ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Ο διαιτητής που πίστεψε πως ήταν άτρωτος

Η περίπτωση του Τάσου Σιδηρόπουλου αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μια καριέρα μπορεί να μην καταρρεύσει από ανικανότητα, αλλά από εσφαλμένες επιλογές. Ένας διαιτητής με αναμφισβήτητες ικανότητες, ο μοναδικός Έλληνας που έφτασε στο επίπεδο της UEFA Elite, κατάφερε το αδιανόητο: να υποβιβαστεί στα 46 του χρόνια. Όχι επειδή δεν μπορούσε άλλο, αλλά επειδή πίστεψε ότι δεν τον αγγίζει τίποτα.

Η περίπτωση του Τάσου Σιδηρόπουλου αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μια καριέρα μπορεί να μην καταρρεύσει από ανικανότητα, αλλά από εσφαλμένες επιλογές. Ένας διαιτητής με αναμφισβήτητες ικανότητες, ο μοναδικός Έλληνας που έφτασε στο επίπεδο της UEFA Elite, κατάφερε το αδιανόητο: να υποβιβαστεί στα 46 του χρόνια. Όχι επειδή δεν μπορούσε άλλο, αλλά επειδή πίστεψε ότι δεν τον αγγίζει τίποτα.

Αν είχε αποχωρήσει πριν από έναν χρόνο, το αποτύπωμά του θα ήταν διαφορετικό. Θα είχε φύγει στην ώρα του, με την εικόνα του έμπειρου διεθνή ρέφερι που άντεξε στην πίεση και έκλεισε τον κύκλο του με αξιοπρέπεια. Αντί γι’ αυτό, επέλεξε να συνεχίσει, μοιράζοντας τη διαδρομή του ανάμεσα στο Κατάρ και σε ένα ελληνικό πρωτάθλημα που πλέον δεν του συγχωρούσε τίποτα. Οι εμφανίσεις του δεν έπειθαν, τα λάθη πλήθαιναν και η ανοχή εξαντλούνταν.

Κι όμως, η προσωπική του διαδρομή δεν ήταν ποτέ εύκολη. Μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο, έφτασε στην κορυφή της διαιτητικής πυραμίδας το 2015, ξεπερνώντας εμπόδια που για πολλούς θα ήταν ανυπέρβλητα. Ακόμη και όταν, τρία χρόνια νωρίτερα, είχε βρεθεί στο επίκεντρο μιας μνημειώδους τηλεφωνικής συνομιλίας, καταγεγραμμένης από τον υπερκοριό της ΕΥΠ, η καριέρα του όχι μόνο δεν τερματίστηκε, αλλά απογειώθηκε. Σε άλλη χώρα, η σφυρίχτρα θα είχε αποσυρθεί. Στην Ελλάδα, του άνοιξαν οι πόρτες της ελίτ.

Χρόνια αργότερα, ο Σιδηρόπουλος ζήτησε συγγνώμη για εκείνη τη συνομιλία, στην οποία αποθέωνε αντιπρόεδρο ΠΑΕ και μιλούσε με κολακευτικά λόγια για την ομάδα του. Η εξήγηση ήταν πως επρόκειτο για μια κίνηση αυτοπροστασίας, μια άμυνα απέναντι στις εξωθεσμικές πιέσεις. Πολλοί επέλεξαν να τον πιστέψουν. Θεώρησαν ότι η συγγνώμη ήταν ειλικρινής και ότι η διαιτητική του αξία θα αποτελούσε εγγύηση για μια ήρεμη συνέχεια. Έκαναν λάθος.

Στην πράξη, ο Σιδηρόπουλος συνέχισε να λειτουργεί συγκυριακά και ωφελιμιστικά, επιλέγοντας συχνά τη σύμπλευση με τον εκάστοτε ισχυρό. Μέχρι τη στιγμή που οι ισχυροί συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Και τότε, όπως συμβαίνει πάντα, εκείνος που πίστευε πως είναι προστατευμένος, βρέθηκε εκτεθειμένος. Όταν μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνει ο βάτραχος.

Ακόμη κι έτσι, υπήρχε διέξοδος. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε μπροστά του μια καθαρή επιλογή: να αποχωρήσει με το κεφάλι ψηλά και να μετακινηθεί στα διοικητικά της Ένωσης Διαιτητών, με ορίζοντα ,όχι αβάσιμο  να εξελιχθεί στον πρώτο Έλληνα αρχιδιαιτητή. Δεν το έκανε. Πίστεψε ότι αντέχει, ότι είναι άτρωτος. Ότι μπορεί να λειτουργεί σαν τον Μπριχ, ξεχνώντας ότι ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Όχι στη Γερμανία. Ούτε καν στην Ολλανδία, όσο στενή κι αν είναι η σχέση του με τον μόνιμο θερινό επισκέπτη της Ρόδου, Μπιορν Κάιπερς.

Σήμερα, ο Τάσος Σιδηρόπουλος καταλήγει στην πρώτη κατηγορία της UEFA, έχοντας χάσει το σημαντικότερο κεφάλαιο για έναν διαιτητή: την ανοχή. Όχι μόνο από τις ομάδες, αλλά και από τους ίδιους τους συναδέλφους του. Ενδεικτικό της απομόνωσής του είναι ότι ακόμη και προσωπικές σχέσεις δοκιμάστηκαν. Ένας από τους πιο στενούς του φίλους, ο Βασίλης Φωτιάς, έπαψε πλέον να σηκώνει το τηλέφωνο.

Και αυτό, στο τέλος, λέει περισσότερα απ’ όσα μπορούν να πουν όλοι οι υποβιβασμοί, οι κατηγορίες και οι πίνακες μαζί.