Όταν καταρρέει το ευρωπαϊκό άλλοθι :Από τα Τέμπη στην πολιτική ενηλικίωση της ελληνικής κοινωνίας
Η καταγγελία της Μαρίας Καρυστιανού προς την Ευρωπαία Εισαγγελέα Λάουρα Κοβέσι δεν είναι μια ακόμη πράξη οργής ή απελπισίας.
Είναι μια ευθεία αμφισβήτηση του ίδιου του ευρωπαϊκού αφηγήματος.
Για πρώτη φορά, μια φωνή από την ελληνική κοινωνία δεν στρέφεται αποκλειστικά κατά του εγχώριου πολιτικού και κρατικού μηχανισμού, αλλά θέτει στο επίκεντρο της ευθύνης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και αυτή ακριβώς η μετατόπιση είναι που αλλάζει τα πάντα.
Η Λάουρα Κοβέσι παρουσιάστηκε ως το πρόσωπο της «καθαρής Ευρώπης». Ως το σύμβολο μιας Ένωσης που ελέγχει, τιμωρεί και αποκαθιστά τη δικαιοσύνη εκεί όπου τα κράτη μέλη αποτυγχάνουν. Ως η ενσάρκωση της ευρωπαϊκής ηθικής υπεροχής απέναντι στους «προβληματικούς» λαούς του Νότου.
Όταν όμως τίθεται δημόσια το ερώτημα γιατί οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν παρενέβησαν ουσιαστικά στο έγκλημα των Τεμπών, τότε το ζήτημα παύει να είναι εθνικό. Γίνεται βαθιά πολιτικό και ευρωπαϊκό.
Η Ευρώπη χωρίς την ασπίδα της ηθικής ανωτερότητας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν στηρίζεται σε κοινή γλώσσα, κοινή ιστορική εμπειρία ή ενιαία πολιτική βούληση. Στηρίζεται κυρίως στην εικόνα της θεσμικής ανωτερότητας. Στην πεποίθηση ότι οι μηχανισμοί της λειτουργούν αντικειμενικά, αδιάβλητα και υπεράνω εθνικών σκοπιμοτήτων.
Αυτή η εικόνα ράγισε.
Στα Τέμπη, η Ευρώπη γνώριζε. Γνώριζε τις καταγγελίες, τις πιέσεις, τις σκιές γύρω από κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Κι όμως, δεν άσκησε την επιρροή που διαθέτει. Δεν συγκρούστηκε με την πολιτική εξουσία. Δεν επέμεινε στη λογοδοσία.
Και όταν ένας θεσμός που διεκδικεί ηθική υπεροχή επιλέγει τη σιωπή, παύει να είναι κριτής. Γίνεται μέρος του προβλήματος.
Η ρήξη με τον ρόλο του «κακού μαθητή»
Για δεκαετίες, η Ελλάδα τοποθετήθηκε στον ρόλο του διαρκώς απολογούμενου. Του κράτους που πρέπει να ελέγχεται, να επιτηρείται, να «διορθώνεται». Η Ευρώπη παρουσιαζόταν ως το αντίβαρο στο ελληνικό χάος, ως ο εξωτερικός εγγυητής της κανονικότητας.
Η καταγγελία της Καρυστιανού σπάει αυτή τη σχέση εξάρτησης.
Για πρώτη φορά λέγεται καθαρά ότι η αποτυχία δεν ήταν μόνο ελληνική. Ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Και έτσι μετατοπίζεται το κέντρο βάρους: από την αυτοενοχοποίηση στην πολιτική αυτογνωσία.
Αυτό είναι το τέλος του συλλογικού συμπλέγματος κατωτερότητας.
Από την προσδοκία σωτηρίας στη συνειδητοποίηση ευθύνης
Όσο η Ευρώπη εμφανιζόταν ως αλάθητη, η ελληνική κοινωνία περίμενε δικαίωση «απ’ έξω». Περίμενε τον ανώτερο θεσμό να επιβάλει τη δικαιοσύνη που το εσωτερικό σύστημα δεν μπορούσε ή δεν ήθελε.
Σήμερα, αυτή η προσδοκία καταρρέει.
Και μαζί της καταρρέει και η ψευδαίσθηση ότι η δημοκρατία και η δικαιοσύνη είναι εισαγόμενα προϊόντα. Ότι θα έρθουν ως παρέμβαση τρίτων.
Η αλήθεια είναι πιο σκληρή αλλά και πιο απελευθερωτική:
αν δεν τις διεκδικήσει ο ίδιος ο λαός, δεν θα υπάρξουν.
Η καταγγελία της Μαρίας Καρυστιανού δεν στοχεύει ένα πρόσωπο.
Στοχεύει ένα άλλοθι.
Το ευρωπαϊκό άλλοθι που επί χρόνια λειτουργούσε ως μηχανισμός αποποίησης ευθυνών και καλλιέργειας συλλογικής μειονεξίας. Το άλλοθι πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το «ανήκομεν εις την Δύσιν» ως υποκατάστατο δημοκρατίας.
Αν ακόμη και εκεί υπάρχει σιωπή, παράλειψη και ανεπάρκεια, τότε το οικοδόμημα καταρρέει.
Και από κάτω απομένει αυτό που πάντα υπήρχε:
ένας λαός που δεν μπορεί πια να περιμένει σωτήρες. Που οφείλει να απαιτήσει τη δική του δικαιοσύνη, τη δική του δημοκρατία, τη δική του πολιτική αξιοπρέπεια.
Αυτό δεν είναι κρίση.
Είναι η απαρχή της πολιτικής μας ενηλικίωσης.
