Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Docville τ. 63 της εφημερίδας Documento στις 28 Ιανουαρίου 2018. Το αναδημοσιεύω με προσθήκη τίτλων από τις εφημερίδες της εποχής και φωτογραφιών.
Τον Απρίλιο του 1929 ο Ταταράκης –33 χρόνων, από το Δογάν-κιοϊ της Ανατολικής Θράκης, κάτοικος Διδυμοτείχου– μαζί με τον γαμπρό του Σταυρακάκη μπήκαν στο σπίτι της μαμής Ντεντέ Σεντί Μολά στο Διδυμότειχο και αφού τη βασάνισαν με πυρακτωμένα σίδερα για να μαρτυρήσει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς της, τη στραγγάλισαν κι έκλεψαν τα υπάρχοντά της.
Οι ίδιοι, μαζί με άλλους δυο, τον Μάιο μπήκαν νύχτα στο σπίτι της Λουτσίας Τακβοριάν με σκοπό να τη ληστέψουν. Εκείνη την ώρα βρισκόταν στο σπίτι και η Χουριέτ, χήρα του Γιουσούφ-μπεη. Οι ληστές τις βασάνισαν με τρόπο φρικιαστικό. Οι δύο γυναίκες έδωσαν στους ληστές όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή τους, εκείνοι όμως τις στραγγάλισαν για να μην αποκαλυφθούν.
Ο Ταταράκης καταδικάστηκε από το κακουργιοδικείο Κομοτηνής δις εις θάνατον.
Οι ίδιοι, μαζί με άλλους δυο, τον Μάιο μπήκαν νύχτα στο σπίτι της Λουτσίας Τακβοριάν με σκοπό να τη ληστέψουν. Εκείνη την ώρα βρισκόταν στο σπίτι και η Χουριέτ, χήρα του Γιουσούφ-μπεη. Οι ληστές τις βασάνισαν με τρόπο φρικιαστικό. Οι δύο γυναίκες έδωσαν στους ληστές όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή τους, εκείνοι όμως τις στραγγάλισαν για να μην αποκαλυφθούν.
Ο Ταταράκης καταδικάστηκε από το κακουργιοδικείο Κομοτηνής δις εις θάνατον.
Ο Μιράν Νερσέζ Σαρουχανιάν –23 χρόνων, πρόσφυγας από την Αρμενία, εγκατεστημένος στη Νιγρίτα– ήταν μέλος της συμμορίας του λήσταρχου Ναζαρέτ Αϊβαζιάν, που δρούσε στην περιφέρεια των Σερρών. Στις 16 Οκτωβρίου 1926, έξω από ένα χωριό των Σερρών, σκότωσε έναν χωρικό για να τον ληστέψει. Τη νύχτα της 25ης Οκτωβρίου 1926, ο Μιράν με άλλους δύο της συμμορίας λήστεψαν οχτώ ανθρώπους στον δρόμο Νιγρίτας-Σερρών. Στις 26 Οκτωβρίου λήστεψε και σκότωσε έναν χωρικό και σκότωσε έναν χωροφύλακα. Την ίδια μέρα λήστεψε έναν χωρικό και σκότωσε έναν γεωργό κι έκλεψε το άλογό του.
Καταδικάστηκε από το κακουργιοδικείο Σερρών τρις εις θάνατον.
Καταδικάστηκε από το κακουργιοδικείο Σερρών τρις εις θάνατον.
Advertisement
Report this ad
Ημερομηνία εκτέλεσης των δύο ορίστηκε η Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 1931, στις 7.30 το πρωί, και τόπος τα Χίλια Δέντρα, πίσω από το Γεντί Κουλέ.
Το βράδυ της παραμονής ο εισαγγελέας Εφετών Γαρέζος διαβιβάζει τη διαταγή εκτέλεσης στον διευθυντή της φυλακής του Επταπυργίου Μπενιψάλτη με σύσταση να τηρηθεί μυστικότητα. Παράλληλα ειδοποιεί τον εισαγγελέα Πρωτοδικών για να παραστεί το πρωί στην εκτέλεση, τον Φρούραρχο για να στείλει εκτελεστικό απόσπασμα και τον διευθυντή της αστυνομίας για να στείλει δύναμη χωροφυλακής για τη μεταγωγή των μελλοθάνατων και την τήρηση της τάξης.
Το τελευταίο βράδυ των δύο μελλοθάνατων
Η διαταγή φτάνει στο Γεντί Κουλέ μετά τη διανομή του συσσιτίου. Ο διευθυντής διατάζει να καταρτιστούν τα πρακτικά της εκτέλεσης και να μεταφερθούν οι μελλοθάνατοι από τον κοινό θάλαμο των θανατοποινιτών στο πειθαρχείο, για να περάσουν εκεί την τελευταία νύχτα. Για να μην υποψιαστούν, δίνει εντολή στους φύλακες να πουν ότι το πρωί θα τους μεταφέρουν σε άλλη φυλακή.
Η διαταγή φτάνει στο Γεντί Κουλέ μετά τη διανομή του συσσιτίου. Ο διευθυντής διατάζει να καταρτιστούν τα πρακτικά της εκτέλεσης και να μεταφερθούν οι μελλοθάνατοι από τον κοινό θάλαμο των θανατοποινιτών στο πειθαρχείο, για να περάσουν εκεί την τελευταία νύχτα. Για να μην υποψιαστούν, δίνει εντολή στους φύλακες να πουν ότι το πρωί θα τους μεταφέρουν σε άλλη φυλακή.
Αφηγείται ο δεσμοφύλακας:
«Πηγαίνουμε πρώτα στον Ταταράκη.
— Σήκω, Χρήστο, του λέμε. Σε θέλει ο διευθυντής.
Ο δόλιος, που ήταν ένας από τους ησυχότερους κατάδικους, μας άκουσε και τον κλείσαμε εύκολα στο νούμερο δύο. Ίσως και να κατάλαβε τα κακά μαντάτα, μα δεν μίλησε.
Κατόπιν πήγαμε στον Αρμένη, τον Μιράν. Θηρίο ανήμερο αυτός.
— Φευγάτε, μας φώναξε, γιατί θα σας φάω όλους.
Οι άλλοι θανατηφόροι πήραν το μέρος του κι έτσι τον αφήκαμε. Κάτι είχε καταλάβει ο Μιράν, αλλά δεν ήταν και βέβαιος. Είχαν περάσει, βλέπετε, και δυόμιση χρόνια από τη μέρα της καταδίκης του και δεν μπορούσε εύκολα να πιστέψει πως θα τον χαλούσαν στο τέλος.
Στις 4 το πρωί που ήρθε η ενίσχυση, ξαναπήγαμε στον θάλαμο των θανατάδων. Ανοίξαμε την πόρτα με τα όπλα στα χέρια».
«Πηγαίνουμε πρώτα στον Ταταράκη.
— Σήκω, Χρήστο, του λέμε. Σε θέλει ο διευθυντής.
Ο δόλιος, που ήταν ένας από τους ησυχότερους κατάδικους, μας άκουσε και τον κλείσαμε εύκολα στο νούμερο δύο. Ίσως και να κατάλαβε τα κακά μαντάτα, μα δεν μίλησε.
Κατόπιν πήγαμε στον Αρμένη, τον Μιράν. Θηρίο ανήμερο αυτός.
— Φευγάτε, μας φώναξε, γιατί θα σας φάω όλους.
Οι άλλοι θανατηφόροι πήραν το μέρος του κι έτσι τον αφήκαμε. Κάτι είχε καταλάβει ο Μιράν, αλλά δεν ήταν και βέβαιος. Είχαν περάσει, βλέπετε, και δυόμιση χρόνια από τη μέρα της καταδίκης του και δεν μπορούσε εύκολα να πιστέψει πως θα τον χαλούσαν στο τέλος.
Στις 4 το πρωί που ήρθε η ενίσχυση, ξαναπήγαμε στον θάλαμο των θανατάδων. Ανοίξαμε την πόρτα με τα όπλα στα χέρια».
Ο Μιράν έχει μείνει άγρυπνος όλη τη νύχτα. Οι δεσμοφύλακες τον καλούν να τους ακολουθήσει.
— Έλα, Μιράν. Έχεις μεταγωγή. Ταξίδι.
— Τ’ αγύριστο ταξίδι, λέει εκείνος, που στο μεταξύ έχει καταλάβει τι τον περιμένει. Βγάζει από την τσέπη του έναν μεγάλο εγγλέζικο σουγιά.
— Αν πλησιάσετε, σας σφάζω και αυτοκτονώ.
Τον περικυκλώνουν και με την απειλή των όπλων τον πιάνουν, τον πηγαίνουν σηκωτό στο νούμερο ένα και τον κλειδώνουν.
— Έλα, Μιράν. Έχεις μεταγωγή. Ταξίδι.
— Τ’ αγύριστο ταξίδι, λέει εκείνος, που στο μεταξύ έχει καταλάβει τι τον περιμένει. Βγάζει από την τσέπη του έναν μεγάλο εγγλέζικο σουγιά.
— Αν πλησιάσετε, σας σφάζω και αυτοκτονώ.
Τον περικυκλώνουν και με την απειλή των όπλων τον πιάνουν, τον πηγαίνουν σηκωτό στο νούμερο ένα και τον κλειδώνουν.
Συνεχίζει ο δεσμοφύλακας:
«Φώναζε τότε, ούρλιαζε, έβριζε Χριστούς, Παναγίες, τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας. Ούτε ιερό ούτε όσιο δεν μας άφησε απείραχτο. Εμείς όμως όλο με το καλό πηγαίναμε, για να του γλυκάνουμε τις στερνές του ώρες. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, μα το αγρίμι δεν έπαιρνε από λόγια».
«Φώναζε τότε, ούρλιαζε, έβριζε Χριστούς, Παναγίες, τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας. Ούτε ιερό ούτε όσιο δεν μας άφησε απείραχτο. Εμείς όμως όλο με το καλό πηγαίναμε, για να του γλυκάνουμε τις στερνές του ώρες. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, μα το αγρίμι δεν έπαιρνε από λόγια».
Μακεδονία, Φεβρουάριος 1931
«Ζήτω η Αρμενία με τα παιδιά που βγάζει»
Τα χαράματα ο διευθυντής των φυλακών επισκέπτεται τους δύο μελλοθάνατους για να τους ανακοινώσει επίσημα τη διαταγή εκτέλεσης και να τους πει μερικές παρηγορητικές κουβέντες, όπως συνηθιζόταν.
Τα χαράματα ο διευθυντής των φυλακών επισκέπτεται τους δύο μελλοθάνατους για να τους ανακοινώσει επίσημα τη διαταγή εκτέλεσης και να τους πει μερικές παρηγορητικές κουβέντες, όπως συνηθιζόταν.
Ο Ταταράκης ακούει τον διευθυντή άφωνος, ωχρός και συντετριμμένος.
Ο Μιράν βρίζει και τον διευθυντή και τη δικαιοσύνη και την κοινωνία και μετανιώνει με λύσσα που όταν έγινε η στάση, δεν δραπέτευσε σφάζοντας όσους έβρισκε μπρος του.
Εμφανίζονται δύο ιερείς για την τελευταία μετάληψη –ο ιερέας των φυλακών και ένας Αρμένιος ιερέας.
Ο Μιράν βρίζει και τον διευθυντή και τη δικαιοσύνη και την κοινωνία και μετανιώνει με λύσσα που όταν έγινε η στάση, δεν δραπέτευσε σφάζοντας όσους έβρισκε μπρος του.
Εμφανίζονται δύο ιερείς για την τελευταία μετάληψη –ο ιερέας των φυλακών και ένας Αρμένιος ιερέας.
Ο Μιράν μόλις βλέπει τον παπά, εξαγριώνεται και τον περιλούζει με βρισιές και βλαστήμιες. Ο παπάς κάνει μεταβολή κι φεύγει.
Ο Ταταράκης εξομολογείται και μεταλαμβάνει.
— Συγχώρα με, παπά μου, αν έφταιξα. Έτσι το ’φερε η κατάρα.
Ο Μιράν, που δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να ωρύεται, να βρίζει, να βλαστημάει, ν’ απειλεί, ν’ αναθεματίζει και να καταριέται, ζητάει να πιεί.
— Φέρτε μου ούζο να μεθύσω!
— Λίγο κονιάκ, ζητάει κι ο Ταταράκης από τον διπλανό θάλαμο.
Ο διευθυντής διατάζει να τους φέρουν από μισή οκά.
Ο Ταταράκης εξομολογείται και μεταλαμβάνει.
— Συγχώρα με, παπά μου, αν έφταιξα. Έτσι το ’φερε η κατάρα.
Ο Μιράν, που δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να ωρύεται, να βρίζει, να βλαστημάει, ν’ απειλεί, ν’ αναθεματίζει και να καταριέται, ζητάει να πιεί.
— Φέρτε μου ούζο να μεθύσω!
— Λίγο κονιάκ, ζητάει κι ο Ταταράκης από τον διπλανό θάλαμο.
Ο διευθυντής διατάζει να τους φέρουν από μισή οκά.
Η ώρα πλησιάζει. Είναι 6.30. Το εκτελεστικό απόσπασμα έχει ήδη φτάσει στα Χίλια Δέντρα. Σε λίγο ο διευθυντής της φυλακής και ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης θα υπογράψουν το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των μελλοθανάτων και θα δοθεί το σύνθημα εκκίνησης της πομπής από το προαύλιο για τον τόπο εκτέλεσης.
Ένας δημοσιογράφος πλησιάζει στο παραθυράκι του πειθαρχείου νούμερο ένα.
— Κουράγιο, Μιράν. Κοίτα να φανείς παλικάρι, όπως είσαι!
Αντί για άλλη απάντηση ο Αρμένης του εκσφενδονίζει το άδειο ποτήρι του, που χτυπάει πάνω στο κάγκελο του παραθυριού και σπάζει.
Ο δημοσιογράφος του προσφέρει τσιγάρο. Εκείνος όχι μόνον δεν το δέχεται, αλλά του δίνει ένα από τα δικά του και τον υποχρεώνει με βαριές βρισιές να το πάρει. Του το ανάβει με το τσιγάρο που καπνίζει λέγοντας:
— Έτσι να καεί κι αυτός που μ’ έκαψε!
Ύστερα αρχίζει να μιλάει στον δημοσιογράφο:
— Άκου, μωρέ συ, εγώ σκότωσα ένα παλικάρι ίσαμε κει πάνω. Παλικάρι σκότωσα, παλικαρίσια σκοτώνομαι. Γράφ’ το αυτό, βρε δημοσιογράφε, γιατί θα σε κομματιάσω. Εμένα που με βλέπεις εδώ δούλεψα, μωρέ, για την πατρίδα τη δικιά σας και για την Αρμενία, όσο κανένας σας ρε! Είμαι παλικάρι. Ζήτω η Αρμενία με τα παιδιά που βγάζει.
— Κουράγιο, Μιράν. Κοίτα να φανείς παλικάρι, όπως είσαι!
Αντί για άλλη απάντηση ο Αρμένης του εκσφενδονίζει το άδειο ποτήρι του, που χτυπάει πάνω στο κάγκελο του παραθυριού και σπάζει.
Ο δημοσιογράφος του προσφέρει τσιγάρο. Εκείνος όχι μόνον δεν το δέχεται, αλλά του δίνει ένα από τα δικά του και τον υποχρεώνει με βαριές βρισιές να το πάρει. Του το ανάβει με το τσιγάρο που καπνίζει λέγοντας:
— Έτσι να καεί κι αυτός που μ’ έκαψε!
Ύστερα αρχίζει να μιλάει στον δημοσιογράφο:
— Άκου, μωρέ συ, εγώ σκότωσα ένα παλικάρι ίσαμε κει πάνω. Παλικάρι σκότωσα, παλικαρίσια σκοτώνομαι. Γράφ’ το αυτό, βρε δημοσιογράφε, γιατί θα σε κομματιάσω. Εμένα που με βλέπεις εδώ δούλεψα, μωρέ, για την πατρίδα τη δικιά σας και για την Αρμενία, όσο κανένας σας ρε! Είμαι παλικάρι. Ζήτω η Αρμενία με τα παιδιά που βγάζει.
Αρχίζει να ξαναβρίζει τους πάντες και τα πάντα και ζητάει να του φέρουν τον Θανάση, έναν φίλο κατάδικο, για να τον αποχαιρετίσει. Μόλις τον είδε τον άρπαξε και τον φίλησε.
— Αχ Θανάση μου, με χάνεις! Με σκοτώνουν τα σκυλιά! Έχει γεια, Θανάση! Να μην ξεχνάς τον Μιράν που σ’ αγάπαγε. Χαιρέτα μου όλα τα παιδιά.
— Αχ Θανάση μου, με χάνεις! Με σκοτώνουν τα σκυλιά! Έχει γεια, Θανάση! Να μην ξεχνάς τον Μιράν που σ’ αγάπαγε. Χαιρέτα μου όλα τα παιδιά.
Στο μεταξύ οι χωροφύλακες έχουν βγάλει τον Ταταράκη από το νούμερο δύο και του φορούν τις χειροπέδες.
— Τι θέλεις να μας πεις, Χρήστο; τον πλησιάζει ο δημοσιογράφος.
— Ομολογώ ότι έκανα μια προστυχιά, αλλά δεν άξιζα τέτοια τιμωρία. Αχ, αυτοί οι Διδυμοτειχιανοί μου τα έκαναν όλα, γιατί αυτοί με κατηγόρησαν πως είμαι ένοχος. Προπαντός αυτός ο άτιμος ο γαμπρός μου. Ας έχουν χάρη που θα μου πάρουν τώρα το κεφάλι, αλλιώτικα θα τους έκανα όλους τασκεμπάπ! Έχω μια αδερφή κι έναν αδερφό στο Διδυμότειχο κι αληθινά μου πονάει η ψυχή που φεύγω χωρίς να τους δω. Έχω ακόμα κι άλλους συγγενείς που τους αγαπάω και μ’ αγαπάνε. Αν θέλεις, κάνε μια χάρη ενός ετοιμοθάνατου, που η καλή μου τύχη σ’ έφερε κοντά του. Γράψε με χοντρά γράμματα πως πάω άδικα των αδίκων και παρακάλεσε όλους τους Διδυμοτειχιανούς να με συγχωρέσουν είτε τους έφταιξα είτε όχι.
— Τι θέλεις να μας πεις, Χρήστο; τον πλησιάζει ο δημοσιογράφος.
— Ομολογώ ότι έκανα μια προστυχιά, αλλά δεν άξιζα τέτοια τιμωρία. Αχ, αυτοί οι Διδυμοτειχιανοί μου τα έκαναν όλα, γιατί αυτοί με κατηγόρησαν πως είμαι ένοχος. Προπαντός αυτός ο άτιμος ο γαμπρός μου. Ας έχουν χάρη που θα μου πάρουν τώρα το κεφάλι, αλλιώτικα θα τους έκανα όλους τασκεμπάπ! Έχω μια αδερφή κι έναν αδερφό στο Διδυμότειχο κι αληθινά μου πονάει η ψυχή που φεύγω χωρίς να τους δω. Έχω ακόμα κι άλλους συγγενείς που τους αγαπάω και μ’ αγαπάνε. Αν θέλεις, κάνε μια χάρη ενός ετοιμοθάνατου, που η καλή μου τύχη σ’ έφερε κοντά του. Γράψε με χοντρά γράμματα πως πάω άδικα των αδίκων και παρακάλεσε όλους τους Διδυμοτειχιανούς να με συγχωρέσουν είτε τους έφταιξα είτε όχι.
Οι χωροφύλακες βγάζουν στον διάδρομο τον Μιράν και του φοράνε τις χειροπέδες.
— Αχ, πόσους έχω φάει σαν κι εσάς! Χαλάλι μου το αίμα τους!
— Ώστε ομολογείς; τον ρωτάει ο μοίραρχος.
— Δεν ομολογώ τίποτα, απαντάει ο Αρμένης και ξαναρχίζει τις παράφορες βρισιές.
— Αχ, πόσους έχω φάει σαν κι εσάς! Χαλάλι μου το αίμα τους!
— Ώστε ομολογείς; τον ρωτάει ο μοίραρχος.
— Δεν ομολογώ τίποτα, απαντάει ο Αρμένης και ξαναρχίζει τις παράφορες βρισιές.
«Ο Βενιζέλος κατέστρεψε τρία εκατομμύρια ψυχές»
Οι δύο μελλοθάνατοι οδηγούνται στο προαύλιο της φυλακής. Οι τριάντα χωροφύλακες του αποσπάσματος συνοδείας σχηματίζουν κλοιό γύρω τους και ξεκινούν για τον τόπο της εκτέλεσης.
Ο Ταταράκης προχωράει ήσυχα και ο Μιράν είναι έξαλλος. Βρίζει τους χωροφύλακες, τους αξιωματικούς, τους κατάδικους, τον διευθυντή, βλαστημάει άγρια και κάπου κάπου φωνάζει:
— Ανάθεμα την προσφυγιά που μ’ έκανε κακούργο!
Οι δύο μελλοθάνατοι οδηγούνται στο προαύλιο της φυλακής. Οι τριάντα χωροφύλακες του αποσπάσματος συνοδείας σχηματίζουν κλοιό γύρω τους και ξεκινούν για τον τόπο της εκτέλεσης.
Ο Ταταράκης προχωράει ήσυχα και ο Μιράν είναι έξαλλος. Βρίζει τους χωροφύλακες, τους αξιωματικούς, τους κατάδικους, τον διευθυντή, βλαστημάει άγρια και κάπου κάπου φωνάζει:
— Ανάθεμα την προσφυγιά που μ’ έκανε κακούργο!
Στην πίσω πλευρά του Γεντί Κουλέ υπήρχε τούρκικο νεκροταφείο. Αργότερα έγινε χώρος εκτελέσεων πολιτικών και ποινικών κρατουμένων.
Στον τόπο της εκτέλεσης βρίσκεται ήδη ο αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Γεωργιλάς και ο γραμματέας του Κακουργιοδικείου Κουκούλης. Το εκτελεστικό απόσπασμα, που αποτελείται από 24 άντρες, παρατάσσεται. Έχουν μαζευτεί αρκετοί περίοικοι, που αντιλήφθηκαν ότι θα γίνει εκτέλεση και πήγαν για να παρακολουθήσουν το μακάβριο θέαμα.
Φτάνουν οι μελλοθάνατοι, το απόσπασμα που τους συνοδεύει με τον επικεφαλής μοίραρχο Νικηφοράκη, ο διευθυντής των φυλακών Μπενιψάλτης και ο γιατρός Τσιπάς. Η ώρα είναι 7.10.
Ο Ταταράκης παραμένει σιωπηλός, ενώ ο Μιράν μιλάει ακατάπαυστα. Τη μία διακηρύσσει την αθωότητά του και την άλλη παραδέχεται την ενοχή του.
— Ε, σεις! Εγώ σκότωσα έναν από σας στας Σέρρας και τώρα ήρθε η σειρά σας να με σκοτώσετε. Αλλά αν είσαστε παλικάρια, ελάτε σιμά και λύστε με.
Ζητάει από τον αντιεισαγγελέα να καθυστερήσει την ώρα της εκτέλεσης για να προφτάσει να τα πει όλα. Όταν του ανακοινώνουν ότι η εκτέλεση θα γίνει στην ώρα της, στις 7.30, παθαίνει ντελίριο.
Ο Ταταράκης προσπαθεί να αρθρώσει, αλλά κανένας ήχος δεν βγαίνει από το λαρύγγι του. Καπνίζουν και οι δύο ακατάπαυστα.
Ο Μιράν ανάβει ένα τελευταίο τσιγάρο και στρέφεται στον Ταταράκη.
— Αφού μαζί θα πάμε στον κάτω κόσμο, έλα αγκαλιασμένοι να ρουφήξουμε το τσιγάρο μας.
Φτάνουν οι μελλοθάνατοι, το απόσπασμα που τους συνοδεύει με τον επικεφαλής μοίραρχο Νικηφοράκη, ο διευθυντής των φυλακών Μπενιψάλτης και ο γιατρός Τσιπάς. Η ώρα είναι 7.10.
Ο Ταταράκης παραμένει σιωπηλός, ενώ ο Μιράν μιλάει ακατάπαυστα. Τη μία διακηρύσσει την αθωότητά του και την άλλη παραδέχεται την ενοχή του.
— Ε, σεις! Εγώ σκότωσα έναν από σας στας Σέρρας και τώρα ήρθε η σειρά σας να με σκοτώσετε. Αλλά αν είσαστε παλικάρια, ελάτε σιμά και λύστε με.
Ζητάει από τον αντιεισαγγελέα να καθυστερήσει την ώρα της εκτέλεσης για να προφτάσει να τα πει όλα. Όταν του ανακοινώνουν ότι η εκτέλεση θα γίνει στην ώρα της, στις 7.30, παθαίνει ντελίριο.
Ο Ταταράκης προσπαθεί να αρθρώσει, αλλά κανένας ήχος δεν βγαίνει από το λαρύγγι του. Καπνίζουν και οι δύο ακατάπαυστα.
Ο Μιράν ανάβει ένα τελευταίο τσιγάρο και στρέφεται στον Ταταράκη.
— Αφού μαζί θα πάμε στον κάτω κόσμο, έλα αγκαλιασμένοι να ρουφήξουμε το τσιγάρο μας.
Είναι 7.20. Οι άντρες του αποσπάσματος παρουσιάζουν όπλα, οι παριστάμενοι πολίτες βγάζουν τα καπέλα τους και ο γραμματέας του Κακουργιοδικείου διαβάζει μεγαλόφωνα τις καταδικαστικές αποφάσεις, στις οποίες αναφέρονται τα εγκλήματα των δύο καταδικασμένων. Τον διακόπτουν οι φωνές του Μιράν.
— Ο Βενιζέλος κατέστρεψε τρία εκατομμύρια ψυχές και είναι ζωντανός. Ο φτωχός Μιράν, που σκότωσε έναν χωροφύλακα, του παίρνουν τώρα το κεφάλι.
Ο αντιεισαγγελέας ρωτάει τον Μιράν αν θέλει να πει κάτι.
— Χάνομαι άδικα, αυτό ξέρω εγώ, του απαντάει. Αλλά μ’ εσάς που πουλάτε τη ζωή σας στο κράτος, δεν μπορεί να κουβεντιάζει κανείς!
Στη συνέχεια απευθύνεται στον Ταταράκη και του κάνει την ίδια ερώτηση.
— Όχι. Ο Σταυρακάκης την έπνιξε την Τουρκάλα.
— Ο Βενιζέλος κατέστρεψε τρία εκατομμύρια ψυχές και είναι ζωντανός. Ο φτωχός Μιράν, που σκότωσε έναν χωροφύλακα, του παίρνουν τώρα το κεφάλι.
Ο αντιεισαγγελέας ρωτάει τον Μιράν αν θέλει να πει κάτι.
— Χάνομαι άδικα, αυτό ξέρω εγώ, του απαντάει. Αλλά μ’ εσάς που πουλάτε τη ζωή σας στο κράτος, δεν μπορεί να κουβεντιάζει κανείς!
Στη συνέχεια απευθύνεται στον Ταταράκη και του κάνει την ίδια ερώτηση.
— Όχι. Ο Σταυρακάκης την έπνιξε την Τουρκάλα.
Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος έχει δώσει το πρόσταγμα της προσοχής και της ετοιμασίας των όπλων επί σκοπόν. Πλησιάζει τους μελλοθάνατους και τους ρωτάει αν θέλουν να τους δέσει τα μάτια. Και οι δύο αρνούνται.
Ενώ οι άντρες σκοπεύουν, ο Μιράν κάνει δυο τρία βήματα προς το μέρος τους κραυγάζοντας:
—Βαράτε εδώ, στο κεφάλι!
Στη συνέχεια στρέφοντάς τους τα νώτα ξαναφωνάζει:
— Τώρα βαράτε κι εδώ!
Τον επαναφέρουν στη θέση του. Ακούγεται η φωνή του Ταταράκη:
— Έχετε γεια, παιδιά, και συγχωράτε με.
Ενώ οι άντρες σκοπεύουν, ο Μιράν κάνει δυο τρία βήματα προς το μέρος τους κραυγάζοντας:
—Βαράτε εδώ, στο κεφάλι!
Στη συνέχεια στρέφοντάς τους τα νώτα ξαναφωνάζει:
— Τώρα βαράτε κι εδώ!
Τον επαναφέρουν στη θέση του. Ακούγεται η φωνή του Ταταράκη:
— Έχετε γεια, παιδιά, και συγχωράτε με.
Ο επικεφαλής δίνει το τελευταίο παράγγελμα «Πυρ!» και αντηχεί η ομοβροντία. Οι δύο κατάδικοι σωριάζονται στη γη ο ένας κοντά στον άλλον. Ο Ταταράκης δέχτηκε δυο σφαίρες στο στήθος και μία στο κεφάλι, που αφαίρεσε όλο το πάνω μέρος. Το θέαμα των σκορπισμένων μυαλών είναι τρομακτικό. Ο Μιράν χτυπήθηκε στο στήθος και στο μέτωπο. Παρόλο που είναι νεκροί τα σώματά τους σπαρταράνε. Δίνονται οι χαριστικές βολές.
Πλησιάζει ο γιατρός των φυλακών για να διαπιστώσει το θάνατό τους. Η ταφή θα γίνει στους δύο λάκκους που ανοίχτηκαν τα χαράματα, λίγα μέτρα πιο πέρα από τον τόπο εκτέλεσης, στο πρόχειρο νεκροταφείο των φυλακών. Οι ιερείς διαβάζουν τις ευχές σύμφωνα με το δόγμα του καθενός και τα δύο σώματα ενταφιάζονται, ενώ οι επίσημοι και το απόσπασμα αποχωρούν.
Σημειώσεις
• Διευθυντής του Γεντί Κουλέ ήταν ο Μπενιψάλτης, ένας απόστρατος αντισυνταγματάρχης, που είχε δημιουργήσει προβλήματα στο προσωπικό με την άκαμπτη αυστηρότητά του και την απαρέγκλιτη προσήλωσή του στον κανονισμό. Οι φύλακες είχαν απευθυνθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης, το υπουργείο διέταξε έρευνες και το πόρισμα ήταν ότι τα παράπονα ήταν δίκαια. Ύστερα από αυτό οι φύλακες ξεσηκώθηκαν, πήραν κοινές αποφάσεις και όταν ο διευθυντής θέλησε να μπει στη φυλακή, δεν του άνοιγαν την πόρτα.
• Διευθυντής του Γεντί Κουλέ ήταν ο Μπενιψάλτης, ένας απόστρατος αντισυνταγματάρχης, που είχε δημιουργήσει προβλήματα στο προσωπικό με την άκαμπτη αυστηρότητά του και την απαρέγκλιτη προσήλωσή του στον κανονισμό. Οι φύλακες είχαν απευθυνθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης, το υπουργείο διέταξε έρευνες και το πόρισμα ήταν ότι τα παράπονα ήταν δίκαια. Ύστερα από αυτό οι φύλακες ξεσηκώθηκαν, πήραν κοινές αποφάσεις και όταν ο διευθυντής θέλησε να μπει στη φυλακή, δεν του άνοιγαν την πόρτα.
Μακεδονικά Νέα, Φεβρουάριος 1931
Έγιναν μεγάλες φασαρίες στη διάρκεια των οποίων πέντε κατάδικοι προσπάθησαν να δραπετεύσουν. Ανάμεσά τους και ο Μιράν. Δόθηκε διαταγή να μεταβούν στο Γεντί Κουλέ εισαγγελέας και ανακριτής. Πήγαν συνοδευόμενοι από δεκάδες χωροφύλακες. Άρχισαν ανακρίσεις. Οι πρωτεργάτες συνελήφθησαν και όλοι οι φύλακες τέθηκαν εκτός υπηρεσίας μέχρι το τέλος της διαδικασίας, ενώ την υπηρεσία των φυλακών ανέλαβαν χωροφύλακες.
• Στις αρχές Μαρτίου 1931 εκτελέστηκαν δύο ακόμα κρατούμενοι των φυλακών του Επταπυργίου, που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για φόνους, ληστείες και απαγωγή, οι Λιάκος και Μαντραλής. Η φωτογραφία των μελλοθάνατων μπροστά στο απόσπασμα είναι από την εκτέλεσή τους.
Τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς εκτελέστηκαν στην Αίγινα μέλη της συμμορίας του Σωτήρχαινα, που είχαν καταδικαστεί για απαγωγή και φόνο. Το σκίτσο του Νάγου αναφέρεται στην εκτέλεσή τους.
Τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς εκτελέστηκαν στην Αίγινα μέλη της συμμορίας του Σωτήρχαινα, που είχαν καταδικαστεί για απαγωγή και φόνο. Το σκίτσο του Νάγου αναφέρεται στην εκτέλεσή τους.
• Η φωτογραφία του Γεντί Κουλέ προέρχεται από τα αρχεία του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Ψηφιοποίηση Πολιτιστικών Τεκμηρίων), που είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει την άδεια χρήσης.
ΠΗΓΗ: Αυτό που θέλω να θυμάμαι
ΠΗΓΗ: Αυτό που θέλω να θυμάμαι
#SerresParatiritis
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Νέες υποχρεώσεις για την Αυτοδιοίκηση — Συναγερμός για τα νερά στις Σέρρες - Γράφει ο Πασχάλης θ. Τόσιος

Η αλήθεια για την ποιότητα του πόσιμου νερού στον Δήμο Σερρών: Τα γεγονότα, οι ευθύνες και οι ενέργειες