ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ

Πατρίδα, χωρίς προστάτες -Γράφει ο Πασχάλης θ. Τόσιος

Υπάρχουν κοινωνίες που συγκροτούνται γύρω από θεσμούς και κοινωνικά συμβόλαια. Και υπάρχουν κοινωνίες που οικοδομούνται πάνω σε ένα συναίσθημα. Η Ελλάδα ανήκει, ιστορικά, στη δεύτερη κατηγορία.

Υπάρχουν κοινωνίες που συγκροτούνται γύρω από θεσμούς και κοινωνικά συμβόλαια. Και υπάρχουν κοινωνίες που οικοδομούνται πάνω σε ένα συναίσθημα. Η Ελλάδα ανήκει, ιστορικά, στη δεύτερη κατηγορία.

Από την απαρχή της πορεύτηκε μέσα σε μια ακολουθία συγκρούσεων, διαψεύσεων και μετατοπίσεων. Πόλεμοι, κατοχές, εμφύλιες ρήξεις, ξεριζωμοί και μαζικές μεταναστεύσεις διαμόρφωσαν μια συλλογική εμπειρία μόνιμης αστάθειας. Σε αυτό το έδαφος, ο εθνικισμός λειτούργησε όχι ως πολιτική πρόταση, αλλά ως ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας. Ένα ενοποιητικό αφήγημα, ικανό να καλύπτει κενά, να απαλύνει ήττες, να μετατρέπει την αδυναμία σε υπερηφάνεια.

Η πατρίδα μετατράπηκε έτσι σε εύχρηστο σύμβολο. Αρκετά ασαφές ώστε να μην απαιτεί συγκεκριμένες δεσμεύσεις, αρκετά φορτισμένο ώστε να κινητοποιεί συναισθήματα. Υπήρξε το ασφαλέστερο καταφύγιο για πολιτικές καριέρες, η πιο φθηνή μορφή κοινωνικής συνοχής, το μόνιμο υποκατάστατο πραγματικής πολιτικής. Όσο πιο βαθιά οι ανισότητες και η φτώχεια, τόσο πιο εκκωφαντική η ρητορική περί πατρίδας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδείχθηκε ένας τύπος υπερπατριώτη που δεν ορίζεται από καμία άλλη ιδιότητα. Η εθνική ταυτότητα γίνεται η μοναδική του αφήγηση. Τα σύμβολα υποκαθιστούν το περιεχόμενο. Η σημαία λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι σε κάθε κριτική, ως άφεση αμαρτιών εκ των προτέρων. Κάθε αμφισβήτηση βαφτίζεται απειλή, κάθε διαφοροποίηση προδοσία.

Παράδοξα, η υπερπατριωτική ρητορική συνυπάρχει με μια βαθιά αντικοινωνική πρακτική. Η έννοια του κοινού αγαθού παραμένει κενή. Το κράτος αντιμετωπίζεται ως λεία, ο νόμος ως εμπόδιο, ο δημόσιος χώρος ως ξένο σώμα. Η φοροδιαφυγή, η αυθαιρεσία, το ρουσφέτι και η περιφρόνηση της συλλογικότητας δεν θεωρούνται αντικοινωνικές πράξεις, αλλά ενδείξεις «εξυπνάδας». Η πατρίδα αγαπιέται μόνο όταν δεν κοστίζει τίποτα.

Απέναντι σε αυτή τη διαρκή καπηλεία, γεννήθηκε μια εύλογη αποστροφή. Όταν ο εθνικός λόγος χρησιμοποιείται ως όχημα αυταρχισμού, μισαλλοδοξίας και ιστορικής υποκρισίας, η έννοια μολύνεται. Όταν εκείνοι που διαχειρίστηκαν ή ανέχτηκαν εθνικές ήττες εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της πατρίδας, η δυσπιστία γίνεται άμυνα.

Ωστόσο, η αποστροφή μετατράπηκε σταδιακά σε αποξένωση. Η χώρα άρχισε να αντιμετωπίζεται σαν κάτι ξένο, σχεδόν εχθρικό. Ο δημόσιος χώρος εγκαταλείφθηκε, η συλλογική ευθύνη ατονεί, η συμμετοχή περιορίζεται. Οι μεν καταχρώνται τον τόπο· οι δε παραιτούνται από αυτόν. Κι έτσι η εγκατάλειψη γίνεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: η πατρίδα δεν είναι κληρονομικό δικαίωμα ούτε ιδεολογικό τρόπαιο. Δεν ανήκει στους εθνικιστές, ούτε ακυρώνεται από τον διεθνισμό. Δεν αντιστρατεύεται την κοινωνική και ταξική συνείδηση· χωρίς αυτές, απλώς εκφυλίζεται. Η αποδοχή των όρων που έθεσαν όσοι την καπηλεύτηκαν υπήρξε σιωπηρή παραδοχή ήττας.

Η ουσιαστική αγάπη για τον τόπο δεν κραυγάζει. Μετριέται.
Μετριέται στην ποιότητα ζωής, στον σεβασμό του δημόσιου χώρου, στην πρόσβαση στην υγεία και την παιδεία, στην ασφάλεια της κατοικίας, στη μέριμνα για τον αδύναμο, στην αισθητική της πόλης, στη φροντίδα του φυσικού περιβάλλοντος. Μετριέται στη δυνατότητα να ζεις αξιοπρεπώς χωρίς να εξοντώνεις τον διπλανό σου.

Σε ευρωπαϊκές κοινωνίες που βίωσαν βαθιές κρίσεις και ιστορικά τραύματα, η αγάπη για τον τόπο εκφράστηκε ως πολιτική επιλογή: πόλεις φιλικές στον άνθρωπο, λειτουργικές υποδομές, δημόσιες υπηρεσίες που υπηρετούν, όχι που τιμωρούν. Όχι ιδανικές πραγματικότητες, αλλά συνειδητές προσπάθειες συλλογικής φροντίδας.

Η αντίθεση με την ελληνική πραγματικότητα είναι οδυνηρή. Μια χώρα που συχνά μοιάζει να μην αγαπιέται από τους ίδιους τους κατοίκους της. Κι όμως, αυτό δεν είναι αναπόφευκτο. Είναι αποτέλεσμα επιλογών  και άρα μπορεί να ανατραπεί.

Αν αγαπάς πραγματικά την πατρίδα σου, τη θέλεις ανοιχτή. Τη θέλεις τόπο ασφάλειας για όσους έφυγαν από τη βία και τον πόλεμο, όχι φρούριο φόβου. Οι πολιτισμοί μεγαλούργησαν όταν αντάλλαξαν εμπειρίες, γλώσσες, ιδέες· μαράζωσαν όταν υψώθηκαν τείχη. Η ξενοφοβία δεν προστατεύει. Δηλώνει αδυναμία.

Η πατρίδα, τελικά, δεν είναι σύνθημα.
Είναι καθημερινή ευθύνη.
Και αυτήν είτε την αναλαμβάνεις, είτε την παραδίδεις σε όσους τη χρησιμοποιούν για να κρύψουν τη δική τους γύμνια.

Γράφει ο Πασχάλης θ. Τόσιος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ
ΟΠΕΚΕΠΕ: το γαλάζιο σύστημα, η γνώση του Μαξίμου και η συνειδητή συγκάλυψη
ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ
Κωνσταντινούπολη : Στην Πόλη που ακόμη ψιθυρίζει ελληνικά -Ένα οδοιπορικό μνήμης, πίστης και ζωντανής Ρωμιοσύνης
ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ
Όταν η ερμηνεία γίνεται ρωγμή: το ΣτΕ, το άρθρο 86 και το ευρωπαϊκό ρήγμα της ατιμωρησίας
ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ
Η στιγμή που το αφήγημα κατέρρευσε -Γράφει ο Πασχάλης Θ. Τόσιος
ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ
Επιστολές αντί για πράξεις: τέσσερις μήνες πολιτικής δειλίας στον δρόμο Σερρών–Θεσσαλονίκης
ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ
Το μεγαλύτερο πλήγμα στον Μητσοτάκη: Ο «φραπές» δεν εξέθεσε απλώς τον εαυτό του· εξέθεσε ολόκληρο το σύστημα που τον έθρεψε
ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ
Editorial- Η σιωπή ως ομολογία: Η κυβέρνηση και το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ
ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ
Ο Φλωρίδης και η κανονικοποίηση της ύβρεως: Όταν ο υπουργός ξεχνά ότι εκπροσωπεί τη Δικαιοσύνη