ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Όταν οι Εξεταστικές γίνονται μηχανές χειραγώγησης

Η πρόσφατη αποκάλυψη στην αίθουσα του δικαστηρίου για τις υποκλοπές ότι μάρτυρας είχε λάβει προσυνεννοημένες ερωτήσεις και “γραμμές” από βουλευτές της ΝΔ πριν καταθέσει σε Εξεταστική Επιτροπή— δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμη επεισόδιο στην αλυσίδα σκανδάλων της τελευταίας εξαετίας. Είναι ένα καμπανάκι θεσμικής κατάρρευσης. Αντί να υπάρξει πανικός, εξηγήσεις, πολιτικές συνέπειες, η κυβέρνηση επέλεξε την πάγια λύση της: σιωπή και συγκάλυψη.

Η πρόσφατη αποκάλυψη στην αίθουσα του δικαστηρίου για τις υποκλοπές ότι μάρτυρας είχε λάβει προσυνεννοημένες ερωτήσεις και “γραμμές” από βουλευτές της ΝΔ πριν καταθέσει σε Εξεταστική Επιτροπή— δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμη επεισόδιο στην αλυσίδα σκανδάλων της τελευταίας εξαετίας. Είναι ένα καμπανάκι θεσμικής κατάρρευσης. Αντί να υπάρξει πανικός, εξηγήσεις, πολιτικές συνέπειες, η κυβέρνηση επέλεξε την πάγια λύση της: σιωπή και συγκάλυψη.

Γιατί σε ένα κράτος που θέλει να αποκαλείται ευρωπαϊκό και ώριμο, μια τέτοια καταγγελία θα προκαλούσε άμεση αντίδραση της Βουλής. Στην Ελλάδα του Μητσοτάκη όμως, δεν κουνήθηκε ούτε φύλλο: κανένας από τους κυβερνητικούς βουλευτές που συμμετείχαν στην επίμαχη Εξεταστική δεν βγήκε να διαψεύσει, να απαντήσει, ούτε καν να ζητήσει κλήση του μάρτυρα για διευκρινίσεις.
Ο μηχανισμός του Μαξίμου επέλεξε το σκοτάδι.


Από Εξεταστική σε υπουργείο, μια διαδρομή με αντάλλαγμα την “υπερπροστασία”

Το πραγματικά αποκαλυπτικό, όμως, είναι αλλού:
Η συγκεκριμένη Εξεταστική, όπως και η αντίστοιχη για τα Τέμπη, αποδείχθηκε ένα θαυματουργό φυτώριο υπουργών.

Η συντριπτική πλειονότητα των “γαλάζιων” μελών της όχι μόνο ανταμείφθηκε με υπουργικούς θώκους τα επόμενα χρόνια, αλλά το φαινόμενο επαναλήφθηκε με τέτοια συνέπεια, που πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση.
Στις περισσότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του κόσμου, η συμμετοχή σε μια Εξεταστική για σκάνδαλο θεωρείται δοκιμασία διαφάνειας.
Στην Ελλάδα, επί Μητσοτάκη, λειτουργεί ως τεστ νομιμοφροσύνης και μελλοντικό βιογραφικό για κυβερνητική ανέλιξη.

Έτσι δημιουργείται ένα κλειστό κύκλωμα εξουσίας:
η κυβέρνηση ελέγχει τους βουλευτές, οι βουλευτές “καθαρίζουν” τις Εξεταστικές, και ως αντάλλαγμα κερδίζουν αναβαθμίσεις.
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος υποβαθμίζεται σε εικονική διαδικασία, και η λογοδοσία αντικαθίσταται από πολιτικά “γραμμάτια”.


Μητσοτάκης: απόλυτος έλεγχος πάνω σε Βουλή και θεσμούς

Εδώ βρίσκεται και ο πυρήνας της κυβερνητικής πρακτικής Μητσοτάκη:
η πλήρης και συστηματική απορρύθμιση των θεσμών προς όφελος του πρωθυπουργικού επιτελείου.

Δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό.
Είναι η ίδια λογική που είδαμε:

  • στην υπόθεση των παρακολουθήσεων,

  • στην επιχείρηση συγκάλυψης των Τεμπών,

  • στη διάλυση του ΟΠΕΚΕΠΕ και την προστασία των “ημετέρων”,

  • στην επιλογή διοικήσεων που λειτουργούν ως προσωπικά παραρτήματα του Μαξίμου,

  • στη μετατροπή της Βουλής σε τυπικό επικυρωτή κυβερνητικών σχεδίων.

Το μοντέλο είναι καθαρό:
η κυβέρνηση δεν ανέχεται τον έλεγχο – τον απονευρώνει.

Όποιος βουλευτής αποδεικνύεται πρόθυμος να υπηρετήσει αυτή την πρακτική, ανταμείβεται.
Όποιος τολμά να διαφοροποιηθεί, εξαφανίζεται από τον χάρτη.


ΟΠΕΚΕΠΕ: η επόμενη "εκκολαπτήρια" κυβερνητικών στελεχών;

Με αυτά τα δεδομένα, η τρέχουσα Εξεταστική για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ μοιάζει να λειτουργεί με το ίδιο ακριβώς έργο, απλώς με νέο θίασο.
Η μεθόδευση, η οργάνωση της πλειοψηφίας, η αποφυγή να ακουστούν κρίσιμα στοιχεία και η προσπάθεια να προστατευθούν πολιτικά πρόσωπα που βρίσκονται στο επίκεντρο, δίνουν την αίσθηση ότι το σενάριο είναι ήδη γραμμένο.

Αν επαναληφθεί το μοτίβο των προηγούμενων ετών, είναι πιθανό ότι πολλοί από τους σημερινούς “υπερασπιστές” του κυβερνητικού αφηγήματος θα εμφανιστούν σε λίγους μήνες ως νέοι υφυπουργοί.

Αντί για κάθαρση, δηλαδή, έχουμε πολιτική ανταμοιβή της ατιμωρησίας.


Η χώρα γλιστρά σε μια επικίνδυνη κατάσταση και αυτό δεν μπορεί να νορμαλοποιηθεί

Η μεγαλύτερη ζημιά δεν είναι η συγκάλυψη ενός ακόμη σκανδάλου.
Είναι ότι η κοινωνία συνηθίζει.
Συνηθίζει την αδιαφάνεια, τη στρέβλωση των θεσμών, την απαξίωση της Βουλής.
Συνηθίζει να βλέπει τον πρωθυπουργό να λειτουργεί ως ιδιοκτήτης του κράτους και όχι ως υπηρετής των θεσμών.

Το καθεστώς που διαμορφώνεται δεν αφήνει πλέον περιθώρια παρερμηνειών:
πρόκειται για μια μορφή θεσμικού αυταρχισμού με κοινοβουλευτικό μανδύα.
Μια εξουσία που δεν λογοδοτεί, δεν φοβάται, δεν εξηγεί — απλώς επιβάλλεται.

Και όσο η αντιπολίτευση κατακερματίζεται και οι θεσμοί αδρανούν, τόσο το σύστημα Μητσοτάκη αποκτά χαρακτηριστικά ανθεκτικού μηχανισμού συγκέντρωσης εξουσίας.