ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όταν η προπαγάνδα κλείνει τους δρόμους και όχι οι αγρότες

Τις τελευταίες ημέρες αναπαράγεται με επιμονή ένα αφήγημα που παρουσιάζει τη χώρα «παραλυμένη» από τα αγροτικά μπλόκα και προειδοποιεί ότι δήθεν ανοίγει ο δρόμος για έναν γενικευμένο κοινωνικό πόλεμο όλων εναντίον όλων. Ξενοδόχοι, επαγγελματίες, εργαζόμενοι εμφανίζονται ως τα επόμενα «θύματα» των κινητοποιήσεων. Πρόκειται για ένα κλασικό σχήμα κοινωνικού αυτοματισμού, το οποίο δεν στηρίζεται στα γεγονότα αλλά στην καλλιέργεια φόβου και ενοχής.

Τις τελευταίες ημέρες αναπαράγεται με επιμονή ένα αφήγημα που παρουσιάζει τη χώρα «παραλυμένη» από τα αγροτικά μπλόκα και προειδοποιεί ότι δήθεν ανοίγει ο δρόμος για έναν γενικευμένο κοινωνικό πόλεμο όλων εναντίον όλων. Ξενοδόχοι, επαγγελματίες, εργαζόμενοι εμφανίζονται ως τα επόμενα «θύματα» των κινητοποιήσεων. Πρόκειται για ένα κλασικό σχήμα κοινωνικού αυτοματισμού, το οποίο δεν στηρίζεται στα γεγονότα αλλά στην καλλιέργεια φόβου και ενοχής.

Το ρεπορτάζ, όμως, λέει μια εντελώς διαφορετική ιστορία.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας, με μετακινήσεις προς Λάρισα, Τρίκαλα και Θεσσαλονίκη, καθώς και με διέλευση από το μπλόκο στα Πράσινα Φανάρια, δεν καταγράφηκε ούτε ένα σημείο όπου αγρότες είχαν προχωρήσει σε αυθαίρετο ή αιφνιδιαστικό κλείσιμο δρόμων. Αντιθέτως, σε όλα τα σημεία όπου παρατηρήθηκε ταλαιπωρία οδηγών, η αιτία ήταν αστυνομικοί αποκλεισμοί και εκτροπές της κυκλοφορίας, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι συντονιστικές επιτροπές των αγροτών είχαν ανακοινώσει ρητά ελεύθερη διέλευση.

Το στοιχείο αυτό δεν είναι λεπτομέρεια. Είναι καθοριστικό.

Η εικόνα που τελικά φτάνει στον πολίτη ,ουρές, καθυστερήσεις, αγανάκτηση, δεν προκύπτει από τις ίδιες τις κινητοποιήσεις, αλλά από έναν τρόπο διαχείρισης που μεγιστοποιεί το πρόβλημα. Πρόκειται για ένα κακοστημένο, ανοργάνωτο και εν τέλει ύποπτο  σκηνικό, το οποίο λειτουργεί ως εργαλείο χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Όταν η ταλαιπωρία δεν αποτρέπεται ενώ θα μπορούσε, τότε παύει να είναι ατύχημα και μετατρέπεται σε πολιτική επιλογή.

Την ίδια στιγμή, τα δεξιά πληρωμένα troll και τα πρόθυμα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια στήνουν έναν επικοινωνιακό καθρέφτη που αντιστρέφει την πραγματικότητα: οι αγρότες παρουσιάζονται ως υπεύθυνοι για κάτι που δεν έκαναν, ενώ αποσιωπάται συστηματικά ο ρόλος της κρατικής διαχείρισης. Η στοχοποίηση είναι συνειδητή και εξυπηρετεί έναν μόνο σκοπό: να σπάσει η κοινωνική συμμαχία γύρω από έναν αγώνα που έχει πλατιά αποδοχή.

Και αυτή η αποδοχή είναι το πραγματικό πρόβλημα για την κυβέρνηση. Σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες μετρήσεις, 8 στους 10 πολίτες στηρίζουν τον αγώνα των αγροτών και θεωρούν δίκαια τα αιτήματά τους. Δεν πρόκειται για μια «συντεχνιακή» κινητοποίηση, αλλά για την έκφραση μιας γενικευμένης κοινωνικής ασφυξίας: υψηλό κόστος παραγωγής, χαμηλές τιμές, ενεργειακή ακρίβεια, αβεβαιότητα και εγκατάλειψη της υπαίθρου.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, το καθεστώς δεν απαντά πολιτικά. Απαντά επικοινωνιακά. Δεν επιλέγει τον διάλογο, αλλά την ενοχοποίηση. Και δεν επιδιώκει τη λύση, αλλά τη διάσπαση. Το καθεστώς του Κυριάκου  Μητσοτάκη γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κερδίσει την κοινωνία με επιχειρήματα και γι’ αυτό επιχειρεί να τη στρέψει εναντίον του εαυτού της.

Το πιο επικίνδυνο στοιχείο αυτής της στρατηγικής δεν είναι μόνο η συκοφάντηση των αγροτών. Είναι η βαθύτερη κανονικοποίηση της θεσμικής αυθαιρεσίας. Όταν η κρατική εξουσία εργαλειοποιεί την ταλαιπωρία των πολιτών για να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη, τότε δεν μιλάμε απλώς για κακή διαχείριση. Μιλάμε για διάβρωση του κράτους Δικαίου.

Η χώρα δεν έχει γεμίσει από μπλόκα αγροτών. Έχει γεμίσει από πολιτικά αδιέξοδα, κοινωνική ανασφάλεια και θεσμική καχυποψία. Και όσο η εξουσία επιμένει να κλείνει την αλήθεια σε επικοινωνιακά μπλόκα, τόσο περισσότερο θα αποκαλύπτεται ποιος πραγματικά φοβάται τον δρόμο.


Πασχάλης Θ. Τόσιος
Καθημερινός Παρατηρητής