Η Νέα Δημοκρατία απέναντι στον εαυτό της – Η στρατηγική της αποκαραμανλοποίησης και το πολιτικό αδιέξοδο του Μητσοτάκη
Για πρώτη φορά, ένας πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αποδομεί θεμελιώδεις επιλογές και προσωπικότητες που διαμόρφωσαν τον μεταπολιτευτικό χαρακτήρα του κόμματος. Και το κάνει όχι από ιδεολογική διαφοροποίηση, αλλά από ανάγκη πολιτικής κυριαρχίας εντός μιας φθίνουσας εξουσίας.
Για πρώτη φορά, ένας πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αποδομεί θεμελιώδεις επιλογές και προσωπικότητες που διαμόρφωσαν τον μεταπολιτευτικό χαρακτήρα του κόμματος. Και το κάνει όχι από ιδεολογική διαφοροποίηση, αλλά από ανάγκη πολιτικής κυριαρχίας εντός μιας φθίνουσας εξουσίας.

Η πρόσφατη δημόσια διαφοροποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την εξωτερική πολιτική της περιόδου 2004–2009, όπως αυτή εκφράστηκε με δηλώσεις περί «μακάριας ακινησίας» και υποτιμητικές αναφορές στη στρατηγική εκείνης της κυβέρνησης, δεν αποτελεί μια απλή ιστορική αναφορά. Πρόκειται για πολιτική πράξη με ξεκάθαρη στόχευση: την αποκοπή του σημερινού πρωθυπουργού από την ιστορική γραμμή της παράταξης που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και υπηρέτησε ο ανιψιός του Κώστας Καραμανλής.
Για πρώτη φορά, ένας πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αποδομεί θεμελιώδεις επιλογές και προσωπικότητες που διαμόρφωσαν τον μεταπολιτευτικό χαρακτήρα του κόμματος. Και το κάνει όχι από ιδεολογική διαφοροποίηση, αλλά από ανάγκη πολιτικής κυριαρχίας εντός μιας φθίνουσας εξουσίας.
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής: θεσμική σιωπή, στοχοποιημένη παρουσία
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής δεν έχει αμφισβητήσει δημόσια ούτε μια φορά την ηγεσία Μητσοτάκη. Η κριτική του, όποτε υπήρξε, ήταν πάντα υπαινικτική, θεσμικά φιλτραρισμένη, σε έντονη αντίθεση με άλλους πρώην ηγέτες της ΝΔ. Παρ’ όλα αυτά, τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται μια οργανωμένη προσπάθεια να υποτιμηθεί η πολιτική του παρακαταθήκη, να αποσυνδεθεί η σημερινή ηγεσία από την ιστορική της αναφορά και –προπαντός– να καταρριφθεί το «δόγμα Καραμανλή» στα ελληνοτουρκικά και στις εθνικές ισορροπίες.
Σε αυτή την αποστασιοποίηση συμμετέχουν πλέον και μέσα που μέχρι πρότινος υπερασπίζονταν την καραμανλική μετριοπάθεια, όπως η εφημερίδα Καθημερινή, η οποία πρόσφατα υιοθέτησε έναν επικριτικό και ειρωνικό τόνο απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό, υπονοώντας ότι η στάση του απέναντι στην κυβέρνηση είναι διφορούμενη ή ακόμη και υπονομευτική. Πρόκειται για σημείο καμπής, καθώς η στροφή αυτή σηματοδοτεί την πολιτική και επικοινωνιακή απόπειρα απεγκλωβισμού του Μητσοτάκη από την ιστορική μνήμη του κόμματος.
Ο πρώην υπουργός Μεταφορών Κώστας Αχ. Καραμανλής: ο αποδιοπομπαίος της τραγωδίας
Την ίδια στιγμή, η περίπτωση του πρώην υπουργού Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή παρουσιάζει μια ακόμη πτυχή του ίδιου σχεδίου. Ο πρώην υπουργός παραιτήθηκε μετά την τραγωδία των Τεμπών, αναλαμβάνοντας πολιτική ευθύνη, χωρίς υπεκφυγές ή επικοινωνιακά παιχνίδια. Η παραίτησή του ήταν η μοναδική πράξη θεσμικής ευθύνης σε μια κυβέρνηση που προσπέρασε το γεγονός με ανατριχιαστική ψυχρότητα.
Σήμερα, το όνομά του επανέρχεται στο προσκήνιο όχι ως στοιχείο πολιτικής ανάληψης ευθύνης, αλλά ως μέσο απαξίωσης. Τα στελέχη του Μητσοτάκη είτε τον αποσιωπούν είτε τον στοχοποιούν εμμέσως, επιχειρώντας να του φορτώσουν το σύνολο της τραγωδίας, ενώ το κράτος που κατέρρευσε ήταν δικό τους έργο, υπό δική τους συνολική ευθύνη.
Η στρατηγική της αποκαραμανλοποίησης: απόπειρα ηγεμονίας, ένδειξη αδυναμίας
Ο Μητσοτάκης δεν αναμετριέται απλώς με το παρελθόν. Προσπαθεί να το εξαλείψει. Η στρατηγική του είναι σαφής: μια Νέα Δημοκρατία χωρίς Καραμανλήδες, χωρίς ιστορικά βάρη, χωρίς εσωκομματικά κέντρα ισχύος. Ένα κόμμα απογυμνωμένο από ρίζες, επανιδρυμένο στην εικόνα και τις ανάγκες του σημερινού αρχηγού.
Αλλά μια τέτοια ΝΔ είναι προσωποπαγής και πολιτικά απομονωμένη. Δεν έχει βάθος, δεν έχει διακριτή ταυτότητα και, κυρίως, δεν έχει λαϊκή απεύθυνση πέρα από τον στενό πυρήνα της εξουσίας και της διαπλοκής.
Και το κρίσιμο ερώτημα παραμένει:
Όταν ο Μητσοτάκης τελειώσει με τους Καραμανλήδες, με τους Σαμαράδες, με τις παραδόσεις και τις μνήμες – ποια Νέα Δημοκρατία θα έχει απομείνει;
Η απάντηση είναι απλή: μια εξουσία χωρίς κόμμα και ένα κόμμα χωρίς ψυχή.
Και αυτό δεν είναι απλώς πρόβλημα της ΝΔ. Είναι κρίση αντιπροσωπευτικότητας για το σύνολο του πολιτικού συστήματος.