ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Βασίλης Λέκκας στην Ολλανδία «Η μουσική του Μίκη είναι η συνείδησή μας»

Ο Σερραίος ερμηνευτής μίλησε στον ¨Καθημερινό Παρατηρητή¨ για τις συναυλίες του στην Ολλανδία, στο πλαίσιο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη

Ο Σερραίος ερμηνευτής μίλησε στον ¨Καθημερινό Παρατηρητή¨ για τις συναυλίες του στην Ολλανδία, στο πλαίσιο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη

Της Μιμίκας Τόσιου

Ο Βασίλης Λέκκας, με τη χαρακτηριστική αισθαντική φωνή και παρουσία του, τη μακρόχρονη παρουσία στο έντεχνο και λαϊκό τραγούδι, συνεχίζει να τιμά το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, μεταφέροντας τη μουσική του εκτός συνόρων.  Αυτή την περίοδο ο αγαπημένος τραγουδιστής πραγματοποιει σειρά συναυλιών στην Ολλανδία οι οποιες εντάσσονται στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη και διαφέρουν από τις κλασικές συναυλίες που έχουμε συνηθίσει. Πρόκειται για μια πολυπολιτισμική μουσική σύμπραξη, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Μπαρτ Σίμα και της συζύγου του Τζούλια, οι οποίοι ενορχήστρωσαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη για ένα διεθνές σύνολο μουσικών από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία.

Η κάθε ερμηνεία έχει το προσωπικό της αποτύπωμα, καθώς κάθε μουσικός έχει την ελευθερία να «ακουμπήσει» τη μουσική του Μίκη με τον δικό του τρόπο, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που γεφυρώνει κουλτούρες και εποχές. «Όσο περισσότερο ανοίγεις αυτή τη μουσική, τόσο περισσότερο σε αγκαλιάζει», λέει χαρακτηριστικά ο Βασίλης Λέκκας.

Η συνέντευξη δόθηκε με αφορμή τη συναυλία της 5ης Οκτωβρίου 2025, που πραγματοποιήθηκε στην πόλη Helmond της Ολλανδίας, στον κατάμεστο χώρο του Speelhuis.

Το κοινό —αποτελούμενο από Ολλανδούς, Γερμανούς, Τούρκους και Έλληνες— αποθέωσε τον ερμηνευτή, που καταχειροκροτήθηκε. Με ένα συγκλονιστικό  φινάλε,  τη «Ρωμιοσύνη», : όλη στην  αίθουσα σηκώθηκαν όρθιοι και τραγούδησαν μαζί του, σε μια στιγμή βαθιάς συγκίνησης και περηφάνειας.

– Να ξεκινήσουμε με δυο λόγια για τις συναυλίες που δίνετε αυτές τις μέρες στην Ολλανδία. Τι σημαίνει για εσάς να τραγουδάτε Μίκη Θεοδωράκη εκτός Ελλάδας;

Συνολικά είναι επτά συναυλίες σε διάφορες πόλεις της Ολλανδίας. Η σημερινή είναι η δεύτερη. Είναι πραγματικά μια ξεχωριστή εμπειρία, γιατί κάθε βράδυ νιώθουμε πως μεταφέρουμε ένα κομμάτι της Ελλάδας εδώ.

Ο Μίκης για μας είναι η συνείδησή μας, η ιστορία μας. Κατέγραψε μέσα από τη μουσική  την πορεία και τον πόνο του ελληνισμού. Πολλές φορές λέω πως η ιστορία γίνεται πιο κατανοητή όταν τη «ξαναδιαβάζουμε» μέσα από τα τραγούδια του. Και είναι συγκλονιστικό το ότι αυτή η μουσική ξεπέρασε τα σύνορα και μπόρεσε να επικοινωνήσει με άλλους λαούς.

Για εμάς, τους τραγουδιστές, είναι τεράστια τιμή και ευθύνη να βασιζόμαστε σε αυτό το ηχητικό δέος και να προσπαθούμε να είμαστε χρήσιμοι πάνω στη σκηνή, να δίνουμε αυτό που χρειάζεται ο κόσμος. Αυτή ήταν και η αποστολή του Μίκη: να ενώσει, να υπερβεί τους διχασμούς, να μιλήσει για τον άνθρωπο. Και το έκανε μέσα από τη μουσική του, που κουβαλά τις εμπειρίες ενός ανθρώπου που βασανίστηκε, πολέμησε, αντιστάθηκε και μεταμόρφωσε όλα αυτά σε τέχνη. Είναι, νομίζω, μια βοήθεια για το ανθρώπινο είδος – οικουμενική μουσική, όχι μόνο ελληνική.

– Πώς οργανώθηκαν αυτές οι συναυλίες;

Τις οργάνωσε ένας υπέροχος μαέστρος, ο Μπαρτ Σίμα, και η σύζυγός του, η Τζούλια. Έκαναν τις ενορχηστρώσεις με ένα σύνολο μουσικών από διαφορετικά μέρη: Ιταλία, Γαλλία, Τουρκία, Ελλάδα, Ιρλανδία. Αυτή η πολυπολιτισμική σύνθεση δίνει μια νέα διάσταση στη μουσική του Μίκη. Κάθε μουσικός έχει την ελευθερία να «ακουμπήσει» το έργο με τον δικό του τρόπο. Όσο περισσότερο ανοίγεις αυτή τη μουσική, τόσο περισσότερο σε αγκαλιάζει.

Πραγματικά νιώθω τυχερός που με κάλεσαν να συμπράξω με αυτή την ορχήστρα, για να τιμήσουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη. Αν και, να σας πω την αλήθεια, ο Μίκης για μένα δεν είναι «100 ετών» — είναι 2.500 ετών. Είναι ένα κομμάτι της διαχρονικής ελληνικής ψυχής, συγγενής με τους αρχαίους φιλοσόφους, τους ποιητές, τους επαναστάτες.

– Πώς αντιδρά το ολλανδικό κοινό στη μουσική του Θεοδωράκη;

Με ενθουσιασμό. Η μουσική του έχει τέτοια δύναμη και τέτοια διείσδυση, που ξεπερνά το πρόβλημα της γλώσσας. Οι κραδασμοί της ψυχής είναι οι ίδιοι, είτε είσαι Έλληνας είτε Ολλανδός. Ο Μίκης εκπροσωπεί αυτό που πρεσβεύει η μουσική καθαυτή: το όρθιο ανάστημα, τη δύναμη, την αλήθεια, τον άνθρωπο.

- Πείτε μας  κάποια προσωπική ανάμνηση από τη συνεργασία σας μαζί του

Την εποχή που συμμετείχα στη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκη Θεοδωράκη, που ξεκίνησε το 1997, εκείνος ερχόταν συχνά στις συναυλίες μας — άλλοτε έδινε οδηγίες, άλλοτε απλώς μας παρακολουθούσε.

Θυμάμαι μια συναυλία στην παραλία της Καλογριάς, στην περιοχή της Στούπας, κοντά στο σπίτι όπου κάποτε έμενε ο Καζαντζάκης και έγραφε τον «Ζορμπά». Ήταν μια βραδιά γεμάτη συγκίνηση. Πριν ξεκινήσει η ορχήστρα, πήρα την πρωτοβουλία να πω το τραγούδι «Το ξέγνοιαστο πουλί» a capella. Ο κόσμος συμμετείχε με ενθουσιασμό και, όταν τελείωσε το τραγούδι, είδαμε τον Μίκη να ανεβαίνει προς τη σκηνή. Ήρθε αργά, με αυτό το γνώριμο, επιβλητικό βήμα του. Ανέβηκε στη σκηνή, άπλωσε τα χέρια του και μου άγγιξε τον ώμο. Εκείνη η στιγμή ήταν σαν ευλογία· δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

– Υπάρχει κάποιο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη που να σας αγγίζει περισσότερο;

Δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει «ένα» τραγούδι. Το ένα συμπληρώνει το άλλο – είναι σαν ένας ζωντανός κύκλος. Αν όμως έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιο, θα έλεγα «Το Όνειρο», από το έργο «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού».

Σε αυτό το έργο, ο Μίκης είχε γράψει και τους στίχους. Ήταν πολύ νέος τότε, και μέσα από τους στίχους του μιλούσε για τα γεγονότα του Εμφυλίου, για τον διχασμό και τον πόνο των ανθρώπων. Το τραγούδι αρχίζει με τους στίχους «Είχε μάνα, δυο δέντρα, δυο ποτάμια…» και αφηγείται την ιστορία δύο αδελφών που βρέθηκαν αντίπαλοι. Ο ένας χάθηκε, ο άλλος έμεινε να ψάχνει τον προσανατολισμό του — που είναι η συμφιλίωση. Είναι ένα τραγούδι συγκλονιστικό· σχεδόν δεν μπορώ να το πω χωρίς να συγκινηθώ βαθιά κάθε φορά.

– Στις συναυλίες αυτές στο κοινό υπήρχαν και Έλληνες και Ολλανδοί. Πώς βιώνετε αυτή τη μίξη;

Ναι, υπήρχαν αρκετοί Έλληνες της διασποράς, αλλά και πολλοί Ολλανδοί. Οι Έλληνες, φυσικά, κουβαλούν μια νοσταλγία, ίσως και μια συγκίνηση για την πατρίδα, για μια ζωή που δεν ζουν καθημερινά πια. Οι νεότεροι μπορεί να μην έχουν ζήσει όσα περιγράφουν τα τραγούδια, αλλά τα αισθάνονται μέσα τους.

Από την άλλη, ο Ολλανδός, ο Γερμανός, ο Τούρκος, ο Ιταλός — ακόμη κι αν δεν γνωρίζει τη γλώσσα — αντιλαμβάνεται τη δύναμη αυτής της μουσικής. Γιατί, όπως είπα και πριν, οι κραδασμοί είναι ίδιοι για όλους. Αυτή είναι και η αποστολή του Μίκη: να ξεπερνά τα σύνορα, να μιλά για τον άνθρωπο, όχι για τον «ντόπιο».

– Το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου του Μίκη θεοδωράκη έγινε σε δύσκολες συνθήκες.

Ναι, ακριβώς. Πολλές φορές τα έργα του Μίκη γράφτηκαν κάτω από δύσκολες, ακόμη και παράνομες συνθήκες. Ο ίδιος ήταν φυλακισμένος, εξόριστος, περιορισμένος, κι όμως όλοι όσοι τον περιέβαλλαν προσπαθούσαν να κρατήσουν το έργο του ζωντανό, να το ηχογραφήσουν, να το φέρουν στον κόσμο. Και νομίζω ότι όλοι καταλάβαιναν πως αυτό ήταν το ουσιαστικό ζητούμενο του Μίκη: να κρατήσει τον άνθρωπο όρθιο. Αυτή ήταν η αποστολή του. Και αυτό είναι που μένει — η δύναμη να στεκόμαστε όρθιοι, παρά τις δυσκολίες.

– Πώς βλέπετε τη σημερινή μουσική πραγματικότητα σε σχέση με το έργο του Θεοδωράκη;

Το έργο του Μίκη έχει προδιαγραφές — βασίζεται σε λόγο, σε μουσικότητα, σε ερμηνεία, σε αλήθεια. Όταν φτιάχνεις ή τραγουδάς ένα τέτοιο τραγούδι, οφείλεις να έχεις επίγνωση όλων αυτών: των στίχων, της ενορχήστρωσης, της συγκίνησης. Μόνο τότε μπορεί να φτάσει πραγματικά στον ακροατή, να τον αγγίξει, να τον ανυψώσει.

Δυστυχώς, σήμερα υπάρχει και πολύς «θόρυβος» — μια μηχανική, εμπορική παραγωγή που δεν έχει επαφή με την ιστορία μας. Όμως ο λόγος που διατηρούνται η παράδοσή μας, το ρεμπέτικο, η λαϊκή μας μουσική, είναι γιατί πατάνε πάνω σε αλήθειες που ζήσαμε. Είναι σαν ζωντανά αρχεία της ψυχής μας. Και, με έναν τρόπο, είναι και προφητικά: υπάρχουν για να μας θυμίζουν τι πρέπει να μην ξαναζήσουμε. Αυτή είναι η δύναμή τους — είναι βιωματικά, εκπαιδευτικά, ανθρώπινα.