ΤΟΠΙΚΑ

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΚΔΡΟΜΗΣ ΣΤΙΣ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΛΕΣΧΗΣ ΠΟΝΤΙΩΝ ΣΕΡΡΩΝ

Η αποστολή της Ευξείνου Λέσχης με την επωνυμία “ΠΟΝΤΟΣ 2024” θα ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη και πιο συγκεκριμένα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η αποστολή της Ευξείνου Λέσχης με την επωνυμία “ΠΟΝΤΟΣ 2024” θα ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη και πιο συγκεκριμένα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης, ο προκαθήμενος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά από προηγηθείσα επικοινωνία με το ΔΣ της Ευξείνου Λέσχης, μάς ενέταξε “ευχαρίστως” στο ημερήσιο πρόγραμμά του. Η ακρόαση μαζί του προγραμματίστηκε για τις 10:30 π.μ. στον Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Λόγω, όμως, της πρόωρης άφιξής μας καταφέραμε, πριν την συνάντησή μας με την Α.Θ.Π., να επισκεφθούμε, εν τάχει, την Παναγία των Βλαχερνών.

Εκεί, ανάψαμε κεριά, φωτογραφίσαμε τον επιτύμβιο ψαλμό “ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ”, που μας θύμισε την αντιμετώπιση των αβαρικών επιδρομών εναντίον της Βασιλεύουσας και βρεθήκαμε μπροστά στην καρκινική επιγραφή “ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ”. Η ώρα, ωστόσο, της ακρόασής μας με τον προκαθήμενο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είχε φτάσει και εμείς σπεύσαμε στην πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στον Άγιο Γεώργιο στο Φανάρι.

Στην διάρκεια της αναμονής μας στον αύλειο χώρο είχαμε την δυνατότητα να απαθανατίσουμε τον, από αιώνες, θρησκευτικό μας πλούτο και μεταξύ άλλων δεν παραλείψαμε να συμπεριλάβουμε και μια φωτογραφία της σφραγισμένης, εδώ και 203 χρόνια, κεντρικής πύλης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό στον βουβό θρήνο για τον Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, τον οποίο κρέμασαν και ατίμωσαν οι Τούρκοι, επειδή ηγήθηκε δια του καλού παραδείγματος, αρνούμενος να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου του 1821. Και ενώ προμηθευόμασταν νάματα, κατέφθασε ο Παναγιότατος, συνοδευόμενος από τους συνεργάτες του. Ευσταλής, μικροκαμωμένος και εύθυμος μας καλωσόρισε. Και τότε “ξύπνησαν ξανά χείμαροι αναμνήσεων”. Τον ακολουθήσαμε στον Ναό. Μας μίλησε από άμβωνος και τα λόγια του ανάγονταν στην συλλογική μνήμη, την οποία, την τρέχουσα στιγμή, είχαμε ανάγκη.

Αξίζει να αναφερθεί, ότι κατά την διάρκεια της ακρόασής μας μάς έδωσε τις πιο θερμές ευχές του για το ταξίδι μας, μέσα σε κλίμα συγκίνησης και κυρίως “αροθυμίας”, μνημονεύοντας τον αείμνηστο μητροπολίτη Δράμας Παύλο και την συνεργασία τους αναφορικά με την Μονή της Σουμελιώτισσας στην Τραπεζούντα και τις ενέργειες επαναλειτουργίας της. Ο Παναγιώτατος, αναφέρθηκε και στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτης, Θεολόγο, στέλνοντας τους πατρικούς και εκκλησιαστικούς του χαιρετισμούς, ενώ δεν παρέλειψε, μετά από διάλογο με την πρόεδρο της Ευξείνου Λέσχης, να αναφερθεί και στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου, Βαρθολομαίο, εν όψει των εόρτιων εκδηλώσεων της 21-24ης Σεπτεμβρίου 2024 για τα 100 χρόνια της ανύψωσης της Επισκοπής σε Ιερά Μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου και της συμμετοχής της

Α.Θ.Π. σε αυτές. Η επίσκεψή μας στο Φανάρι ολοκληρώθηκε με την ανταλλαγή συμβολικών δώρων, σύμφωνα με την εθιμοτυπία της φιλοξενίας και την καθιερωμένη φωτογραφία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.Άλλωστε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ιδιαίτερα η Κωνσταντινούπολη δεν είναι μόνο σταυροδρόμι ηπείρων και θαλασσών. Αποτελεί και το μαγευτικότερο σταυροδρόμι ολόκληρου του κόσμου. Και ‘κει ψηλά, επιβλητική και μοναδική η Μεγάλη του Γένους Σχολή, λουσμένη στο χρυσό φως του ήλιου που προβάλλει από την Ανατολή, να ατενίζει τον Βόσπορο.

Αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα κυριεύουν κάθε διαβάτη, κάθε περαστικό, κάθε σχολαστικό περιηγητή όταν βρίσκεται στον τόπο αυτό. Παρόμοια, ίσως και ακόμη πιο έντονα, κυρίεψαν και εμάς, την αποστολή της Ευξείνου Λέσχης Σερρών. Μνημεία τέχνης και μνημεία ιστορικά. Βυζαντινές εκκλησιές και μεγαλόπρεπα τζαμιά. Μουσεία πλούσια από αρχαιολογικούς θησαυρούς και παλάτια γεμάτα πολυτέλεια και χλιδή. Όλα όμορφα, δωρικά, ευγενικά, σύμμετρα με το μεγαλείο της Πόλης. Και απέναντί μας το μέγα θαύμα, ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, η Αγιά Σοφιά, η Μεγάλη Εκκλησιά, περήφανη, περίβλεπτη, πανέμορφη, συγκινητική, καθηλωτική! Η κοσμοξάκουστη εκκλησιά, με τα απείρου κάλλους ψηφιδωτά και τις υψηλής αισθητικής αγιογραφίες, θα απαντά πάντα με τη σιωπή της σε κάθε είδους προσκλήσεις και προκλήσεις.

Και από την άλλη πλευρά, ένα ζωντανό παραμύθι με κιόσκια, στοές, κήπους και τείχη.Τα τείχη και μάλιστα τα Θεοδοσιανά με το Καριγιέ Μουσείο ή Μουσείο της Χώρας που μετατράπηκε σε Καριγιέ Τζαμί το 1481 από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄, αλλά πάντα θα αποθησαυρίζεται ως η “Εν τη Χώρα Μονή” ή “Μονή της Χώρας” αποτελούν μνημεία που πάντα θα λαμπρύνουν τον τόπο αυτό με την ελληνικότητά τους. Μάλιστα σε αυτό το μνημείο-σύμβολο μας επιτράπηκε, από τύχη, η είσοδος και μάλιστα χωρίς αντίτιμο, όπως είθισται.

Η περιήγησή μας στην ύπαιθρο χώρα του Ευξείνου Πόντου ξεκίνησε την δεύτερη ημέρα και από την περιοχή της Παφλαγονίας, η οποία διαρρέεται από τον Άλυ ποταμό. Σαφράμπολη, Κασταμονή, Σινώπη, Μπάφρα και Αμισός ήταν οι πρώτες εικόνες και εμπειρίες μας. Στην Σαφράμπολη, η οποία αποτελεί διαμέρισμα της Επαρχίας Καραμπούκ, την επί Βυζαντίου γνωστή ως Θεοδωρούπολη, θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με τα παραδοσιακά ελληνικά και άλλα αρχοντικά από πέτρα και ξύλο, στην παλιά πόλη.Το σαφράν, γνωστό και ως κρόκος σαφράν, που καλλιεργείται στην περιοχή, το πιο ακριβό μπαχαρικό, είναι αυτό που έδωσε το όνομά του στην συγκεκριμένη πόλη. Επισκεφθήκαμε εκεί το Εθνογραφικό Μουσείο και θαυμάσαμε το ένδοξο παρελθόν μας. Ο θαυμασμός μας για τον πλούτο και την αξιοσύνη των Ελλήνων, Καραμανλήδες ως επί το πλείστον, που κατοικούσαν στην Σαφράμπολη και δραστηριοποιούνταν εμπορικά σε Ανατολή και Δύση, δεν περιγραφόταν.

Την τρίτη ημέρα θα επισκεπτόμασταν την Κασταμονή, την Σινώπη και την Μπάφρα και θα καταλήγαμε στην Σαμψούντα. Όταν φτάσαμε στην Κασταμονή, την πατρίδα της βυζαντινής αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών, επισκεφθήκαμε πρώτα το Κάστρο των Κομνηνών και

στην συνέχεια την Παπαζόγλειο Αστική Σχολή. Η περιοχή, σήμερα, εκτός των άλλων, φημίζεται και για τα σκόρδα της, τα οποία και φωτογραφίζαμε διερχόμενοι από τα καταστήματα της κεντρικής αγοράς της.

Αφήσαμε την Κασταμονή και φτάσαμε στη Σινώπη, την πρώτη ελληνική αποικία των Μιλησίων. Στην είσοδο της πόλης βρίσκεται το άγαλμα του Διογένη του Κυνικού ή Σινωπέα, του Έλληνα Φιλοσόφου και θεμελιωτή της Φιλοσοφικής Σχολής των Κυνικών και ακριβώς απέναντί του οι φυλακές που κρατούσαν έγκλειστους τους αντιφρονούντες Τούρκους του 1960. Επισκεφθήκαμε και το Αρχαιολογικό της Μουσείο, στο οποίο βρίσκονται και τρεις αυθεντικές βυζαντινές εικόνες, φυλαγμένες σε προθήκες. Στη Σινώπη, επίσης, γευματίσαμε με παρευξείνιες Τσιπούρες και Λαυράκια.

Μετά το γεύμα συνεχίσαμε για την Μπάφρα. Στην Μπάφρα, εκτός από την καλλιέργεια άριστης ποιότητας καπνού, ο Άλυς ποταμός στα δεξιά της είναι ό,τι ο Νείλος για την Αίγυπτο. Τα όρια της πόλης σε μήκος φτάνουν μεχρι τη Σεβάστεια. Επίσης, στις κλεισούρες της οροσειράς Νεμπιέν και της οροσειράς Κους Μποκού δραστηριοποιήθηκαν αντάρτικες ομάδες και οπλαρχηγοί, όπως ο Παντέλ αγάς, ο Ιστύλ αγάς, ο Παπούλ αγάς, ο Χατζηχρήστος Αμπατζόγλου και άλλοι πολλοί. Η Κοινότητα των Ορθοδόξων της Μπάφρας, βέβαια, είχε Νηπιαγωγείο, Αστική Σχολή, Αρρεναγωγείο στη συνοικία Σαχλί και Παρθεναγωγείο, των οποίων ούτε τα χαλάσματα δεν έμειναν, για να τα δούμε, κατά την επίσκεψή μας. Αλλά, το τέλος της τρίτης ημέρας θα μας έβρισκε στην Αμισό ή Σαμψούντα.

Η Αμισός, γνωστή από τον χρησμό του Μαντείου των Δελφών: “Κροίσος Άλυν διαβάς, μεγάλην αρχήν καταλύσει” είναι το ίδιο όμορφη. Περιηγθήκαμε πρώτα στην πόλη. Περάσαμε από το καπνεργοστάσιο του Ρεζί. Φωτογραφηθήκαμε έξω από την οικία του Κιόρογλου. Περπατήσαμε πέριξ και εντός του Τσινέκειου σχολικού συγκροτήματος, μέρος του οποίου λειτουργεί, ακόμη και σήμερα, ως σχολική μονάδα. Νοσταλγήσαμε διερχόμενοι έξω από τα αρχοντικά των Ρωμιών και καταλήξαμε στην πλατεία του ρολογιού, όπου έλαβαν χώρα και τα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας το 1914 και με το καφεκοπτείο Ανανιάδη στην απέναντι γωνία να μας αποζημιώνει, χάριν της αναβίωσής του σήμερα στην περιοχή της Καβάλας, θυμίζοντάς μας την αστείρευτη ελληνική δύναμη και λεβεντιά. Η επόμενη στάση μας ήταν η παραλία της Σαμψούντας, εκεί όπου η πόλη έχει προσομοιώσει με κέρινα ομοιώματα το πλοίο “(Πάνορμος), με το οποίο εισέβαλε ο Μουσταφά Κεμάλ στην Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919 ως απελευθερωτής για τους Τούρκους αλλά ως δήμιος για τους αλλόθρησκους και ιδιαιτέρως για τους Έλληνες Χριστιανούς, παραμένοντας 20 ημέρες, ώστε να οργανώσει τον έλεγχο και την καταστολή της Επανάστασης των Ελλήνων Ποντίων στην Μαύρη Θάλασσα. Δεξιά και αριστερά της οδού Ελευθερίας, όπως ονομάστηκε ο δρόμος από το λιμάνι μέχρι και την κύρια οδό της Σαμψούντας, φυλλάσσονται σε ειδικές προθήκες τα κέρινα ομοιώματα των συνεργατών του. Στο βάθος της δεξιάς πλευράς για τον περιηγητή που προσεγγίζει το λιμάνι και το πλοίο υπάρχουν επιτοίχιες αναπαραστάσεις των γεγονότων. Για εμάς, όμως, στη Σαμψούντα, θα είναι πάντα ζωντανή η αποβίβαση του Γερμανού Καραβαγγέλη, του νέου, τότε Μητροπολίτη Αμάσειας, ο

οποίος αποβιβάστηκε στις 25-03-1908 καιακολούθως ανέπτυξε ποικίλη δράση, θρησκευτική, μορφωτική και κοινωνική και αντιμετώπισε τόσο τους εκτοπισμούς του 1916 όσο και την άφιξη του Κεμάλ το 1919. Αναχωρήσαμε θλιμμένοι για το Αμαζόνιο πεδίο και την Τέρμε.

Ο Τσαρσαμπάς, η αρχαία Θεμίσκυρα, η σημερινή Τέρμε, με τους ορυζώνες και τις αρχαίες Αμαζόνες, μας εξέπληξε θετικά. Την χρειαζόμασταν, άλλωστε, αυτή την ανάταση μετά τα παραλιμάνια θεάματα της Σαμψούντας. Αφού φωτογραφήσαμε το άγαλμα της Αμαζόνας στην αριστερή κατεύθυνση του δρόμου μας, κατευθυνθήκαμε προς την Οινόη, το Βυζαντινόν Οίναιον, το δυτικό σύνορο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Την διασχίσαμε και γρήγορα φτάσαμε και στην Φάτσα, την Φαδίσανη. Αντικρίσαμε το Ιασώνειον ακρωτήριο, το δυτικό άκρο της Δημοκρατίας του Πόντου και ανακαλέσαμε στη μνήμη μας τον Πολέμωνα, τον γιο του ρήτορα Ζήνωνα, τον ηγεμόνα του Πολεμωνιακού Πόντου, μιας και η Φάτσα ονομαζόταν και Μπολαμάν, δηλαδή Πολεμώνιον. Ακολούθως, αντικρίσαμε το “Κότυος ώρα”, δηλαδή τα Κοτύωρα. Το σημερινό όνομά τους, Ορντού, σημαίνει στρατόπεδο. Σταματήσαμε σε ένα υπερυψωμένο πλάτωμα της εθνικής οδού και στα αριστερά μας διερχόμενοι είδαμε να δεσπόζει το καύχημα της Ορντού, ο Ναός της Υπαπαντής, “τ’ Ορντούς η Παναΐα”, όπου αφήσαμε το αποτύπωμά μας στο Βιβλίο Εντυπώσεων του Ναού. Αναχωρήσαμε για την Κερασούντα, με ενδιάμεσο σταθμό την Πουλαντζάκη, την πατρίδα του Λεονίδα Ιασονίδη.

Η Κερασούντα, η οποία πάλι πήρε το όνομά της από τις αγριοκερασιές, τις οποίες ο Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλος το 74 π.Χ. μετέφερε στην Ευρώπη, για να καλλιεργηθούν, εξάγει πρωτίστως φουντούκια-“λεφτοκάρυα” και δευτερευόντως καπνό, μέλι, ρύζι και άλλα είδη. Στο κέντρο της πόλης φωτογραφήσαμε το άγαλμα του φουντουκιού και κατευθυνθήκαμε στον Ναό του Αγίου Νικολάου που είναι σήμερα μουσείο. Επισκεφθήκαμε και το, παρακείμενο του ναού, σπίτι του ιερέα, ενώ ο χώρος του νάματος που μετατράπηκε σε υπόγειο αρχαιολογικό μουσείο φιλοξενεί πολλά εκθέματα της περιοχής και με ελληνικές επιγραφές. Δυτικά του ναού είδαμε το Δημοτικό Σχολείο της Κερασούντας, ενώ σε περιήγησή μας στην περιοχή πέριξ του ναού είδαμε τα παλιά ελληνικά αρχοντικά, στα οποία σήμερα ζουν Τούρκοι επιφανείς Κερασούντιοι. Τέλος, εντυπωσιαστήκαμε από το Ημιγυμνάσιο της Κερασούντας, το οποίο διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση. Στις συζητήσεις μας δεν παραλείψαμε να αναφερθούμε και στον αιωνόβιο Δήμαρχο Κερασούντας, τον Καπτάν Γιώργη Κωνσταντινίδη Πασά και παράλληλα στην σπάνια εγκληματική φύση που μας υπέδειξε η ίδια η Ιστορία, τον Τοπάλ Οσμάν. Το μνημείο του τελευταίου βρίσκεται ακριβώς στον τάφο, όπου οι Κερασούντιοι έθαψαν τον Καπτάν Γιώργη, τον Δήμαρχό τους, αλλά οι Τούρκοι, ένεκα του εθνοθρησκευτικού τους φανατισμού, τον κατέστρεψαν λίγο πριν τον ξεριζωμό. Δεν επιθυμήσαμε να δούμε το μνημείο του δημιού μας και συνεχίσαμε προβληματισμένοι την διαδρομή μας για την Τραπεζούντα.

Διασχίσαμε πρώτα τα Πλάτανα, την Ερμώνασα, που σύμφωνα με τον Στράβωνα, ήταν γεμάτη με φυτείες φουντουκιών, οι οποίες εκτείνονται και πέραν της Κερασούντας και φτάνουν μέχρι την Τραπεζούντα και αναγνωρίσαμε τα μορφολογικά στοιχεία των σπαραγμάτων της οικιστικής ελληνικής αρχιτεχτονικής της πόλης. Ανακαλέσαμε στην μνήμη μας την αρχαιοελληνική παράδοση και τον πυρρίχιο χορό, ο οποίος χορεύτηκε από τον Πύρριχο και τα παλληκάρια του γύρω από το νεκρό σώμα του Πάτροκλου, εκεί, στον ποταμό Σέρα στα Πλάτανα, λίγο έξω από την Τραπεζούντα.

Την επόμενη ημέρα αναχωρήσαμε από την Τραπεζούντα για την Μονή της Παναγίας στο όρος Μελά και επιστρέψαμε σε αυτήν από τον ίδιο δρόμο και με ενδιάμεσες στάσεις στην περιοχή της Ματσούκας, στην οποία και γευτήκαμε κατά την επιστροφή μας από το μοναστήρι το υπέροχο ρυζόγαλό της και φωτογραφηθήκαμε ση “Τρίχας το γεφύρ’”, την λιθόκτιστη τοξωτή γέφυρα στον ποταμό Πυξίτη ή Δαφνοπόταμο. Δεν παραλείψαμε να απαθανατίσουμε και το άγαλμα των Ποντίων Χορευτών, που ο Δήμος της Ματσούκας τοποθέτησε παραπλεύρως του Πυξίτη ποταμού, τιμώντας τους προγόνους μας και προγόνους τους.

Η μυρωδιά της ποντικής Αζαλέας και τα δάση της μαυροπεύκης κυριαρχούσαν μαζί με τα ροδόδεντρα και τις κρανιές μέσα στα τεράστια φαράγγια, τα θεόρατα βράχια και τους καταρράχτες. Από την άλλη πλευρά, διακρίνονταν τα παρχάρια με την πλούσια βλάστηση, τις αυτοσχέδιες αποθήκες και τα καταλύμματα προσωρινής και βραχείας διαμονής, οι υδρόμυλοι και τα εργαστήρια που μόλις φαίνονταν εξ αιτίας της δείσας, της πυκνής και χιλιοτραγουδισμένης ομίχλης. Και αμέσως μετά η διχάλα του Πυξίτη ποταμού με της Λαραχανής το ποτάμι από την μια (ή ποτάμι της Παναγιάς) και από την άλλη τον Πρύτανη ποταμό. Μόνο βλάστηση και νερά κυριαρχούσαν στο τοπίο. Μας επιτράπηκε η άνοδος μέχρι τον σταθμό της Κουδούας, άλλως λεγόμενος και “Μεριεμάνα” λόγω του παραλλαγμένου ονόματος της Παναγίας μας.

Κυκλοειδής χωματόδρομος, πέτρινα σκαλιά και ακολούθως ξύλινα εναλλάσσονταν στο κλιμακωτό μονοπάτι της Μονής. Και αμέσως μετά, πρόβαλαν το πέτρινο προστατευτικό τείχος, οι οχτώ καμάρες και η ανοδική πέτρινη σκάλα με το συμπαγές στηθαίο μπροστά από την Πύλη της Μονής. Στα 2.810 μέτρα αντικρίσαμε την Ιερά, Αυτοκρατορική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Σουμελιώτισσας. Υπέροχες αγιογραφίες σε γαλάζιο και πορφυρό χρώμα κοσμούν το εσωτερικό και τις εξωτερικές όψεις του Ναού, ενώ τα ίδια παρατηρήσαμε και στο υπόσκαφο αλλά και σε ένα μικρότερο παρεκκλήσι, το οποίο κτίστηκε, πιθανόν, αργότερα. Ανεβήκαμε τα 115 σκαλοπάτια, για να φτάσουμε στο πλάτωμα, όπου θα εκδίδονταν τα εισιτήρια εισόδου μας στην Μονή. Εκεί ήταν και ο μουσειακός χώρος με εκθέματα προς πώληση και ένα μικρό καφέ. Μπήκαμε και ανεβήκαμε τα πρώτα 65 σκαλοπάτια της πέτρινης σκάλας, η οποία καταλήγει στην τοξωτή πύλη της Μονής. Παντού η Παναγία!

Μετρήσαμε, καθώς κατεβαίναμε, επιπλέον 63 σκαλοπάτια, ενώ ενδιάμεσα από αυτά κρέμονταν στην κυριολεξία η Βιβλιοθήκη και το Αρχονταρίκι, τα οποία και επισκεφθήκαμε. Κατηφορίσαμε στην

αυλή της Μονής. Δεξιά μας βλέπαμε το διώροφο εσωτερικά αλλά τετραώροφο εξωτερικά κτίσμα με τα 72 κελιά, που κατασκευάστηκε το 1864. Αριστερά μας το μαγειρείο, το αγίασμα, ο υπόσκαφος ναός με το Ιερό Σπήλαιο και το καμαροσκέπαστο κτίσμα, το οποίο εικάζεται πως είναι η τράπεζα και μετά το ορφανοτροφείο, δίπλα από το παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού. Πάνω και αριστερά μας το παρεκκλήσι του Ιωάννου του Θεολόγου και τα ερείπια από το Καμπαναριό και από τα άλλα κτίσματα.

Μπήκαμε στο Ναό από την τοξωτή πόρτα που είναι στα αριστερά της κόγχης του Ιερού. Στην θεοσκέπαστη οροφή αντικρίσαμε με δέος της Παντάνασσα. Μας καλωσόρισε και με το βλέμμα της μας αγκάλιασε όλους. Παρατηρήσαμε τις κακοποιημένες και αλλοιωμένες αγιογραφίες και τις συνδέσαμε με την σύγχρονη αντιμετώπιση του συγκεκριμένου μνημείου, αν και παγκόσμιας κληρονομιάς, ωστόσο αστείρευτης πηγής πλουτισμού στο πλαίσιο του θρησκευτικού τουρισμού του επίσημου κράτους. Όμως, δεν αφήσαμε το θυμό να κυριαρχήσει και σπεύσαμε να θαυμάσουμε από εδώ ψηλά, από τον Ιερό Βράχο, τα άγια τούτα χώματα και το φαράγγι του ποταμού της Παναγιάς, τη ροή του και την ελικοειδή απόλιξή του. Θυμιατίσαμε, ανάψαμε κεριά, ανάψαμε και το καντήλι! Στο τέλος, ήπιαμε και τον πικρό καφέ στην μνήμη των γονιών μας! Λίγο πριν την αναχώρησή μας, χορέψαμε! Χόρεψαν μαζί μας και κάποιοι νέοι, πιθανόν τουρκικής καταγωγής, αλλά ιδιαίτερα φιλικοί. Κατασυγκινημένοι, φεύγοντας, στρέφαμε πολλές φορές το βλέμμα προς τα πίσω. Πώς θα αφήναμε μόνη τη μάνα Παναγιά;

Καταλήξαμε στη Μάτσκα για ρυζόγαλο. Φτάσαμε πάλι μέχρι τα Πλάτανα για να προμηθευτούμε φουντούκια και τσάγια και επιστρέφοντας ανηφορίσαμε στο Κρυονέρι (Σόουκ Σου), για να επισκεφθούμε τη θερινή έπαυλη του τραπεζίτη Κωνσταντίνου Καπαγιαννίδη. Μείναμε ενεοί από τον πλούτο και την μεγαλοπρέπειά της, από την οικοδομική λεπτομέρεια, τα έπιπλα και τηντεχνογνωσία των ιδιοκτητών αλλά κυρίως από τους τεράστιους, εξαιρετικούς και πολύ καλά φροντισμένους κήπους της. Η έπαυλις σήμερα είναι το Ατατούρκ Κιόσκ.

Η έκτη ημέρα μας, ημέρα Σάββατο 20 Ιουλίου, ήταν αφιερωμένη στα μνημεία της πόλης της Τραπεζούντας. Θα ξεκινούσαμε από το επιβληκότερο όλων μνημείο της, την Αγία Σοφία, την περιβάλλουσα με την περισσότερη αυτοκρατορική λαμπρότητα. Είναι χτισμένη κατά το πρότυπο της Αγια-Σοφιάς της Πόλης από τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό τον 13ο μ.Χ. αιώνα και σε σαφώς μικρότερο μέγεθος, βρίσκεται στην συνοικία Σότκα (κατά παράφραση της ελληνικής λέξης εξώτειχα) λόγω της τοποθεσίας της και σε απόσταση περίπου 2 χιλιομέτρων από τα δυτικά τείχη. Ο τρούλος της, ύψους 2 μέτρων και διαμέτρου 6, είναι ανιστορημένος με την προσκύνηση των 81 Αγγέλων και μοιάζει με ζωφόρο, η οποία περιβάλλει μεγάλο μέρος του. Όλες οι τοιχογραφίες, αρκετές από τις οποίες επιχρίστηκαν δυστυχώς, ανάγονται στην τέχνη και τους ρυθμούς της πρώιμης Παλαιολόγειας Αναγέννησης και προδίδουν την αντοχή αυτής στον χρόνο. Στον νότιο πυλώνα αναπαρίσταται ο μονοκέφαλος αετός των Κομνηνών και συγκεκριμένα στην κορυφή του τόξου. Στα δεξιά και πάνω ακριβώς από το τρίτοξο υπέρθυρο διακρίνεται, αρκετά κακοποιημένη, ανάγλυφη παράσταση με

επιγραφή, “ΚοΘΕΟΣ ΕΛΕΗΣΟΝ Κ ΒΟΗΘΗ ΑΓΙΟΣ ΑΓ” του προπατορικού αμαρτήματος. Στο ίδιο ύψος και αριστερά αναπαρίσταται η επιγραφή “ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΟΥ”, αναφερόμενη στην εκδίωξη των πρωτοπλαστών από τον Παράδεισο. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν και τα σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Επί Αλεξίου, όμως, του Δ΄ χτίστηκε σε μικρή απόσταση από τον ναό και στην δεξιά πλευρά του τετραώροφος πύργος, ύψους 40 μέτρων με πυραμιδοειδή επικάλυψη, ο οποίος τότε χρησίμευσε είτε ως παρατηρητήριο είτε ως αστεροσκοπείο, ενώ αργότερα έγινε καμπαναριό.

Σειρά είχε ο Άγιος Ευγένιος, ο πολιούχος άγιος της Τραπεζούντας και των συνάθλων του Αγίων, Κανιδίου, Ουαλεριανού και Ακύλα, που είναι σήμερα το Γενί Τζουμά Τζαμί, εκεί, στην πλαγιά του λόφου. Μπήκαμε μέσα, καλυμμένοι και ανυπόδητοι και περιηγηθήκαμε. Ο τρούλος του, που στη θέση του Παντοκράτορα έχει τώρα φυτικό διάκοσμο, διατηρεί την στεφάνη του πρώτου ναού, ενώ τα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα έχουν αποσπάσματα από το Κοράνι. Μελαγχολήσαμε και βγήκαμε. Ο δεύτερος αυτός σε μεγαλοπρέπεια ναός, μετά την Παναγία την Χρυσοκέφαλο, συνδέεται και με την ιστορία της πόλης μας. Το τουρκικό όνομά του σημαίνει Τέμενος της πρώτης Παρασκευής από την Άλωση της Τραπεζούντας, επειδή διέταξε ο Μωάμεθ από τη Δευτέρα που εισέβαλε μέχρι την Παρασκευή της ίδιας εμδομάδας, να μετατραπεί τάχιστα ο ναός του Αγίου Ευγενίου σε τζαμί, για να προσευχηθεί. Αυτός είναι και λόγος που μετονομάστηκε σε Γενί Τζουμά Τζαμί. Επίσης, τον Δεκαπενταύγουστο του 1461, ημέρα Δευτέρα, που ο Μωάμεθ ο Πορθητής μπήκε στην Τραπεζούντα, ο αυτοκράτορας Δαυίδ Κομνηνός, αφού συνθηκολόγησε μαζί του, πήρε την βασιλική οικογένεια, αφήνοντας την Τραπεζούντα, και εγκαταστάθηκε στις Σέρρες. Ωστόσο, δεν γλίτωσε ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και η οικογένειά του την τούρκικη σπάθα, αφού, δυο χρόνια αργότερα και με εντολή του Μωάμεθ του Β΄, στις 1 Νοεμβρίου του 1463, τους κρέμασαν στο τέλος της βασιλικής οδού, έξω περίπου από την πόλη. Από την βιαιοπραγία αυτή εξαιρέθηκε η Ελένη, η σύζυγος του Δαυίδ, η εγγονή του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, η οποία, αφού περισυνέλεξε τα άψυχα σώματα του συζύγου της, των τριών παιδιών τους και του ανηψιού τους, τα ενταφίασε στον αύλειο χώρο των Αγίων Θεοδώρων, της παλαιάς Μητρόπολης των Σερρών, ενώ η ίδια μόνασε για το υπόλοιπο της ζωής της.

Μετά κατευθυνθήκαμε προς την Παναγία την Χρυσοκέφαλο υπό βροχή. Η Παναγία η Χρυσοκέφαλος ήταν η Μητρόπολη των Κομνηνών, όπου τελούσαν τις επίσημες τελετές τους, όπως τις στέψεις και τους ενταφιασμούς τους. Μάλιστα, πίσω από το Ιερό βήμα του ναού υπήρχε ο τάφος του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, του οποίου τα οστά μεταφέρθηκαν το 1923 στην Ελλάδα και φυλάσσονται στην ανιστορημένη Παναγία Σουμελά του Βερμίου όρους. Η Παναγία η Χρυσοκέφαλος, Φατίχ Τζαμί σήμερα, κατασκευάστηκε τον 10 μ.Χ. αιώνα και στο εσωτερικό της και συγκεκριμένα στην κόγχη του Ιερού σώζεται τμήμα του μαρμαροθετήματος, ενώ στη βόρεια είσοδο του κυρίως ναού δεσπόζουν οι κίονες-παραστάδες που φέρουν κιονόκρανα Ιωνικού ρυθμού.

Από την περιήγησή μας στα περισωθέντα μνημεία της πόλης της Τραπεζούντας δεν παραλείψαμε την Αγία Άννα.

Η Αγία Άννα, ίσως ο παλαιότερος όλων ναός και ο πιο καλά διατηρημένος από άποψη επιτοίχιων και αφιερωματικών αγιογραφιών, γραπτών και εγχάρακτων επιγραφών της περιόδου μεταξύ του 12ου και 15ου αιώνα, βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της πόλης, στην συνοικία Γκιουλμπαχαρχατούν και πολύ κοντά στο Μαυσωλείο της Μαρίας από την Λιβερά. Καμαροσκέπαστη, τρίκλιτη με τρούλο και με εμφανή την αγιογραφία από την Κοίμηση των Θεοπατόρων, του Ιωακείμ και της Άννης, αποτελεί ακόμη και σήμερα μνημείο εκπάγλου καλλονής. Οι φωτογραφίες μας απο τον ναό αυτό θα μπορούσαν να μετατραπούν σε αληθινά καρτ ποστάλ.

Η περιήγησή μας την ημέρα αυτή θα κατέληγε στην αγορά, το γνωστό αφού πιο μπροστά θα προσεγγίζαμε την Μέριμνα Ποντίων Κυριών και το Φροντιστήριον της Τραπεζούντος, το σημαίνον για όλους ευαγές ίδρυμα της εποχής, όπου κεντρικά του αύλειου χώρου αντικρίσαμε έκθαμβοι την προτομή του Μουσταφά Κεμάλ στο ίδιο σημείο, όπου άλλοτε ήταν χτισμένο το σχολικό παρεκκλήσι με την επιγραφή “ΑΦΕΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΡΧΕΣΘΕ ΠΡΟΣ ΜΕ”, η οποία βρισκόταν στο τοξωτό, του ναΐσκου, υπέρθυρο. Το κορυφαίο αυτό Φροντιστήριον βρίσκεται στην περιοχή του λιμανιού της Δαφνούντας, είναι σε σχήμα Π και εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, που είναι Λύκειο και Κέντρο Μεταπτυχιακών Σπουδών των Παιδαγωγικών Σχολών, να είναι το ίδιο επιβλητικό. Αληθινό κόσμημα. Διώροφο στο εσωτερικό του αλλά τετραώροφο, λόγω του κεκλιμένου εδάφουςεξωτερικά, με 36 αίθουσες και αύλειο χώρο στον οποίο βρίσκονται και οι κύριες είσοδοί του, σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από τον Τραπεζούντιο αρχιτέχτονα Αλέξανδρο Κακουλίδη με όλες τις τεχνικές, κτιριακές, παιδαγωγικές και άλλες προϋποθέσεις της εποχής. Αφού πρώτα το θαυμάσαμε, νιώθωντας παράλληλα και υπερηφάνεια για τους μαθητές του και μετέπειτα άξιους Έλληνες της Διασποράς, περιηγηθήκαμε στη συνέχεια στους δρόμους της πόλης, όπου άλλοτε έσφυζε ο ελληνισμός με τα νεοκλασσικά ελληνικά αρχοντικά και είδαμε από κοντά τις Τράπεζες του Κωνσταντίνου Καπαγιαννίδη και του Κωστάκη Θεοφυλάκτου, την οικία του αρχιτέκτοντα Δημητρίου Φιλίζη, σχολεία και νεοκλασσικά κτίρια που η φθορά του χρόνου και οι διάφορες παρεμβάσεις σε αυτά δεν υπερίσχυσαν της αίγλης τους.

Το ίδιο βράδυ ήρθε και μας επισκέφθηκε στο ξενοδοχείο ο με τον οποίο, αλλά και με άλλους ποντιόφωνους της περιοχής, συνδέεται το ΔΣ της Ευξείνου Λέσχης από το παρελθόν. Συζητήσαμε για τους εδώ και τους εκεί δικούς μας. Συγκινηθήκαμε αλλά δεν παραιτηθήκαμε από την προσπάθεια της διατήρησης των επαφών μας. Συνεννοηθήκαμε, μάλιστα, και για το γλέντι που είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε και διευθετήσαμε την ώρα και τον χώρο που θα τραγουδούσε ο φημισμένος Πόντιος καλλιτέχνης μας από τα Σούρμενα, Τελικά, εξυπηρετηθήκαμε από το ξενοδοχείο μας μέσω της παραχώρησης χώρου έναντι αντιτίμου, ώστε να έχουμε περισσότερη ώρα με την καλλιτεχνική συντροφιά μας. Προς στιγμήν αναρωτηθήκαμε για τους νέους αυτούς!

Εξισλαμισθέντες Ελληνοπόντιοι, Τούρκοι ή Κρυπτοχριστιανοί; Όμως, όπως και να έχουν τα πράγματα, στο γλέντι μας ικανοποιηθήκαμε, γιατί ακούσαμε τα τραγούδια της γλώσσας μας αφενός και αφετέρου, γιατί ακόμη σώζεται, έστω και με την πιο τραχειά της εκδοχή, η ελληνική λαλιά στον τόπο αυτό. Η πιο αξιοζήλευτη εικόνα της βραδιάς, ο μικρός Μιχάλης! Παραδείσ’ πουλίν! Επειδή, όμως, ο Αντέμ έπρεπε να φύγει, γιατί θα τραγουδούσε σε ποντιακό γάμο, τον αποδεσμεύσαμε. Κάπως έτσι έληξε η χοροεσπερίδα μας και εμείς πήγαμε, για να δειπνήσουμε. Μετά, χαθήκαμε όλοι στις σκέψεις μας.

Την επόμενη ημέρα, Κυριακή 21 Ιουλίου, πήραμε τον ίδιο δρόμο της Παναγίας, για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς τα δυτικά αυτή τη φορά. Ανηφορίζοντας το Κάτω Φρούριο των βυζαντινών τειχών της Τραπεζούντας είδαμε το οκταγωνικό Μαυσωλείο-τάφο της χριστιανής, Ελληνίδας συζύγου του Βαγιαζήτ του Β΄, της όμορφης Μαρίας ή Γκιούλ Μπαχάρ, από τη Λιβερά, μητέρας του Σελήμ του Α΄, του μετέπειτα σουλτάνου. Περάσαμε πάλι από την Ματσούκα και βρεθήκαμε στο δίστρατο της Ζύγανας. Πήραμε τον δρόμο για την Αργυρούπολη, την πόλη των Ελλήνων μεταλλωρύχων και ουσταπάσηδων. Αφήσαμε τα στενά της ελατοπνιγμένης Ζύγανας και μέσα από μακρές σήραγγες οδεύαμε προς την Αργυρούπολη, παρακάμπτοντας το μονοπάτι που οδηγούσε στον Άγιο Ιωάννη τον Βαζελώνα, φωτογραφίζοντας την Άρδασσα, το Τορούλ΄, όπως λέγεται και σήμερα και ένα μέρος από τα τείχη της. Τελικά, φτάσαμε στην νέα Αργυρούπολη. Μεταβήκαμε στην παλιά Αργυρούπολη, περίπου 5 χιλιόμετρα βόρεια και αντικρίσαμε τα ερείπια του Αγίου Γεωργίου, ενώ δεν παραλείψαμε να φωτογραφίσουμε το διασωθέν τμήμα του εσωτερικού του διάκοσμου, το κτίριο της Μητρόπολης και το Φροντιστήριον της Αργυρούπολης, το οποίο και αναστυλώνουν, πιθανότατα δίκην του θρησκευτικού τουρισμού. Επιστρέψαμε στην νέα πόλη, την νέα Αργυρούπολη, με τους πολλούς οπωρώνες της και με κατεύθυνση το Σεπμίν Καραχισάρ, το Μαυρόκαστρο, για να ξεκουραστούμε. Το ταξίδι μας θα ήταν μακρύ, μιας και θα επισκεπτόμασταν μόνο την Νεοκαισάρεια, στην οποία δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα, για να καταλήξουμε το βράδυ στην Αμάσεια.

Η Αμάσεια, την οποία διασχίζει ο ποταμός Ίρης, είναι μια πανέμορφη πόλη. Στην Αμάσεια γεννήθηκε ο μεγάλος Έλληνας γεωγράφος της αρχαιότητας, ο Στράβων. Είδαμε τα παραδοσιακά σπίτια με τα μπαλκόνια τύπου χαγιάτι ή σαχνισί, κομψοτεχνήματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, τα οποία στολίζουν την αριστερή όχθη του ποταμού Ίρη, όπου μέχρι και σήμερα διατηρείται ο παραδοσιακός αυτός οικισμός. Η Αμάσεια, επίσης, υπήρξε πρωτεύουσα του Βασιλείου του Πόντου, το οποίο ίδρυσε η Δυναστεία των Μιθριδατών. Στην αριστερή όχθη του Ίρη ποταμού είδαμε να κρέμονται κυριολεκτικά από τα ασβεστολιθικά βράχια και πάνω από τον ποταμό οι λαξευτοί τάφοι των Μιθριδατών Βασιλέων. Η Αμάσεια, όμως, συνδέει την ιστορία της και με τα “Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας” και την νομική κάθαρση στην οποία προέβη το κεμαλικό καθεστώς εναντίον των Ποντίων το 1921, δικάζοντας σε μια δίκη-παρωδία τους φυλακισμένους πρώτα στο Μπιρμαχανέ (Ψυχιατρείο) της Αμάσειας εμπόρους κληρικούς και δασκάλους των περιοχών Αμισού και Μπάφρας

και απαγχονίζοντας στη συνέχεια 83 άτομα εξ αυτών τον Σεπτέμβριο του 1921 σε αγχόνες που στήθηκαν στην μέση της πλατείας και απέναντι από την γέφυρα του Ίρη ποταμού. Στην πλατεία-τόπο εκτέλεσης αντικριστήκαμε με την τύφλωση της εξουσίας και αναστατωθήκαμε όλοι μπροστά από το μνημείο του έφιππου Κεμάλ, ο οποίος περιβάλλεται από τους Τούρκους συμμαχητές του. Μπροστά σε κάτι τέτοια θεάματα, σταματά στ’ αλήθεια η καρδιά του ανθρώπου. Φωτογραφίσαμε και φωτογραφηθήκαμε. Στο τέλος, ανεβήκαμε στο ξενοδοχείο μας, το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τους τάφους και σε ύψωμα με εξαιρετική θέα. Εκεί, μας περίμενε και μια έκπληξη: ο γάμος και το γλέντι δυο νέων Τούρκων, τον οποίο και απολαύσαμε.

Την επόμενη ημέρα, την Δευτέρα, ξεκινήσαμε για την Μερζιφούντα, επαρχία της Αμάσειας, για την οποία, ακόμα και ο οθωμανός χρονογράφος και περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή, παρατήρησε ότι ήταν μια καλά οχυρωμένη πόλη, όπου άνθιζε το εμπόριο. Το πρόγραμμά μας ήταν να επισκεφθούμε το σχολικό συγκρότημα του Κολεγίου Ανατόλια, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1866 και περιλάμβανε το Παρθεναγωγείο και το Αρρεναγωγείο στα οποία φοιτούσαν Έλληνες και Αρμένιοι. Το Ίδρυμα, δυστυχώς, σκιάστηκε από βαρβαρότητες που συνδέονται τόσο με το Κίνημα των Νεοτούρκων όσο και με την Γενοκτονία των Αρμενίων. Το Κολέγιο Ανατόλια, αν και έπαψε να λειτουργεί με απόφαση των τουρκικών αρχών το 1921, ωστόσο, επαναλειτούργησε με ενέργειες του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1922, όπου και λειτουργεί μέχρι σήμερα. Κατά την περιήγησή μας σε αυτό διαπιστώσαμε ότι τα κτίρια του συγκροτήματος διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Σήμερα, λειτουργεί ως Πρακτικό Λύκειο (κάτι αντίστοιχο με τις δικές μας σχολές Θετικών Προσανατολισμών). Είμασταν τυχεροί, όμως, για ακόμη μια φορά, επειδή ο Διευθυντής του συγκεκριμένου σχολείου βρισκόταν στον αύλειο χώρο του και συντόνιζε συνεργεία καθαρισμού, επισκευών και συντηρήσεων. Μας υποδέχτηκε, μας ξενάγησε και στο τέλος φωτογραφήθηκε μαζί μας.

Αμέσως μετά αναχωρήσαμε και αρκετές ώρες αργότερα καταλήξαμε στην Βιθυνία και στην πρώτη πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους, την Προύσα, την οποία διαρρέει ο ποταμός Σαγγάριος, ο τρίτος μεγαλύτερος ποταμός της χώρας, συνδεδεμένος και με την Μικρασιατική Εκστρατεία. Στην Προύσα θα είχαμε την τελευταία μας διανυκτέρευση. Μόλις φτάσαμε, επισκεφθήκαμε την κλειστή αγορά, την οποία προλάβαμε για λίγο ανοιχτή. Στην Προύσα, τη δυτική εσχατιά του δρόμου του Μεταξιού θα επισκεπτόμασταν την επόμενη ημέρα, πριν αναχωρήσουμε για την Ελλάδα, το Μουσείο του Καραγκιόζη. Πράγματι, την Τρίτη το πρωί, μετά το πρωινό, επισκεφθήκαμε το μνημείο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη στο κέντρο της Προύσας, μόλις μερικά μέτρα από το ξενοδοχείο μας αλλά και το μουσείο που είναι αφιερωμένο στους ήρωες του θεάτρου σκιών, οι οποίοι και κοσμούν τους εξωτερικούς του χώρους. Αμέσως μετά, ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής μας, γεμάτο αναμνήσεις αλλά και συγκινητικές εικόνες, οι οποίες δικαιώνουν τον Έλληνα ποιητή.