ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Προϋπολογισμός 2026: Η οικονομία των δεικτών και η φτώχεια της καθημερινότητας -Γράφει ο Πασχάλης Θ. Τόσιος

Η συζήτηση για τον Προϋπολογισμό του 2026 στη Βουλή λειτούργησε περισσότερο ως άσκηση επικοινωνιακής αυτάρκειας της κυβέρνησης και λιγότερο ως ειλικρινής αποτύπωση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Κυριάρχησαν τα τσιτάτα, οι πίνακες και οι δείκτες, με το γνώριμο αφήγημα ότι «η Ελλάδα πάει καλά» και «πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη». Μόνο που αυτή η Ελλάδα αφορά τους αριθμούς ,όχι τους πολίτες.

Η συζήτηση για τον Προϋπολογισμό του 2026 στη Βουλή λειτούργησε περισσότερο ως άσκηση επικοινωνιακής αυτάρκειας της κυβέρνησης και λιγότερο ως ειλικρινής αποτύπωση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Κυριάρχησαν τα τσιτάτα, οι πίνακες και οι δείκτες, με το γνώριμο αφήγημα ότι «η Ελλάδα πάει καλά» και «πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη». Μόνο που αυτή η Ελλάδα αφορά τους αριθμούς ,όχι τους πολίτες.

Η επίκληση ρυθμών ανάπτυξης υψηλότερων από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ακούγεται εντυπωσιακή, αλλά χάνει κάθε ουσιαστικό νόημα όταν συνδυάζεται με το γεγονός ότι, μέσα σε μία εξαετία, δαπανήθηκαν περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ δημόσιου χρήματος χωρίς να αλλάξει η ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Δεν άλλαξε το παραγωγικό μοντέλο, δεν μειώθηκαν οι ανισότητες, δεν ενισχύθηκε η ανθεκτικότητα της οικονομίας. Αντίθετα, παγιώθηκε μια ανάπτυξη χαμηλής ποιότητας, που διογκώνει τους δείκτες αλλά αφήνει πίσω της μια κοινωνία εξαντλημένη.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση εμφανίζεται ως αυστηρός θεματοφύλακας της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όταν πρόκειται για μισθούς, κοινωνικές δαπάνες και ουσιαστική στήριξη των πιο αδύναμων. Αυτή η «αυστηρότητα», όμως, εξαφανίζεται όταν μπαίνει στο κάδρο η διαχείριση του δημόσιου χρήματος μέσω απευθείας αναθέσεων, οι οποίες ξεπερνούν τα 16 δισεκατομμύρια ευρώ. Ένα ποσό που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο και που γεννά εύλογα ερωτήματα για τη διαφάνεια, τον έλεγχο και το ποιοι τελικά ευνοούνται.

Στο φορολογικό πεδίο, η κυβέρνηση επιμένει να μιλά για δεκάδες μειώσεις φόρων, την ώρα που οι πολίτες «γονατίζουν» από τους έμμεσους φόρους και την ακρίβεια. Τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που ευημερεί, αλλά προϊόν μιας πολιτικής που απομυζά εισόδημα από τα χαμηλά και μεσαία στρώματα. Η αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται, τα βασικά αγαθά ακριβαίνουν και ο οικογενειακός προϋπολογισμός μετατρέπεται σε μόνιμο πεδίο άγχους.

Παρά τις κυβερνητικές διακηρύξεις για περιορισμό της φοροδιαφυγής, η παραοικονομία παραμένει καθηλωμένη σε επίπεδα της τάξης των 45 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Αυτό αποκαλύπτει όχι μόνο την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών, αλλά και τη διατήρηση ενός άδικου φορολογικού συστήματος, που φορολογεί το επάγγελμα και όχι το πραγματικό εισόδημα, τιμωρώντας τους συνεπείς και αφήνοντας άθικτες τις βαθιές παθογένειες.

Στην αγορά εργασίας, τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας παρουσιάζονται ως μεγάλη επιτυχία, όμως πίσω από τους αριθμούς κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα. Εκατομμύρια εργαζόμενοι δουλεύουν περισσότερο για να κερδίζουν λιγότερα, με ελαστικές σχέσεις εργασίας, εξαντλητικά ωράρια και εισοδήματα που δεν επαρκούν για αξιοπρεπή διαβίωση. Και όταν η εργασία δεν εξασφαλίζει μέλλον, η μετανάστευση παραμένει η μόνη διέξοδος για χιλιάδες νέους.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο πεδίο των επενδύσεων. Παρά την αύξησή τους ως ποσοστό του ΑΕΠ, η πραγματική οικονομία παραμένει αποκλεισμένη από τη χρηματοδότηση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ασφυκτιούν, εγκλωβισμένες ανάμεσα σε κόκκινα δάνεια, γραφειοκρατία και ένα τραπεζικό σύστημα που αδυνατεί –ή δεν επιθυμεί– να στηρίξει την παραγωγική βάση της χώρας.

Η κυβέρνηση προβάλλει την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως απόδειξη επιτυχίας, αποσιωπώντας όμως το εκρηκτικό ιδιωτικό χρέος που συνθλίβει νοικοκυριά και επαγγελματίες. Παράλληλα, το κόστος της ενέργειας λειτουργεί ως μόνιμος μηχανισμός φτωχοποίησης, υπονομεύοντας τόσο το εισόδημα των πολιτών όσο και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Και ενώ γίνεται λόγος για «επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα», οι θεσμοί δοκιμάζονται και διασύρονται, υπονομεύοντας την ίδια τη βάση της δημοκρατικής και ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Οι θεσμικοί συμβολισμοί και οι διεθνείς θέσεις μπορεί να έχουν τη σημασία τους, αλλά δεν αρκούν όταν οι εσωτερικές παθογένειες παραμένουν άθικτες.

Ο Προϋπολογισμός του 2026 δεν απαντά στα μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα. Τα μεταθέτει στο μέλλον, φορτώνοντάς τα στην επόμενη κυβέρνηση και, κυρίως, στους ίδιους τους πολίτες. Όσο η οικονομική πολιτική εξαντλείται στη διαχείριση δεικτών και όχι ανθρώπων, η απόσταση ανάμεσα στην «Ελλάδα που πάει καλά» και στην Ελλάδα που ζει καθημερινά τη φτώχεια, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα θα μεγαλώνει.

Και αυτή η απόσταση δεν είναι απλώς πολιτικό πρόβλημα. Είναι κοινωνικό ρήγμα.