμίζουν περισσότερο κλειστό κλαμπ αναδόχων παρά σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, για ακόμη μία χρονιά, αποτυπώνει ωμά αυτό που όλοι γνωρίζουν αλλά ελάχιστοι παραδέχονται: το σύστημα δημοσίων συμβάσεων λειτουργεί με κανόνες που θυμίζουν περισσότερο κλειστό κλαμπ αναδόχων παρά σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου.

Η έκθεση «Απολογισμός και Ισολογισμός του Κράτους 2024» καταγράφει με αριθμούς όσα η κοινωνία υποψιάζεται: απευθείας αναθέσεις στο 81,5% των συμβάσεων, διαγωνισμοί με μία και μοναδική προσφορά, διοικητική αταξία, μη καταγεγραμμένες συμβάσεις και θεσμικό πλαίσιο που εφαρμόζεται κατά το δοκούν.

Συνολικά εξετάστηκαν 18.078 συμβάσεις ύψους 4,8 δισ. ευρώ. Πίσω από αυτά τα μεγέθη, όμως, κρύβονται τα χρόνια στρεβλά χαρακτηριστικά της δημόσιας διοίκησης: προμήθειες χωρίς ανταγωνισμό, έργα χωρίς επαρκείς μελέτες, δημοπρασίες-εξπρές και ένα διοικητικό χάος που επιτρέπει σε λάθη, παραλείψεις και παρατυπίες να «περνούν» ως φυσιολογικές.

 Απευθείας αναθέσεις: ο κανόνας, όχι η εξαίρεση

Σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, τέσσερις στις πέντε συμβάσεις δίνονται με διαδικασίες που δεν θυμίζουν ανοιχτό, ανταγωνιστικό περιβάλλον. Στις συμβάσεις που γίνονται μετά από διαγωνισμό, το 43% λαμβάνει μόνο μία προσφορά, ενώ στις απευθείας αναθέσεις ή διαπραγματεύσεις χωρίς δημοσίευση το ποσοστό αυτό αγγίζει το 61%.

Με άλλα λόγια:
Όπου και να κοιτάξεις, ο ανταγωνισμός απουσιάζει.
Και όταν δεν υπάρχει ανταγωνισμός, οι τιμές φουσκώνουν, η ποιότητα πέφτει και η αξιοπιστία καταρρέει.

 Χρόνιες παθογένειες: μελέτες ελλιπείς, έργα καθυστερημένα, προϋπολογισμοί εκτός ελέγχου

Το Ελεγκτικό Συνέδριο για ακόμη μια φορά εντοπίζει:
• Ατελείς και πρόχειρες μελέτες.
• Έργα που ξεκινούν χωρίς πλήρη τεχνικά δεδομένα.
• Προϋπολογισμούς που ανατιμώνται στην πορεία.
• Ενστάσεις επί ενστάσεων που προκαλούν καθυστερήσεις.

Παρά την ύπαρξη του ΕΣΗΔΗΣ, το διοικητικό χάος παραμένει. Το ψηφιακό σύστημα δεν διορθώνει τη νοοτροπία: το πρόβλημα δεν είναι η πλατφόρμα, αλλά η κουλτούρα διοίκησης που βλέπει τις συμβάσεις ως “λάφυρο” και όχι ως υποχρέωση απέναντι στο δημόσιο συμφέρον.

■ Υπουργεία χωρίς μητρώο – Καταγραφή τύπου… τεφτεριού

Οι ελεγκτές εντόπισαν στους κρατικούς φορείς αναξιόπιστα στοιχεία, διπλοκαταχωρίσεις, λάθος δεδομένα, ελλείψεις και μη συμμόρφωση με τον νόμο.
Η απουσία ενός ενιαίου κεντρικού μητρώου συμβάσεων δημιουργεί μια θολή εικόνα που επιτρέπει:
– να χάνονται ποσά,
– να υπογράφονται συμβάσεις χωρίς διαφάνεια,
– να μην υπάρχει ουσιαστικός έλεγχος.

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύστημα όπου «ο καθένας κρατά τα δικά του χαρτιά», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία της δημοσιονομικής διαχείρισης.

 Επαναληψιμότητα παραβάσεων ,Το ίδιο έργο, ξανά και ξανά

Η έκθεση σημειώνει ότι οι ίδιες παραβάσεις καταγράφονται κάθε χρόνο.
Αυτό δεν είναι απλώς αμέλεια.
Είναι κανονικότητα.

Και όταν η παρανομία ή η παράκαμψη του πλαισίου γίνεται κανονικότητα, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένες παρατυπίες αλλά με δομικά προβλήματα διακυβέρνησης.

 Η μεγάλη εικόνα

Αν κάτι αποκαλύπτει αυτή η έκθεση, είναι πως το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να λειτουργεί με έναν τρόπο που υπονομεύει την ίδια τη χρήση των ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων.
Με απευθείας αναθέσεις, με μηδενικό ανταγωνισμό και με ελλιπή δεδομένα, η δημοσιονομική διαχείριση θυμίζει περισσότερο νεο-πελατειακό σύστημα παρά σύγχρονη ευρωπαϊκή διοίκηση.

Και αν αυτό είναι το «κανονικό» σε κρατικό επίπεδο, ο καθένας μπορεί εύκολα να φανταστεί τι συμβαίνει στους δήμους και τις ΔΕΥΑ, όπου η διαφάνεια συχνά φωλιάζει… στα ψιλά γράμματα. (Το υπονοούμενο αυτονόητο – χωρίς να κατονομάζεται κανείς.)


Συμπέρασμα:
Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν απλώς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Τον χτυπάει με όλη του τη δύναμη.
Γιατί όταν το 2024 ακόμη συζητάμε για απουσία μητρώου, χιλιάδες απευθείας αναθέσεις και διαγωνισμούς με μία προσφορά, το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό.
Είναι βαθιά πολιτικό.

Και αφορά μια διοίκηση που εξακολουθεί να λειτουργεί στο σκοτάδι , ενώ η κοινωνία πληρώνει το λογαριασμό.