ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ποιος μπορεί πραγματικά να αμφισβητήσει τον Μητσοτάκη;

Ο ρόλος Τσίπρα, το ρίσκο Σαμαρά και το ΠΑΣΟΚ που δεν σηκώνει κεφάλι- Η ελληνική πολιτική σκηνή βρίσκεται σε ένα ιδιότυπο κενό ηγεσίας. Από τη μία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εισέλθει σε φάση φθοράς· από την άλλη, η αντιπολίτευση αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια. Η εικόνα μοιάζει παγωμένη, αλλά κάτω από την επιφάνεια υπάρχουν δυνάμεις που κινούνται και μπορούν να πυροδοτήσουν εξελίξεις.

Ο ρόλος Τσίπρα, το ρίσκο Σαμαρά και το ΠΑΣΟΚ που δεν σηκώνει κεφάλι- Η ελληνική πολιτική σκηνή βρίσκεται σε ένα ιδιότυπο κενό ηγεσίας. Από τη μία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εισέλθει σε φάση φθοράς· από την άλλη, η αντιπολίτευση αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια. Η εικόνα μοιάζει παγωμένη, αλλά κάτω από την επιφάνεια υπάρχουν δυνάμεις που κινούνται και μπορούν να πυροδοτήσουν εξελίξεις.

Ο Τσίπρας ως περιορισμένος αλλά χρήσιμος παράγοντας

Το πολιτικό δυναμικό του Αλέξη Τσίπρα είναι σαφώς περιορισμένο. Δεν μπορεί να διεκδικήσει την ηγεμονία του προοδευτικού χώρου, ούτε να ξαναχτίσει τον ΣΥΡΙΖΑ όπως τον γνώρισαν οι κάλπες του 2015. Αυτό που μπορεί και αυτό που του αναγνωρίζεται  είναι η ικανότητα να λειτουργήσει ως συσπειρωτής ενός διάσπαρτου και αποδιοργανωμένου χώρου.

Σε μια Αριστερά που κατακερματίζεται σε μικροπαραλλαγές (Βαρουφάκης, Κωνσταντοπούλου, Λαφαζάνης, Νέες Αριστερές εκδοχές), ο Τσίπρας διαθέτει το ειδικό βάρος να συγκρατήσει μέρος αυτής της χαμένης ψήφου. Αν το κατορθώσει, θα έχει προσφέρει μια πολιτική υπηρεσία που υπερβαίνει το προσωπικό του μέλλον και αφορά την ίδια τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος.

Δεν θα ηγηθεί αυτού του συστήματος, αλλά μπορεί να το εξυγιάνει από τα περιφερειακά ρήγματα που το αποδυναμώνουν.

Το ενδεχόμενο ενός κόμματος Σαμαρά και ο πονοκέφαλος της ΝΔ

Αντίθετα, το μεγάλο ρίσκο για το καθεστώς Μητσοτάκη βρίσκεται δεξιότερα.
Ένα ενδεχόμενο κόμμα Σαμαρά δεν θα ήταν απλώς άλλη μια δεξιά συνιστώσα. Θα ήταν μια ανοιχτή πρόκληση στον πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας και στην ιδεολογική κατεύθυνση που της έχει επιβάλει το επιτελικό κράτος.

Ο Σαμαράς διατηρεί παραδοσιακό, σκληρό ακροατήριο και η είσοδός του στη μάχη θα υποχρέωνε τη ΝΔ να αναζητήσει νέες ισορροπίες. Θα δημιουργούσε ρήγμα, θόρυβο, πολιτικό κόστος  και γι’ αυτό το σενάριο αντιμετωπίζεται στο Μαξίμου με ανησυχία.
Όχι γιατί μπορεί να πάρει την πρωτιά, αλλά γιατί μπορεί να στερήσει την άνεση που σήμερα θεωρείται δεδομένη.

Το ΠΑΣΟΚ: η μεγάλη χαμένη ευκαιρία

Κι ενώ οι δύο πρώην πρωθυπουργοί κινούν τα νερά από διαφορετικές πλευρές, το πραγματικό κενό βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού χάρτη: στο ΠΑΣΟΚ.

Η σημερινή συγκυρία είναι  αντικειμενικά η καλύτερη που έχει υπάρξει εδώ και μια δεκαετία για να εκτοξευτεί το κόμμα προς το 20%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταρρεύσει ως αξιόπιστη δύναμη εξουσίας.
Η δυσαρέσκεια απέναντι στον Μητσοτάκη είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
Η κοινωνία αναζητά μια προοδευτική, σοβαρή, θεσμική εναλλακτική.

Κι όμως, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι.

Αντί να αξιοποιεί την ευνοϊκή συγκυρία, κινείται με ανασφάλεια, χωρίς καθαρή ιδεολογική πυξίδα και χωρίς το πολιτικό θάρρος που απαιτείται για να ηγηθεί ενός παραδοσιακά μεγάλου χώρου.
Αντί να παράγει αφήγημα, περιορίζεται σε σποραδικές αντιδράσεις.
Αντί να εμπνεύσει προοδευτικές δυνάμεις, τις αφήνει να αιωρούνται ανάμεσα στην αποχή και την αμηχανία.

Το πρόβλημα δεν είναι η κοινωνία.
Δεν είναι οι ψηφοφόροι.
Δεν είναι οι ιδέες.

Το πρόβλημα είναι η ηγεσία.

Μια ηγεσία που λειτουργεί περισσότερο ως διαχειριστής και λιγότερο ως φορέας στρατηγικής και φιλοδοξίας. Μια ηγεσία που εμφανίζεται διστακτική τη στιγμή που η συγκυρία απαιτεί τόλμη.

Το συμπέρασμα

Ο Τσίπρας έχει περιορισμένο αλλά χρήσιμο ρόλο: μπορεί να μαζέψει τη διασπαρμένη αριστερή ψήφο.
Ο Σαμαράς αποτελεί πραγματική απειλή για τη Νέα Δημοκρατία, αν αποφασίσει να κινηθεί.

Όμως αυτός που θα μπορούσε να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις και δεν το κάνει, είναι το ΠΑΣΟΚ.

Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, το πολιτικό σκηνικό προσφέρει μια ευκαιρία ιστορικών διαστάσεων. Αλλά χωρίς καθαρή πυξίδα, χωρίς στιβαρή ηγεσία και χωρίς στρατηγική εξουσίας, η ευκαιρία αυτή κινδυνεύει να χαθεί.

Και τότε, το ερώτημα θα γίνει ακόμη πιο πιεστικό:
ποιος τελικά θα σηκώσει το βάρος της αμφισβήτησης του καθεστώτος Μητσοτάκη;

Γράφει ο Παρατηρητικός