Στο εδώλιο οι υπάλληλοι, εκτός κάδρου οι αποφασίζοντες
Η υπόθεση του 9ου Δημοτικού Σερρών αναδεικνύει ερωτήματα για την απουσία πολιτικής ευθύνης στο σύστημα της τοπικής διοίκησης.
Η υπόθεση του 9ου Δημοτικού Σερρών αναδεικνύει ερωτήματα για την απουσία πολιτικής ευθύνης στο σύστημα της τοπικής διοίκησης.

Στις 30 Ιουνίου, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σερρών αποφάσισε την αναπομπή της δίκης για το τραγικό περιστατικό του 9ου Δημοτικού Σχολείου Σερρών, όπου στις 5 Δεκεμβρίου 2022 ένας μαθητής έχασε τη ζωή του και δύο ακόμη τραυματίστηκαν από έκρηξη στο λεβητοστάσιο. Η νέα δίκη θα διεξαχθεί με κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα για οκτώ πρόσωπα –εκπροσώπους του αναδόχου και υπαλλήλους του Δήμου Σερρών– ενώ οι τρεις κατηγορούμενοι από την πλευρά της εκπαιδευτικής διοίκησης εξακολουθούν να διώκονται για πλημμέλημα.
Η αναβάθμιση των κατηγοριών συνοδεύτηκε από μια κρίσιμη αιτιολόγηση της έδρας: πως η αμέλεια κάποιων υπαλλήλων δεν ήταν απλώς τυχαία ή στιγμιαία, αλλά ενσυνείδητη και με σοβαρές συνέπειες. Εύλογα, λοιπόν, γεννώνται ερωτήματα: όταν οι ευθύνες φτάνουν μέχρι την τεχνική υπηρεσία ή τον ανάδοχο, πώς είναι δυνατόν να μην αγγίζουν το πολιτικό προσωπικό που είχε την τελική εποπτεία και την ευθύνη για τη λειτουργία των δημοτικών υπηρεσιών;
Η υπόθεση του 9ου Δημοτικού, όσο τραγική κι αν είναι από μόνη της, ενδέχεται να αποτελεί την κορυφή ενός παγόβουνου. Όσοι παρακολουθούν από κοντά τη λειτουργία των σχολικών μονάδων στον Δήμο Σερρών γνωρίζουν ότι προβλήματα συντήρησης, ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή και καθυστερήσεις σε αναγκαία έργα είναι ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Αρκετοί διευθυντές σχολείων, σύλλογοι γονέων και εκπαιδευτικοί έχουν κατά καιρούς κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, χωρίς πάντοτε να βρίσκουν ανταπόκριση ή αποτελεσματικές παρεμβάσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι λίγους μήνες μετά το δυστύχημα, η Σχολική Επιτροπή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Δήμου αποφάσισε τον «καθαρισμό» του χώρου του λεβητοστασίου –δηλαδή την απομάκρυνση των υπολειμμάτων της έκρηξης– προκειμένου να εγκατασταθεί νέο σύστημα γεωθερμίας. Η απόφαση αυτή, αν και τελικά δεν υλοποιήθηκε, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για το κατά πόσο υπήρχε πρόθεση διατήρησης ή καταστροφής κρίσιμων τεκμηρίων για την υπόθεση.
Την ίδια στιγμή, ο διευθυντής του σχολείου εξακολουθεί να βρίσκεται κατηγορούμενος, παρά το γεγονός ότι, όπως προέκυψε και από την ακροαματική διαδικασία, είχε προχωρήσει σε επανειλημμένες προειδοποιήσεις προς τον ανάδοχο, τον Δήμο και τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η απορία που μένει, είναι πώς γίνεται να εγκαλείται για μη επαρκή «επιμονή», όταν είχε ήδη προβεί σε πολλαπλές ενέργειες, την ώρα που τα πολιτικά πρόσωπα που ήταν θεσμικά υπεύθυνα για την εποπτεία και τον συντονισμό του έργου παραμένουν εκτός κάδρου.
Η δίκη αναδεικνύει και ένα ευρύτερο θεσμικό ζήτημα: την απουσία ουσιαστικής λογοδοσίας από την αιρετή διοίκηση του Δήμου. Η πολιτική ευθύνη δεν εξαντλείται στη διαχείριση της επόμενης ημέρας μιας τραγωδίας ούτε στην αναζήτηση εύκολων στόχων. Είναι, πρώτα και κύρια, η διαρκής φροντίδα για τη λειτουργική επάρκεια των υπηρεσιών και την ασφάλεια των πολιτών – και ειδικά των παιδιών.
Το αν οι υπηρεσίες του Δήμου λειτούργησαν με επάρκεια ή όχι, θα το κρίνει η Δικαιοσύνη. Το αν η δημοτική αρχή της προηγούμενης περιόδου είχε επιδείξει συνέπεια, διοικητική εποπτεία και πολιτική ευαισθησία στο σύνολο των σχολικών μονάδων της πόλης, είναι ερώτημα που παραμένει ανοιχτό και αφορά το σύνολο της τοπικής κοινωνίας.
Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι τυφλή, αλλά όχι κοντόφθαλμη.
Γράφει ο Πασχάλης Θ. Τόσιος
