ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΚΙΟΥΣΠΕΤΙ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΑΚΙΡΙΔΗ

Μέχρι την δεκαετία του 2010 οι παλαιστές ήταν Έλληνες και Τούρκοι τα τελευταία χρόνια παρουσιάστηκαν στις παλαίστρες Βούλγαροι, Αλβανοί και Σκοπιανοί.

Η πάλη με κι(ου)σπέτι άρχισε να καταγράφεται ως τελετή στο τέλος του 19ου  και αρχές του 20ου αιώνα στην ανατολική Τουρκία, την Ανατολική Θράκη και τη Μακεδονία κυρίως στη περιοχή της Νιγρίτας στο Πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου,  στο Φλάμπουρο, στο Σοχό και τα μεταπολεμικά χρόνια στη Βυρώνεια, τη Σκοτούσα, την Ηράκλεια τον Αχινό και την Τερπνή.
Την ονομασία αυτή την πήρε από το ειδικό παντελόνι το «κι(ου)σπέτι» που φορούσαν την διάρκεια της πάλης. Το «κι(ου)σπέτι» λοιπόν ήταν και είναι ένα κοντοκάβαλο παντελόνι που έφτανε λίγα εκατοστά κάτω από το γόνατο. Ήταν και είναι κατασκευασμένο από δέρμα μοσχαριού, πολύ εφαρμοστό στο σώμα του παλαιστή, δεμένο στη μέση και τα πόδια κάτω από το γόνατο με δυνατό σχοινί, πολύ σφικτά για να δυσκολεύεται ο αντίπαλος στις λαβές που θα ήθελε να εφαρμόσει. Ενδιαφέρον παρουσίαζε η ειδική θήκη λαδιού που υπήρχε στην άκρη της παλαίστρας. Έπαιρναν οι παλαιστές λάδι και αλειφόταν σε όλο το σώμα εκτός από το κεφάλι έτσι ώστε να γινόταν πιο δύσκολη και ενδιαφέρουσα η αναμέτρηση διότι γλιστρούσαν τα χέρια όταν πήγαιναν οι πεχλιβάνιδες να εφαρμόσουν μία λαβή. Το λάδι στην πάλη το συναντάμε σε αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα για τους ίδιους λόγους που ανέφερα.
Θα προσπαθήσω επιγραμματικά να καταγράψω όλα τα στάδια της πάλης με «κι(ου)σπέτι».
Η ιεροτελεστία των αγώνων άρχιζε το πρωί του Σαββάτου. Οι παλαιστές η οργανωτική επιτροπή κάποιοι επιτηρητές-διαιτητές  με τη συνοδεία των ζουρνάδων και των νταουλιών γύριζαν το χωριό η την πόλη και ο τελάλης καλούσε τον κόσμο να συγκεντρωθεί στην πλατεία η τον χώρο του παζαριού. Οι παλαιστές με σκηνές εικονικής πάλης διαφήμιζαν τους αγώνες της επόμενης ημέρας. Τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής ζητούσαν την οικονομική βοήθεια όλων για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αγώνων που θα προέκυπταν για την επομένη ημέρα.
Την Κυριακή στις τρείς το απόγευμα οι φίλαθλοι, κυρίως άνδρες, μαζευόταν στο χώρο της παλαίστρας.
Οι επιτηρητές-διαιτητές που είχαν ορισθεί από την οργανωτική επιτροπή συγκεντρωνόταν στην εκκλησία του χωριού και αφού έδιναν όρκο, ότι θα είναι δίκαιοι, προσκυνούσαν τις εικόνες έπαιρναν την ευχή του ιερέα και με συνοδεία των ζουρνάδων και των νταουλιών κατευθυνόταν στο χώρο της παλαίστρας. Πάντοτε μπροστά προηγείτο η σημαία συνήθως με τον ίδιο σημαιοφόρο χαρακτηριστικό τύπο του χωριού. Όλη η συνοδεία έμπαινε στον αγωνιστικό χώρο της παλαίστρας, τα όργανα παίζοντας το «γκιρεσί χαβασί» έκαναν ένα κύκλο και καθόταν δίπλα στο χώρο που βρισκόταν κλεισμένος ο ταύρος η το κριάρι. ΟΙ οργανοπαίκτες έπαιζαν συνέχεια μέχρι το τέλος των αγώνων.
Ο τελάλης καλούσε τους παλαιστές- πεχλιβάνηδες να δηλώσουν το όνομά τους και την κατηγορία στην οποία επιθυμούσαν να αγωνιστούν. Χωριζόταν σε τέσσερεις κατηγορίες, στην πρώτη η στο «μπας» όπως την έλεγαν, την δεύτερη η στο «μπουϊούκ», στη τρίτη η στο «κουτζούκ ορτά» και την τελευταία η στο «μπασμά». Μέχρι την δεκαετία του 2010 οι παλαιστές ήταν Έλληνες και Τούρκοι τα τελευταία χρόνια παρουσιάστηκαν στις παλαίστρες Βούλγαροι, Αλβανοί και Σκοπιανοί.
Μόλις τελείωναν οι δηλώσεις συμμετοχής ο τελάλης ανήγγειλε την κατηγορία και τα ζεύγη των μικρών κατηγοριών και άρχιζαν να παλεύουν σε διάφορα μέρη της παλαίστρας. Επειδή οι παλαιστές ήταν από όλη την Ελλάδα και την Τουρκία μπορούσαν να υπάρξουν ζευγάρια Έλληνας με Έλληνα, Τούρκος με Τούρκο η και Έλληνας με Τούρκο. Χάρες δεν επιτρεπόταν και οι επιτηρητές έπαιρναν για αυτό από την επιτροπή ειδικές οδηγίες. Αν αντιμετώπιζαν πρόβλημα με αντιαθλητικό κτύπημα η απαγορευμένες λαβές σταματούσαν την πάλη και με μέλη της οργανωτικής έλυναν την διαφορά. Σε αρκετές περιπτώσεις απαγόρευσαν την συνέχεια του αγώνα και απομάκρυναν τον παλαιστή που δημιούργησε το πρόβλημα. 0ι παλαιστές αγωνιζόταν στηριγμένοι στην αξία της δύναμής τους, το μυαλό, την ψυχή και την εντιμότητα, ώστε να εξασφαλίσουν την αποδοχή των θεατών και να προσφέρουν ένα ικανοποιητικό θέαμα με τις επιδοκιμασίες η αποδοκιμασίες του κόσμου που βρισκόταν έξω από την παλαίστρα.
Ήταν χαρακτηριστική η είσοδος του ζευγαριού των παλαιστών στο χώρο που τους υποδείχτηκε. Ενώ παίζουν οι ζουρνάδες και τα νταούλια οι δύο παλαιστές κτυπούν τα χέρια στα πόδια τους λίγο πάνω από τα γόνατα, δεξί χέρι δεξί πόδι, αριστερό χέρι αριστερό πόδι, πάντοτε με ανοικτά πόδια. Πριν αρχίσει ο αγώνας έδιναν τα χέρια, ένδειξη ότι θα αγωνιστούν τίμια και θα υπάρξει φιλία ανάμεσά τους ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Κατά την διάρκεια ο επιτηρητής- διαιτητής κρατούσε μια πετσέτα στον ώμο του και ένα μπουκάλι νερό.
Ο επιτηρητής επέβλεπε τον αγώνα, ενημέρωνε τους παλαιστές για κάποιες επικίνδυνες λαβές και πρόσφερε την πετσέτα σε περίπτωση που κάποιος παλαιστής ήθελε να σκουπίσει τον ιδρώτα του, η πρόσφερε το μπουκάλι το νερό αν κάποιος διψούσε. Ο επιτηρητής σταματούσε τον αγώνα αν ένας παλαιστής κτυπούσε το χέρι του στο έδαφος από πόνο η από επικίνδυνη λαβή. Η πάλη άρχιζε ξανά από την ίδια θέση που είχε σταματήσει. Ο επιτηρητής έκρινε το αποτέλεσμα του αγώνα, πότε ο ένας από τους δύο παλαιστές θα έριχνε τον άλλο στο έδαφος ώστε να ακουμπήσει η πλάτη του  και οι ώμοι του στο χώμα «έφαγε χώμα η πλάτη του». Τότε ο επιτηρητής κτυπούσε ελαφρά τον ώμο του νικητή να σταματήσει να αγωνίζεται δηλώνοντας έτσι τη νίκη του. Σηκωνόταν το ζευγάρι έμπαινε ανάμεσά τους ο επιτηρητής και σήκωνε το χέρι του νικητή. Μετά αγκαλιαζόταν οι παλαιστές και αλληλοσηκώνονταν ψηλά πιασμένοι από την μέση μια ο ένας μια ο άλλος. Σε πολύωρη πάλη χωρίς νικητή υπήρχε ισοπαλία και ο αγώνας τελείωνε κτυπώντας αντικριστά τις παλάμες των χεριών τους.
Όταν τελείωναν οι μικρές κατηγορίες οι ζουρνατζήδες και τα νταούλια ανέβαζαν τον τόνο της μουσικής και έκαναν ένα γύρο τον χώρο της παλαίστρας με τους θεατές να επευφημούν. Μαζευόταν οι παλαιστές της κατηγορίας «μπάς» μπροστά στην οργανωτική επιτροπή και γινόταν η κλήρωση ενώπιον του κόσμου και προέκυπταν τα ζευγάρια που θα αγωνιζόταν για τον ταύρο.
Κάποια στιγμή όταν τελείωναν την πάλη όλα τα ζευγάρια ο τελάλης ανήγγειλε το τελευταίο ζευγάρι νικητών. Όλες οι διαδικασίες ήταν ίδιες πάλευαν οι ποιο σπουδαίοι παλαιστές της βραδιάς οι κορυφαίοι που είχαν να επιδείξουν ρώμη, τεχνική, εξυπνάδα και κόλπα τα «ουινιάκια» όπως τα έλεγαν.
Η είσοδός τους στο κέντρο της παλαίστρας με το χαρακτηριστικό κτύπημα των χεριών με τα πόδια, ο «ηρωικός κύκλος» με την συνοδεία των οργανοπαιχτών που ανέβαζαν τους ρυθμούς και τα πνεύματα, με τον ίδιο τραχύ έντονο ρυθμό του «γκιρέσι χαβασί» δημιουργούσε την ατμόσφαιρα για να γίνει ένας καλός αγώνας με τους θεατές να βρίσκονται σε έκσταση. Επευφημούσαν όταν έβλεπαν μια καλή λαβή η γιουχάιζαν αν καταλάβαιναν ότι ο αγώνας ήταν «πουλημένος».
Η νίκη ήταν ασφαλώς νίκη ρώμης, επίδειξη δεξιοτεχνίας και φυσικά τεκμήριο για αναγνώριση, εκτίμηση και σεβασμό από όλους.
Μετά την ανάδειξη του νικητή η επιτροπή παρέδιδε τον ταύρο στο νικητή και μαζί με το νικητή χόρευαν τον «συρτό» χορό στον αγωνιστικό χώρο για να τον δούν οι θεατές και να γευτεί τις ζητωκραυγές και τις επευφημίες τους κι όλοι μαζί να υποσχεθούν το επόμενο πανηγύρι να είναι καλύτερο.     

Σημείωση: Βοήθημα-εισήγηση του Μπαρδάμη