ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Κόστος ζωής vs μισθοί: η εξίσωση που δεν βγαίνει

Τα στοιχεία του ρεπορτάζ δείχνουν ότι ακόμη και εκεί όπου τα ενοίκια παραμένουν χαμηλότερα, η συνολική εξίσωση δεν βγαίνει. Η μερική αποκλιμάκωση της στεγαστικής δαπάνης δεν αρκεί για να αντισταθμίσει το σύνολο των εξόδων, ειδικά όταν τα εισοδήματα στην περιφέρεια παραμένουν αισθητά χαμηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο.

Τα στοιχεία του ρεπορτάζ δείχνουν ότι ακόμη και εκεί όπου τα ενοίκια παραμένουν χαμηλότερα, η συνολική εξίσωση δεν βγαίνει. Η μερική αποκλιμάκωση της στεγαστικής δαπάνης δεν αρκεί για να αντισταθμίσει το σύνολο των εξόδων, ειδικά όταν τα εισοδήματα στην περιφέρεια παραμένουν αισθητά χαμηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο.

Το κόστος ζωής στην Ελλάδα δεν είναι πια ζήτημα αίσθησης ή υπερβολής. Είναι ένα απολύτως μετρήσιμο οικονομικό γεγονός, που αποτυπώνεται καθημερινά στα νοικοκυριά και στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Και αφορά πλέον το σύνολο της χώρας – όχι μόνο τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και πόλεις της περιφέρειας, όπως οι Σέρρες.

Τα στοιχεία του ρεπορτάζ δείχνουν ότι ακόμη και εκεί όπου τα ενοίκια παραμένουν χαμηλότερα, η συνολική εξίσωση δεν βγαίνει. Η μερική αποκλιμάκωση της στεγαστικής δαπάνης δεν αρκεί για να αντισταθμίσει το σύνολο των εξόδων, ειδικά όταν τα εισοδήματα στην περιφέρεια παραμένουν αισθητά χαμηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο.

Στις Σέρρες, ένα διαμέρισμα κατάλληλο για οικογένεια ενοικιάζεται σήμερα από 500 έως 600 ευρώ. Πρόκειται για τιμές που, αν και χαμηλότερες από Αθήνα και Θεσσαλονίκη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν χαμηλές σε σχέση με τους μισθούς της τοπικής αγοράς. Οι βασικοί λογαριασμοί –ρεύμα, νερό, θέρμανση, ίντερνετ και κοινόχρηστα– διαμορφώνονται στα 180–230 ευρώ τον μήνα, χωρίς καμία διαφοροποίηση υπέρ της περιφέρειας.

Το κόστος διατροφής δεν γνωρίζει γεωγραφικές εκπτώσεις. Οι τιμές στα σούπερ μάρκετ είναι ίδιες σε όλη τη χώρα, με μια οικογένεια με ένα παιδί να χρειάζεται 450–600 ευρώ τον μήνα για βασικά είδη. Οι μετακινήσεις, λόγω της αναγκαστικής χρήσης αυτοκινήτου, ανεβάζουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό κατά 150–200 ευρώ.

Σε αυτά προστίθενται τα πάγια έξοδα που συνεπάγεται η ύπαρξη παιδιού: φροντιστήρια, δραστηριότητες, σχολικά είδη και ιατρικές ανάγκες. Το ελάχιστο πρόσθετο κόστος υπολογίζεται στα 200–300 ευρώ μηνιαίως και αυξάνεται όσο μεγαλώνει το παιδί.

Ο συνολικός λογαριασμός για μια οικογένεια με ένα παιδί στις Σέρρες διαμορφώνεται έτσι μεταξύ 1.650 και 2.100 ευρώ τον μήνα. Πρόκειται για κόστος που αφορά στοιχειώδη διαβίωση, χωρίς αποταμίευση, χωρίς διακοπές και χωρίς ουσιαστικό περιθώριο για απρόβλεπτα έξοδα.

Την ίδια στιγμή, οι καθαρές αποδοχές δύο εργαζόμενων γονέων στην τοπική αγορά κινούνται συχνά μεταξύ 1.600 και 1.900 ευρώ συνολικά. Δηλαδή, στα όρια ή και κάτω από το ελάχιστο κόστος ζωής. Η οικογένεια, με οικονομικούς όρους, δεν είναι βιώσιμη.

Η εικόνα αυτή δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο. Είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων κυβερνητικών επιλογών: πολιτικής χαμηλών μισθών, ανοχής στην ακρίβεια, ανεπαρκούς ελέγχου της αγοράς και απουσίας ουσιαστικής στεγαστικής πολιτικής. Η ανάπτυξη αποτυπώνεται σε μακροοικονομικούς δείκτες, αλλά δεν μεταφράζεται σε διαθέσιμο εισόδημα για τα νοικοκυριά.

Σε αυτό το περιβάλλον, η υπογεννητικότητα δεν είναι κοινωνικό μυστήριο ούτε ζήτημα «στάσης ζωής» των νέων. Είναι άμεση οικονομική συνέπεια. Όταν η εργασία δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση και η δημιουργία οικογένειας μετατρέπεται σε οικονομικό ρίσκο, η απόφαση αναβάλλεται ή εγκαταλείπεται.

Όσο το κόστος ζωής συνεχίζει να αυξάνεται ταχύτερα από τους μισθούς και όσο η ακρίβεια αντιμετωπίζεται ως «παρενέργεια» και όχι ως κεντρικό πολιτικό πρόβλημα, η εξίσωση δεν θα βγαίνει. Και μαζί της δεν θα βγαίνει ούτε το μέλλον των νέων οικογενειών στη χώρα.