ΙΣΤΟΡΙΑ

Η άγνωστη ιστορία της σφαγής των Κερδυλλίων - Οι τελευταίοι επιζώντες διηγούνται

Ένα βουβό μοιρολόι πάνω απ’ το χωριό

Ένα βουβό μοιρολόι πάνω απ’ το χωριό

Στις 17 Οκτωβρίου 1941 τα Κερδύλλια Σερρών ισοπεδώθηκαν από τους Ναζί - 238 ψυχές χάθηκαν, αλλά ζουν μέσα από τις αφηγήσεις των τελευταίων επιζώντων

Το φθινόπωρο του 1941 τα Άνω και Κάτω Κερδύλλια, δύο μικρά χωριά στον νομό Σερρών, σβήστηκαν από το χάρτη. 238 άντρες ηλικίας από 15 έως 60 ετών εκτελέστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην πρώτη μαζική σφαγή αμάχων σε ηπειρωτικό ελληνικό έδαφος. Σήμερα, η μνήμη παραμένει ανεξίτηλη μέσα από τους τελευταίους επιζήσαντες και τους κατοίκους του χωριού.

Η Αναστασία Γούλα θυμάται την ημέρα της σφαγής στα Κερδύλλια
«Αυτό εδώ να το κατεβάσετε», λέει ακαριαία η Αναστασία Γούλα βλέποντας το σήμα της ναζιστικής σβάστικας στο Μουσείο αφιερωμένο στη σφαγή των Κερδυλλίων. Δεν ήταν ούτε τεσσάρων χρονών τότε. «Ήρθαν, πρωί αχάραγα μας χτύπησαν την πόρτα και ξύπνησε όλη η οικογένεια.Ο μπαμπάς μου σηκώθηκε. Δεν έβαλε πουκάμισο από τη βιασύνη του, έριξε και το σακάκι του από πάνω κι έφυγε. Από τότε δεν τον ξαναείδαμε. Κανένας δεν ήξερε τι θα γίνει. Καθένας έλεγε το «σκόρδο και το κρεμμύδι του» που λένε στα χωριά.

«Μόλις φτάσαμε στο Ρέμα, ακούστηκαν οι ριπές. Εκεί τα ακούσαμε όλα. Ύστερα, έβγαλαν τους γέρους που διέδωσαν ότι σκοτώθηκαν οι άνθρωποι και μετά καπνοί παντού», περιγράφει η επιζήσασα κα Γούλα. Λίγες μέρες πριν οι ναζί ψάχνανε στο χωριό για αντάρτικες ομάδες. «Έχετε παρτιζάνους;» ρωτούσαν οι Γερμανοί. Στο χωριό δεν είχαμε αντάρτες, ούτε ακουστά. Και αν είχε έναν με ιδεολογία, ποιος τον ήξερε. Ήταν όλοι δεξιοί», τονίζει η κυρία Γούλα.

Ο Γιώργος Γκάλιος έχασε τους δύο παπούδες του στα Κερδύλλια
Και το μετά; «Πώς να είμαι. Στα χαμένα. Να μην ξέρεις που είναι ο μπαμπάς, που είναι ο παππούς, που είναι ο θείος, να μην έχεις κανέναν. Δεν είχαμε ούτε που να μείνουμε, να φάμε, ούτε να φορέσουμε». Στην επιστροφή στο χωριό βγάλανε τις πέτρες και τα αποκαϊδια, χτίζοντας μονόπλευρες σκεπές με λαμαρίνες και πέτρες. «Έπιανε ένα μπουρίνι. Πέφταν οι λαμαρίνες και κουδουκλούσαν οι πέτρες. Και φώναζε η μάνα μου «Θα σκοτωθούν τα παιδιά μου». Μετά οι Γερμανοί επέστρεφαν στο χωριό. Έκλεβαν κότες. Φώναζαν. Έβριζαν.

Το γιατί ακόμα δονεί τη ψυχή της. «Αναρωτιόμαστε γιατί; Για την κουτάλα. Όποιος πει κάτι άλλο θα πει ψέματα», απαντά αφοπλιστικά. Βλέποντας τους πολέμους που μαίνονται αυτή την εποχή δίνει με απλότητα το μήνυμα της. «Σκέφτομαι όσα τραβήξαμε. Να βγει ένας να τα ταιριάξει, που δε θα ταιριάξει ουδέποτε. Αναρωτιέμαι που θα πάμε; Έχω παιδιά στο κατόπι. Αυτά που έζησα δε θέλω να τα ζήσουν».