ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Γερουλάνος – Μητσοτάκης: Όταν η αλήθεια χάνεται στη δίνη της επικοινωνίας

Κι αν υπάρχει ένα ερώτημα που μένει στο τέλος, αυτό δεν αφορά μόνο τον Μητσοτάκη: αφορά όλους μας. Πόσο είμαστε διατεθειμένοι, ως πολίτες, να ανεχτούμε μια δημοκρατία θεάματος, όπου η ανακρίβεια γίνεται εργαλείο εξουσίας; Πόσο ακόμη θα ανεχόμαστε το ψέμα να έχει μεγαλύτερη διάδοση από την αλήθεια;

Κι αν υπάρχει ένα ερώτημα που μένει στο τέλος, αυτό δεν αφορά μόνο τον Μητσοτάκη: αφορά όλους μας. Πόσο είμαστε διατεθειμένοι, ως πολίτες, να ανεχτούμε μια δημοκρατία θεάματος, όπου η ανακρίβεια γίνεται εργαλείο εξουσίας; Πόσο ακόμη θα ανεχόμαστε το ψέμα να έχει μεγαλύτερη διάδοση από την αλήθεια;

Η παρέμβαση του Παύλου Γερουλάνου στη Βουλή, ως απάντηση στις επιθέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεπερνά το επίπεδο μιας προσωπικής αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα, φωτίζει ένα βαθύτερο πολιτικό πρόβλημα: το πώς η πολιτική στη χώρα μας έχει μετατραπεί σε πεδίο εντυπώσεων και όχι ουσίας, σε πεδίο κατασκευασμένων αφηγήσεων που ελάχιστη σχέση έχουν με την αλήθεια.

Ο Μητσοτάκης, κατά τη συζήτηση για το μεταναστευτικό, επέλεξε να αναφερθεί αναίτια στον Παύλο Γερουλάνο και στην περίοδο διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ 2010-2011, κατηγορώντας την τότε κυβέρνηση για αδράνεια στο ζήτημα της ΑΟΖ με τη Λιβύη. Μια κατηγορία που, όπως εξήγησε ο Γερουλάνος, δεν αντέχει ούτε σε στοιχειώδη ιστορικό έλεγχο: οι διαπραγματεύσεις Ελλάδας-Λιβύης είχαν προχωρήσει, αλλά διεκόπησαν λόγω του λιβυκού εμφυλίου και της πτώσης του Καντάφι, όχι με ευθύνη της Αθήνας.

Μάλιστα, ο πρώην υπουργός υπενθύμισε ότι το ισχυρότερο θεσμικό όπλο που διαθέτει σήμερα η Ελλάδα για την ενεργειακή της στρατηγική στη Μεσόγειο είναι ο νόμος 4001/2011, προϊόν της κυβέρνησης Παπανδρέου.

Όμως το πιο αιχμηρό σημείο της παρέμβασης του Γερουλάνου δεν αφορούσε μόνο την ανακρίβεια των λεγομένων του Πρωθυπουργού, αλλά τον τρόπο που ασκεί την πολιτική του:

«Όλα για την επικοινωνία.»

Ο Μητσοτάκης εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά στη Βουλή, όχι γιατί το μεταναστευτικό απαιτούσε επείγουσες τοποθετήσεις μέσα στον Ιούλιο — άλλωστε, όπως σημείωσε σκωπτικά ο Γερουλάνος, οι βάρκες των διακινητών πλέουν εδώ και μήνες προς την Κρήτη — αλλά γιατί το επιτελείο του έκρινε ότι το επικοινωνιακό αφήγημα τού το επέβαλε. Και έφυγε άρον-άρον, πριν ακούσει τις δευτερολογίες και τις απαντήσεις, πριν εκτεθεί σε κριτική.

Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι ενδεικτική μιας κυβέρνησης που ποντάρει όχι στη διαχείριση της πραγματικότητας αλλά στην εικόνα της διαχείρισης. Που δεν ενδιαφέρεται τόσο για το να λύσει προβλήματα, όσο για το να φαίνεται ότι τα λύνει. Και που, ακόμη χειρότερα, επενδύει στη διάχυση ψευδών ή ανακριβών αφηγήσεων, με τη βεβαιότητα ότι το επικοινωνιακό της δίκτυο θα αναπαράγει το ψέμα ταχύτερα και μαζικότερα από όσους θα προλάβουν να ακούσουν την αλήθεια.

Η παρέμβαση του Γερουλάνου ήταν σημαντική γιατί έβαλε το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων: σήμερα, η πολιτική αντιπαράθεση δεν κρίνεται στη Βουλή, δεν κρίνεται στα γεγονότα, αλλά στα τηλεοπτικά δελτία, στα κοινωνικά δίκτυα, στα μονταρισμένα αποσπάσματα που φτάνουν στον πολίτη.

Κι αν υπάρχει ένα ερώτημα που μένει στο τέλος, αυτό δεν αφορά μόνο τον Μητσοτάκη: αφορά όλους μας. Πόσο είμαστε διατεθειμένοι, ως πολίτες, να ανεχτούμε μια δημοκρατία θεάματος, όπου η ανακρίβεια γίνεται εργαλείο εξουσίας; Πόσο ακόμη θα ανεχόμαστε το ψέμα να έχει μεγαλύτερη διάδοση από την αλήθεια;

Γιατί, όπως έδειξε και η χθεσινή συζήτηση στη Βουλή, το πρόβλημα δεν είναι μόνο τι λέει η κυβέρνηση. Είναι πόσοι είναι πρόθυμοι να το πιστέψουν — και πόσοι, τελικά, θα νοιαστούν να μάθουν την αλήθεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ