ΚΕΠΕ «καρφώνει» κυβέρνηση για ανταγωνισμό στην αγορά και πραγματικά εισοδήματα
«Καρφιά» του ΚΕΠΕ προς την κυβέρνηση, το οποίο τονίζει πως παρά τη μείωση του πληθωρισμού, η χώρα βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο που χαρακτηρίζεται από ανισορροπία. Επιπλέον το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι βάρος πρέπει να δοθεί «στο πεδίο της ενίσχυσης των πραγματικών εισοδημάτων», ενώ υπογραμμίζει πως «το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση είναι πως το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2021-2022 έπληξε δυσανάλογα τα φτωχά νοικοκυριά, ενώ διεύρυνε την απόσταση των πλουσίων από όλες τις άλλες εισοδηματικές ομάδες».
«Σε αυτό το πλαίσιο, η ενδεχόμενη (και σε κάποια στιγμή αναγκαία) απόσυρση μέτρων συγκυριακού χαρακτήρα πρέπει να συνδυαστεί με διαρθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων/υπηρεσιών, με έμφαση στις αγορές στις οποίες παρατηρούνται υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης. Ωστόσο, το σημαντικό ποσοστό υπέρβασης των δαπανών έναντι του εισοδήματος υποδηλώνει πως οι παρεμβάσεις πρέπει να επεκταθούν και στο πεδίο της ενίσχυσης των πραγματικών εισοδημάτων.
Αυτό υπογραμμίζεται στην έβδομη Ανάλυση Επικαιρότητας για το 2024 με τίτλο «Εκτίμηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για τα νοικοκυριά βάσει του εισοδήματός τους» του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Αντικείμενο της εργασίας είναι η εκτίμηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) για νοικοκυριά που ανήκουν σε διαφορετικές εισοδηματικές ομάδες. Ειδικότερα, δίνεται έμφαση στα φτωχά νοικοκυριά, στο πλουσιότερο 20% και στο πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών. Δευτερευόντως, αντικείμενο της ανάλυσης είναι η κατ' αρχήν εκτίμηση του πλήθους των νοικοκυριών που εμφανίζουν δαπάνες οι οποίες υπερβαίνουν το εισόδημά τους, η προκαταρκτική ανάλυση των χαρακτηριστικών αυτών των νοικοκυριών και η προκαταρκτική εκτίμηση του βαθμού υπέρβασης.
Όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση είναι πως το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2021-2022 έπληξε δυσανάλογα τα φτωχά νοικοκυριά, ενώ διεύρυνε την απόσταση των πλουσίων από όλες τις άλλες εισοδηματικές ομάδες. Επίσης, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, «Η αρνητική επίπτωση του πληθωρισμού και του ΔΤΚ στα φτωχότερα νοικοκυριά έχει πλέον συμβεί, αλλά το ενδεχόμενο να εδραιωθεί μία κατάσταση όπου τα φτωχότερα νοικοκυριά θα αντιμετωπίζουν ένα σταθερά υψηλότερο του μέσου όρου ΔΤΚ, δηλαδή η επίπτωση να μην είναι στιγμιαία, συνιστά παράμετρο ανησυχίας. Το θετικό νέο είναι πως οι αποκλίσεις από το μέσο όρο δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες και μπορούν να αντιμετωπιστούν. Επομένως απαιτούνται πρόσθετες παρεμβάσεις στο επίπεδο ελέγχου των τιμών, αλλά η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί δεν είναι μεγάλη».
Η έρευνα
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, το είδος και η ποσότητα των αγαθών που καταναλώνουν τα νοικοκυριά διαφοροποιείται βάσει του εισοδήματος, των χαρακτηριστικών, αλλά και του κοινωνικού στάτους. Ακριβώς λόγω αυτών των διαφορών, οι επιπτώσεις του πληθωρισμού δεν είναι οι ίδιες σε όλα τα νοικοκυριά. Η άνοδος των τιμών προκαλεί μείωση του όγκου της κατανάλωσης για κάποια αγαθά, επομένως, ακόμα και στην περίπτωση που η δαπάνη παραμένει σταθερή για το συγκεκριμένο αγαθό, το νοικοκυριό αντιμετωπίζει απώλεια ευημερίας λόγω της μειωμένης κατανάλωσης.
Επίσης, το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων αλλά και τα χαρακτηριστικά των δανείων (π.χ. σε σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο), σε συνδυασμό με τη μεταβολή του εισοδήματος, παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Τέλος, οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στον πλούτο των νοικοκυριών (κυρίως στην αξία της ακίνητης περιουσίας) επηρεάζουν το τελικό επίπεδο ευημερίας.
Με δεδομένους τους παραπάνω περιορισμούς, τα κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
(α) Η μεταβολή του ΔΤΚ των επιμέρους εισοδηματικών κατηγοριών ακολουθεί τις αντίστοιχες του Γενικού ΔΤΚ. Δηλαδή, από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 παρατηρείται μια σημαντική αύξηση των τιμών, η οποία χαρακτηρίζει όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες.
(β) Η σωρευτική αύξηση τιμών που αντιμετώπισε το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο. Ειδικότερα, την περίοδο 2020-2022, το μέσο επίπεδο των τιμών για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 15,6% έναντι 14,7% του μέσου όρου, ενώ κατά το 2022 ο πληθωρισμός των φτωχότερων νοικοκυριών ήταν υψηλότερος του μέσου όρου κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες.
(γ) Το αντίθετο ισχύει για το πλουσιότερο 20% και 10% των νοικοκυριών.
Η σωρευτική αύξηση των τιμών την περίοδο 2020-2022 περαιτέρω ανάλυση των χαρακτηριστικών της ομάδας των νοικοκυριών με μη αντικριζόμενες δαπάνες δείχνει ότι η διάσταση της απόκρυψης εισοδημάτων -μολονότι υπάρχει- δεν είναι κυρίαρχη. Ακόμα και με την υπόθεση ότι ένα στα πέντε νοικοκυριά που δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες αποκρύπτει εισοδήματα, το υπολειπόμενο μέγεθος διαμορφώνεται σε 32,7%, δηλαδή περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά.
(δ) Στη χειρότερη θέση βρίσκονται οι μονογονεϊκές οικογένειες και τα φτωχότερα νοικοκυριά, αφού το 79,2% και το 78,7%, αντίστοιχα, εμφανίζουν δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημα.
(ε) Ο βαθμός υπέρβασης είναι υψηλότερος μεταξύ των νοικοκυριών με κύριο εισόδημα από επιδόματα ανεργίας (130,7%), από άλλα επιδόματα ή βοηθήματα (167,8%), καθώς επίσης και στις μονογονεϊκές οικογένειες (78,9%) και στα φτωχά νοικοκυριά (78,8%).
Εν κατακλείδι, οι άμεσες επιδράσεις του πληθωριστικού σοκ ήταν αρνητικές για τα φτωχότερα νοικοκυριά αλλά -κυρίως- δημιούργησαν προϋποθέσεις περαιτέρω διεύρυνσης της οικονομικής ανισότητας.