«Ρόζα»: το τραγούδι που έμεινε σιωπηλό για να μιλήσει αιώνια
Υπάρχουν τραγούδια που γεννιούνται έτοιμα να ακουστούν. Και υπάρχουν εκείνα που χρειάζονται χρόνο, σιωπή και βάθος ζωής για να βρουν τη φωνή τους. Η Ρόζα ανήκει στη δεύτερη, σπάνια κατηγορία. Ένα τραγούδι που γράφτηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έμεινε για δύο δεκαετίες στο σκοτάδι και, όταν τελικά βγήκε στο φως, δεν ήταν απλώς επιτυχία· έγινε μνήμη, σύμβολο, βιωμένο βίωμα.
Υπάρχουν τραγούδια που γεννιούνται έτοιμα να ακουστούν. Και υπάρχουν εκείνα που χρειάζονται χρόνο, σιωπή και βάθος ζωής για να βρουν τη φωνή τους. Η Ρόζα ανήκει στη δεύτερη, σπάνια κατηγορία. Ένα τραγούδι που γράφτηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έμεινε για δύο δεκαετίες στο σκοτάδι και, όταν τελικά βγήκε στο φως, δεν ήταν απλώς επιτυχία· έγινε μνήμη, σύμβολο, βιωμένο βίωμα.
Η αρχή: ποίηση με σημάδια στο σώμα
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Θάνος Μικρούτσικος συναντά την ποίηση του Άλκης Αλκαίος μέσα από τις σελίδες του Ριζοσπάστη. Δεν πρόκειται για μια τυπική γνωριμία δημιουργών. Ο Αλκαίος κουβαλά ήδη μια βαριά προσωπική ιστορία: βασανισμένος από τη Χούντα, με μόνιμα κινητικά και νευρολογικά προβλήματα, με αποτυχημένες θεραπείες και χειρουργεία, με μια καθημερινότητα συχνά έγκλειστη, καθηλωμένη.
Αυτή η σωματική και ψυχική εμπειρία περνά αυτούσια στους στίχους του. Μελαγχολία, οργή, ήττα, αλλά και μια επίμονη, σχεδόν πεισματική ελπίδα. Ο Μικρούτσικος αναγνωρίζει αμέσως ότι εδώ υπάρχει κάτι σπάνιο: λόγος πολιτικός χωρίς ρητορεία, βαθιά ανθρώπινος χωρίς εξομολογήσεις.
Η «Ρόζα» γεννιέται και χάνεται
Το 1976, ο Αλκαίος στέλνει στον Μικρούτσικο τους στίχους της «Ρόζας». Ο συνθέτης ζει τότε σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Είναι αργά το βράδυ όταν διαβάζει το ποίημα. Η μουσική έρχεται σχεδόν ακαριαία. Ρυθμός, μελωδία, ζεϊμπέκικο βαρύ, εσωτερικό. Κάθεται στο πιάνο για να το δοκιμάσει.
Εκεί γίνεται το λάθος που ο ίδιος θα παραδεχθεί χρόνια αργότερα. Για να μην ενοχλήσει τη γειτονιά, χρησιμοποιεί τη σουρντίνα, πνίγοντας τον ήχο. Η πρόχειρη, χαμηλής ποιότητας ηχογράφηση δεν αποδίδει τη δύναμη του τραγουδιού. Στο αυτί του συνθέτη, η «Ρόζα» μοιάζει «μικρότερη» απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα. Έτσι, μπαίνει στο συρτάρι.
Δεν ξεχνιέται, όμως. Επιστρέφει ξανά και ξανά στο μυαλό του. Προτείνεται κάποια στιγμή στη Χαρούλα Αλεξίου, χωρίς να προκαλέσει τον ενθουσιασμό που θα την έβγαζε από την αναμονή. Όχι από απόρριψη, αλλά γιατί το τραγούδι ζητούσε κάτι άλλο: βάρος, ηλικία, εμπειρία.
Η ώρα που όλα συναντιούνται
Η σωστή στιγμή έρχεται το 1996, με τον δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα». Εκεί, η «Ρόζα» βρίσκει τη φωνή που έμοιαζε να περιμένει από την πρώτη στιγμή: τον Δημήτρης Μητροπάνος.
Με την ερμηνεία του Μητροπάνου, το τραγούδι παύει να είναι απλώς μια εξαιρετική σύνθεση. Γίνεται εικόνα. Γίνεται σώμα. Δυο στροφές ζεϊμπέκικο πάνω στη σκηνή, ένα βλέμμα χαμηλωμένο, μια φωνή που δεν τραγουδά τον πόνο – τον κουβαλά. Από εκείνη τη στιγμή, η «Ρόζα» περνά οριστικά στη συλλογική μνήμη.
Γιατί η «Ρόζα» αντέχει
Η «Ρόζα» δεν εξηγείται και δεν χρειάζεται να εξηγηθεί. Δεν έχει ένα πρόσωπο, μια βιογραφία, ένα κλειδί. Είναι γυναίκα, ιδέα, απώλεια, αντίσταση. Είναι το τραγούδι της γενιάς που βγήκε από τη δικτατορία λαβωμένη αλλά όρθια.
Ίσως γι’ αυτό άργησε να ακουστεί. Γιατί δεν ήταν τραγούδι της στιγμής. Ήταν τραγούδι της ζωής.
Και αυτά, όταν έρθει η ώρα τους, δεν φεύγουν ποτέ.
