ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Του Παναγιώτη Σταματόπουλου (Ηθοποιού – Σκηνοθέτη)
Του Παναγιώτη Σταματόπουλου (Ηθοποιού – Σκηνοθέτη)

Ένας σπάνιος "εργάτης" , από τους ελάχιστους που διαθέτει σήμερα η
χώρα μας, στον τομέα της υποκριτικής, ο Παναγιώτης Σταματόπουλος
καταθέτει σήμερα τη βαθιά του γνώση επάνω στο θέατρο. Μέσα από
εμπειρίαετών σε κάθε μετερίζι της τέχνης του, σε μία συγκινητική όσο
και χρήσιμη για τον αυριανό μελετητή του θεάτρου, η κουβέντα μας
εξελίσσεται σε πολλά πεδία.
ΕΡ: Παναγιώτη, σύμφωνα με το βιογραφικό σου, είσαι σαράντα πέντε
και πλέον χρόνια στο θέατρο. Συνεργάστηκες με έλληνες και ξένους,
καταξιωμένους σκηνοθέτες του θεάτρου, με το εθνικό και κρατικό
θέατρο, με το ελεύθερο θέατρο και με τα περισσότερα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.
Πήρες μέρος σε παραστάσεις αρχαίου δράματος, κλασικού και
σύγχρονου παγκόσμιου ρεπερτορίου. Παράλληλα, τα τελευταία
είκοσι πέντε χρόνια σκηνοθετείς. Ποια είναι τα κριτήρια επιλογής
των έργων - και για να μιλήσουμε, κυρίως, για τα του οίκου μας – από
το νεοελληνικό, σύγχρονο δραματολόγιο;
ΑΠ: Μα φυσικά, τα έργα που άντεξαν στον χρόνο, που τα θέματά τους
απελευθερώνουν τη φαντασία και δίνουν τη δυνατότητα άλλης ματιάς,
που δεν καταπιάνονται με την ηθογραφία. Τα κείμενα, που στεγάζουν
ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι φανταστικού βλέμματος το οποίο είναι
συγχρόνως και ερμηνευτικός μπούσουλας, με το υποκείμενο να μην ορά
και να μην οράται, με μόνη πραγματικότητα τη μνήμη και τη φαντασία.
Τα έργα που οι συγγραφείς παραδόξως τα έγραψαν σε μικρή ηλικία,
μέσα στην επτάχρονη δικτατορία και μέχρι το τέλος της δεκαετίας
του ’70. Ωστόσο, κάποιοι απ’ αυτούς σταμάτησαν ή στέρεψαν.
Ίσως να διαπίστωσαν πως κάτι παραπάνω απαιτεί το θεατρικό κείμενο.
Αυτοί που επέμειναν, τα κατάφεραν. Τα έργα τους παίχτηκαν,
ξαναπαίχτηκαν και θα παίζονται.
ΕΡ: Πιο συγκεκριμένα, τι είναι εκείνο που κυριαρχεί και τα ξεχωρίζει;
ΑΠ: Η διαφορετική ματιά στο ύφος και στο περιεχόμενο.
Χαρακτηριστικό τους - το καθένα ξεχωριστά - είναι η αλληγορία και
ο ρεαλισμός. Στοιχεία που δίνουν τη δυνατότητα, της δημιουργικής
πειραματικής προσέγγισης και ερμηνείας στην έκφραση και
διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης. Με τα χρόνια και την εμπειρία το
ερώτημα τι κάνω, πώς το κάνω και γιατί το κάνω, όλο και περισσότερο
παίρνει σάρκα και οστά, με αποτέλεσμα να κατανοώ πως δεν είναι όλοι
οι θεατές του εύπεπτου θεάματος. Είναι πάρα πολλοί εκείνοι, που στην
υπαρξιακή τους αγωνία, συνειδητά, «βασανίζονται» και δεν
εφησυχάζουν στα καθημερινά και τετριμμένα. Έπειτα, χωρίς να τους
διαχωρίζω, σκέφτομαι για τους «δαιμονισμένους», τους ταραγμένους,
τους νέους και γι’ αυτούς που δεν έχουν κάνει τρόπο ζωής τους,
«άσ’ τον κόσμο να καίγεται αρκεί εγώ να περνάω καλά». Αλλά αυτή τη
στάση ζωής δεν την εμπνέεσαι ξαφνικά, τη «σπουδάζεις» καθημερινά
«σμιλεύοντας τον χρόνο» και τα δεδομένα του, χαρακτηριστικό βέβαια,
εκείνων που αγωνιούν και συνειδητά συνθέτουν το χθές με το σήμερα,
για να πάνε δημιουργικά στο αύριο.
ΕΡ: Μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι, τα περισσότερα νεοελληνικά
θεατρικά κείμενα εμμένουν σε κάποια χαρακτηριστικά λόγος, που
ίσως έχει ως αποτέλεσμα, να επηρεάζουν και την εξέλιξη του θεάτρου,
γενικότερα;
ΑΠ: Ακριβώς. Σ’ αυτό βέβαια, συμβάλλει και η σκηνοθετική
«ευαισθησία» που αβασάνιστα ερμηνεύει καλά και μέτρια κείμενα
έτσι, που μετατρέπει τη φόρμα και την αλληγορία, σε νατουραλισμό.
Εμμονή θα έλεγα και ακούσια «συνεργασία» συγγραφέα–σκηνοθέτη,
στο αυτονόητο στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι φοβάμαι πως,
αναπαριστώντας από σκηνής τη βαρετή και άοσμη καθημερινότητα,
προσεγγίζοντας τα εφήμερα και εύπεπτα θέματα, το ελληνικό θέατρο,
θα βαδίζει με βήμα σημειωτόν.
ΕΡ: Είναι το κείμενο μόνο που διαμορφώνει το τελικό αποτέλεσμα,
ή ενδεχομένως είναι ζήτημα όλων των εμπλεκόμενων συντελεστών;
ΑΠ: Κατά κύριο λόγο το κείμενο, που παγιδεύεται στο οικείο θέμα
και καθορίζει τη φόρμα, στερώντας την αναζήτηση νέων εκφραστικών
μέσων και αισθητικών προτάσεων. Σ’ αυτό, να προσθέσουμε και
την αδυναμία πολλών σκηνοθετών να διδάξουν θεατρικό Λόγο–δομικό
στοιχείο για να προβάλλουν το υποκείμενο – και επιπόλαια πλασάρουν
την αβασάνιστη πολυλογία ως αρετή. Αυτές οι συνταγές, αντί
να βοηθήσουν παραστατικά το θέατρο, «συμμαχούν» για το αντίθετο.
Η εμμονή στο προφανές και αυταπόδεικτο, η λεξιλαγνεία,
οι τυποποιημένες μούτες, η «έξυπνη» ατάκα και η περιγραφική-λογική
αισθηματολογία σε βάρος της συναισθηματικής νοημοσύνης,
που παρουσιάζονται ως απαραίτητα στοιχεία για τη δήθεν εξέλιξή του,
το απομυζούν και το υποβαθμίζουν, όλο και περισσότερο.
ΕΡ: Πώς θα χαρακτήριζες – αν όχι στο σύνολό της – την σύγχρονη
νεοελληνική θεατρική γραφή;
ΑΠ: Εξυπνακίστικες ατάκες τηλεοπτικής αισθητικής, απροσδιόριστο
ύφος και με διάθεση απενοχοποίησης. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει και
στη ζωή μας. Γελάμε σπασμωδικά και όλοι μαζί, με των κυνικών και
πολυλογάδων τα «χαρούμενα», με φοβερή ευκολία και αυταρέσκεια
που περισσεύει. Με δυο λόγια, ελαφρότητα και επιπολαιότητα, αρκεί
η παραδοχή του ευκολοχαρούμενου ακροατηρίου. Κι’ αντί το θέατρο
να προπορεύεται της ζωής, την ακολουθεί κατά πόδας. Μοιραία λοιπόν,
απουσία οράματος και φαντασίας - στοιχεία για «σύνθεση ζωής» - το
νεοελληνικό θεατρικό κείμενο, στην πλειοψηφία του, αποτυπώνοντας
φωτογραφικά την αβασάνιστη πραγματικότητα, θα ανακυκλώνεται
μέσα απο τα αυτονόητα, ευανάγνωστα και κατανοητά.
ΕΡ: Τι πιστεύεις ότι θα μπορούσε να γίνει ώστε να βγει από το αδιέξοδο;
ΑΠ: Είναι κοινός τόπος ότι χωρίς το ελληνικό έργο, το θέατρό μας,
δεν θα αποκτήσει δική του φυσιογνωμία. Θα μαϊμουδίζει και θα
πελαγοδρομεί, ανάμεσα σε ξένα πρότυπα – κάτι που γίνονταν και
γίνεται – και σ' αυτό που λέγεται «μεταμοντέρνο» τάχα και επιπόλαια
«πειραματικό». Δυστυχώς, όμως, το θεατρικό έργο από μόνο του, δεν
είναι βότανο που θα πετάξει απ’έξω τον κάθε επιβήτορα που από θέση
βαρβατεύεται σε βάρος του και το επικαλείται για τις άρπα-κόλλα
παραστάσεις του. Το πρόβλημα θέλει άλλη ματιά για να λυθεί. Πέρα
από τη γνώση, την τόλμη, το πάθος και το μεράκι αναπόφευκτα, έχουμε
ανάγκη από βαθιές τομές στα πολιτιστικά πράγματα. Πρώτα και κύρια,
στην ανέμπνευστη και φθήνουσα - χρόνο με το χρόνο - θεατρική
παιδεία, που «μπάζει» από παντού.
ΕΡ: Ο συγγραφέας που δεν «συνθέτει ζωή», όπως λες, απλά την
περιγράφει, δεν το αντιλαμβάνεται ή μήπως είναι άποψη και επιλογή
του;
ΑΠ: Όταν από την δεκαετία του`60 το θέατρο και ο κινηματογράφος
στην Ευρώπη μεσουρανούσαν, εμείς - με μικρές αλλά, διακριτές
εξαιρέσεις θεατράνθρωπων - αναπαριστούσαμε τα μικροαστικά
κοινωνικά και πολιτικά ήθη, με φαρσοκωμωδίες και επιθεωρήσεις
και σκαρώναμε δράματα για κλάματα. Δρόμος εύκολος, σίγουρος
και «επικοινωνιακός». Η αβασάνιστη πολιτισμική και ιστορική μνήμη
της πλειοψηφίας των συγγραφέων, η περιγραφή του αντικειμενικού σε
βάρος του υποκειμενικού κόσμου, έχει ως αποτέλεσμα «να εστιάζουνε
στο δέντρο και να χάνουνε το δάσος». Μοιραία, απούσης της φαντασίας
αδυνατούν «να δουν πίσω απ'το βουνό». Ωστόσο, είναι βέβαιο πως
η νεοελληνική πραγματικότητα, έδινε και δίνει θέματα. Το ζήτημα είναι
από ποια θέση θα το δεις. Στην καθημερινότητα για παράδειγμα, πολλοί
συνυπάρχουμε στο ίδιο περιβάλλον, διαφορετικά όμως προσεγγίζουμε
και «ερμηνεύουμε», ό, τι μας περιβάλλει και μας ευαισθητοποιεί.
ΕΡ: Όταν λες «ευαισθητοποιεί», εννοείς τον τρόπο και το λόγο που ο
καθένας αντιλαμβάνεται, προσεγγίζει και «ερμηνεύει» το κόσμο γύρω του.
Τι ακριβώς;
ΑΠ: Όπως το’ πες. ‘Ο «κόσμος» όμως του θεάτρου, ενώ υπάρχει παντού
«είναι» αλλού, γεγονός που απαιτεί φαντασία, προβληματισμό και
σύνθεση. «Τα πράγματα όχι όπως είναι αλλά, όπως θα έπρεπε να είναι
και κάτω από τεθείσες προϋποθέσεις», κατά τον Αριστοτέλη. Έπειτα,
είναι αυτονόητο πως, η κάθε πραγματικότητα γίνεται κλειστό σύστημα,
όταν επιμένεις να τη βλέπεις από την ίδια γωνία. Καμιά πραγματικότητα
δεν είναι πραγματική, παρά μόνο στην κατάστασή της και κάθε φορά
στον χρόνο της. Κατά τα άλλα έχει ροή, μετατόπιση στην κίνησή της,
γιατί διαφορετικά, έτσι όπως εννοούμε τον όρο πραγματικότητα, θα
έπρεπε να μπορούμε να σταματήσουμε και τον χρόνο, πράγμα αδύνατο.
ΕΡ: Ωστόσο, πιστεύεις πως υπάρχει ελπίδα στο μέλλον, το νεοελληνικό
θέατρο να προσεγγίσει καινούρια θέματα, άλλες αισθητικές έτσι που
να μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο, αν όχι πρωτοποριακό;
ΑΠ: Αυτό είναι βέβαιο. Στο θέατρο, τίποτα δεν είναι στάσιμο, γεγονός
πώς, αν δεχτούμε ότι κάποτε θα γραφτεί το τέλειο έργο, θα πρέπει
να αποδεχτούμε ότι πλέον, θα υπάρχουμε στο σημείο μηδέν. Ούτε στην
τεχνολογία δεν ισχύει ο νόμος του τέλειου, πόσο μάλλον στις τέχνες
γενικότερα. Έπειτα, το ρήμα «ελπίζω», δεν έχει θέση στην τέχνη.
Η τέχνη είναι «αμείλικτη», όπως η φύση και ταυτόχρονα αρμονική.
Το θέατρο, ως αποτέλεσμα δέους και μυστηρίου της ύπαρξης
του ανθρώπου, είναι δημιουργική ανησυχία «έν-Λογου νου», δεν είναι
ανταλλαγή πληροφοριών. Είναι ανάγκη επικοινωνίας. Έχουν γραφτεί
μεγάλα έργα. Το παράδοξο είναι ότι, πολλά απ'αυτά, δεν έχουν καν
διαβαστεί. Σκέφτομαι πως μάλλον είναι ανάγκη να γυρίσουμε το βλέμμα
μας πίσω, αν θέλουμε η ματιά μας προς το μέλλον να γίνει πιο δυνητική.
ΕΡ: Δηλαδή, μπορούμε να φανταστούμε ή να προβλέψουμε κάποια
μεταστροφή κοινωνικών ισορροπιών που θα επηρεάσει και το θέατρο;
ΑΠ: Αυτό θα γίνει σίγουρα. Είναι διαλεκτικός φυσικός νόμος και
χωρίς την άμεση συμμετοχή του ανθρώπου. Τι θα γίνει ακριβώς δεν
ξέρω. Σίγουρα πάντως, όσο οι κοινωνίες θα εκ-παιδεύονται, εκποιώντας
βασικά γνωρίσματα κάτω από δημιουργημένες ανάγκες
και συμφέροντα, όσο ο άνθρωπος θα αγνοεί ότι είναι δημιούργημα
της φύσης και θα εφησυχάζει σε βάρος της πολιτισμικής του ταυτότητας,
μουρμουρίζοντας το «δόξα σοι ο θεός» και «δος ημίν σήμερον»,
θα βαδίζουμε σε λάθος δρόμο. Επίσης, η πληροφόρηση από το κινητό,
που ερμηνεύεται ως γνώση, η κατεστημένη οικογενειοκρατία και
η στρεβλή παιδεία μοιραία, έχουν ως αποτέλεσμα, τη μαζικοποιημένη
απομόνωση που θα μεγαλώνει, σε βάρος πάντα των νέων ανθρώπων.
Επιπλέον, η «κλωνοποίηση» ιδεών και συμπεριφορών, θα διαμορφώνει
ψεύτικα πρότυπα ως προς την αντίληψη και τη στάση ζωής. Έχουν ήδη
γραφτεί θεατρικά κείμενα, με παρόμοια θεματολογία.
ΕΡ: Πιστεύεις πως αυτή η «κοινωνικότητα» είναι μόνο ελληνικό
φαινόμενο;
ΑΠ: Όχι αλλά σίγουρα, είμαστε πρωτοπόροι. Σε ό,τι μας αφορά
σαν ‘Ελληνες πιστεύω πως τα θέματά μας, γρήγορα τα εξαντλούμε.
Στην αλλοτριωμένη συνείδηση και συμπεριφορά μας, επιμένουμε
να είμαστε παντού και «μέσα σ' όλα», αλλοίμονο όμως, άλλο είναι
να χωράς κι’άλλο…να «χώνεσε» παντού. Κάπως έτσι χάνουμε αυτό
που έχουμε με αντάλλαγμα αυτό που, φαντασιωνόμαστε ότι θα μας
κάνει κοινωνικά διακριτούς και καλύτερους. Πριν καλά-καλά,
γνωρίσουμε τις δυνατότητές μας, «άβουλοι και μοιραίοι», λοιδορούμε
τους κρατικοδίαιτους χώρους εργασίας, αυταπόδεικτη συμπεριφορά
της πλειοψηφίας των καλλιτεχνών και ρεύμα της τελευταίας
τεσσαρακονταετίας. Λόγος που, για την επιβίωση ή την καλοπέραση,
περιόρισε τον ορίζοντα της σκηνικής συμπεριφοράς, ηθοποιών
και σκηνοθετών, αλλά και τον τρόπο γραφής των συγγραφέων.
Με λίγα λόγια, η πρωτοπορία ως κοινωνική ιδεολογία και στάση ζωής,
χρειάζεται μετερίζι, κι’αυτό είναι υπόθεση όλων και πολύ περισσότερο
της νεολαίας. Αλλά κι’ αυτοί, πολύ φοβάμαι πως, ταμπουρώθηκαν πίσω
απ’ το δικό τους μετερίζι και μας τα σούρνουν - όχι αδίκως βέβαια - αλλά
κάπως έτσι, αλληλοεξαργυρώνουμε τη συνενοχή και εφησυχάζουμε
στη βουβαμάρα μας.
ΕΡ: Τα έργα που γράφτηκαν μέσα στην επταετία της χούντας και λίγο
μετά, με ποια χαρακτηριστικά άντεξαν στο χρόνο και παραμένουν
επίκαιρα;
ΑΠ: Την περίοδο εκείνη, οι ανήσυχοι συγγραφείς, εγκλωβισμένοι
στο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς - ως υπαρξιακό αντιστάθμισμα - πέρα
από κοινωνιολόγοι έπρεπε να γίνουν και ψυχολόγοι. Γι’ αυτούς ένας
ήταν ο δρόμος: η ρεαλιστική αλληγορία με δομή και φόρμα παραμυθιού.
Έπρεπε να στύψουν περισσότερο το μυαλό τους, ν’ αφουγκραστούν και
να προβλέψουν τα δεδομένα της κοινωνίας, αλλά και να εμπνευστούν
τον τρόπο, που θέλουν να επικοινωνήσουν μαζί της. Ωστόσο, ήταν ακόμα
η εποχή της ελπίδας, άσχετα με το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς. Κι’ αυτό
γιατί στη συνείδηση και στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, υπήρχε έντονο
το αίσθημα της μετάβασης. Ήξεραν δηλαδή, πως μια δικτατορία δεν
μπορεί να υφίσταται άπαξ, εξ’ου και τα διάφορα συνθήματα της εποχής
που, στην εξέλιξή της, η κοινωνία των ανθρώπων τα απομυθοποίησε
και παρέμειναν απλά συνθήματα. Κάποιοι, πιο ευαίσθητοι
και παρατηρητικοί, κατάφεραν να παραπλανήσουν τους αδαείς
συνταγματάρχες, επιλέγοντας τον αλληγορικό δρόμο γραφής τους.
ΕΡ: Ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία, που έκανε αυτούς
τους συγγραφείς να διαφοροποιηθούν από τους άλλους, της ίδιας γενιάς;
ΑΠ: Η ιδεολογία, που είναι αποτέλεσμα γνώσης, υπαρξιακής ανησυχίας
και κοινωνικής ενσυναίσθησης. Εύκολο ήταν γι’ αυτούς να «κατέβουν»
στον θεατή, να τον διασκεδάσουν. Το δικό τους στοίχημα όμως ήταν,
πώς θα «προκαλέσουν» τον τρόπο σκέψης του, να τον ψυχαγωγήσουν
για να τον «ανεβάσουν». Επίσης, είχαν επίγνωση για τα αποτελέσματα
της συστημικής χειραγώγησης, όταν στον μικρόκοσμο κι’ έξω από τον
εαυτό του ο καθένας, φαντασιώνεται ότι κάποιος άλλος, ενδεχομένως,
θα μπορούσε και θα ήθελε να είναι. Έπειτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε
τις επιρροές από το «θέατρο του παραλόγου», που εκεί στις δεκαετίες
'60 - '70, άνθιζε σχεδόν σ’ όλη την Ευρώπη και πολύ περισσότερο βέβαια,
στις Ανατολικές χώρες.
ΕΡ: Μια που το έφερε η κουβέντα, κάτω από ποιες κοινωνικές συνθήκες
προέκυψε το «θέατρο του παραλόγου»;
ΑΠ: Αισθητική αναγκαιότητα της εποχής ήταν και αποτέλεσμα
υποψιασμένων συγγραφέων, προκειμένου να αναδείξουν το «κοινωνικό
υποκείμενο». Στόχος τους, να διαμορφώσουν τον τρόπο σκέψης και την
αντίληψη του θεατή, δεδομένου ότι στις παράλογες κοινωνίες, «η λογική
δε μπορεί να σε οδηγήσει, ούτε να σε αποτρέψει από κάτι». Γνώριζαν
πως, τόσο η ρεαλιστική αλληγορία αλλά και ο «παραλογισμός», δομούν
ένα θεατρικό-συμβατικό γεγονός που, παρ’ οτι μοιάζει με «γενναίον
ψεύδος», μέσα του κρύβει πάντα μια μεγάλη αλήθεια. Από την Αμερική
των δεκαετιών '50 – '60 με τις φυλετικές διακρίσεις, τον Μάη του ’68 στη
Γαλλία, της επιβεβλημένης κοινωνικής σιωπής στην Ανατολική Ευρώπη
και δυο παγκόσμιους πολέμους, η ανησυχία για το αύριο ήταν έκδηλη.
Πολλοί νεοέλληνες συγγραφείς, επηρεάστηκαν θετικά από το «θέατρο
του παραλόγου», ως προς το ύφος αλλά και το περιεχόμενο. Κάποια
απ’ τα έργα τους, ειδικά εκείνα που γράφτηκαν μέσα στη χούντα,
παίχτηκαν την ίδια περίοδο, με χειροκροτητές στην πρώτη θέση
τους συνταγματάρχες, που χαμπάρι δεν πήρανε κι’ αυτό γιατί
απευθύνονταν στην αισθητική του ανήσυχου και μυημένου θεατή.
ΕΡ: Τι άλλαξε στις μέρες μας που οι συγγραφείς δεν εμπνέονται ώστε
να «συνθέσουν ζωή», όπως λες, με κείμενα αλληγορικά ρεαλιστικά
και διαχρονικά;
ΑΠ: Ο κοινωνικός τυφλοσούρτης ως τρόπος σκέψης, ο ωχαδελφισμός
και η πληροφόρηση, που είναι αποτέλεσμα συστημικής, σκόπιμης και
μεθοδευμένης χειραγώγησης. Ωστόσο, παρ' ότι οι καιροί άλλαξαν,
ο προβληματισμός και η αναζήτηση ασφαλώς παραμένουν. Η δικτατορία
του χρήματος όμως, είναι πιο ισχυρή από ποτέ άλλοτε κι’ έχει εγκλωβίσει
μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου και πολύ περισσότερο βέβαια,
του θεάτρου. Αποτέλεσμα, ανελεύθερος, στείρος και αλλοτριωμένος
πια ο καλλιτέχνης - ως προς τον τρόπο που βιώνει και αντιλαμβάνεται
το κόσμο γύρω του - να παραφράζει κατά βούληση τις έννοιες:
κοινωνία-δημοκρατία-ελευθερία και πολλές φορές, σκοπίμως.
ΕΡ: Αν τα έργα που ξεχώρισαν ήταν θέμα σύλληψης, «σύνθεσης και ερμηνείας
ζωής», η στάση του θεατή πόσο επηρέασε τους συγγραφείς ώστε,
σήμερα, κάποια να χαρακτηρίζονται διαχρονικά κι’ άλλα ξεπερασμένα;
ΑΠ: «Πρέπει να το’χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες».
Η κοινωνική «συνενοχή», είναι στάση ζωής απέναντι στον συνάνθρωπο,
χάρισμα μιας μικρής μερίδας πολιτών-θεατών, δεδομένου ότι,
η πλειοψηφία εφησυχάζει πίσω από το ιδεολόγημα της παραίτησης,
«ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι’ ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Κι’ αυτό γιατί,
όσο κι’ αν ο άνθρωπος θα τακτοποιεί τη ζωούλα του και θα νομίζει ότι
βολεύτηκε, όσο δε θα μπορεί να κατανοήσει πως κάποια κέντρα - πέρα
και πάνω από πολιτικές - καθορίζουν την ύπαρξή του και διαμορφώνουν
τον τρόπο σκέψης και την συμπεριφορά του, θα 'ρχεται το θέατρο
να του θυμίζει - εκτός απ' τη καταγωγή του - ποιος είναι και πού πάει.
Στις μέρες μας, βιώνουμε την πλήρη σύγχυση, γενικά ως κοινωνία.
Η εποχή της ελπίδας είναι παρελθόν. Αφομοιώθηκε σε ψεύτικα
συνθήματα και εξαργυρώθηκε σε δερμάτινες καρέκλες εξουσιαστών.
Αποστασιοποιημένοι και εθισμένοι στη συνήθεια, στην πλειοψηφία τους
οι θεατές, αρκούνται στον παθητικό ρόλο του αδιάφορου χειροκροτητή.
Παρ’ όλα αυτά, σκέφτομαι ότι, τα μεγάλα έργα γράφτηκαν σε καιρούς
σύγχυσης και κοινωνικών ανακατατάξεων. Ωστόσο, πέραν των
διαπιστώσεων για το πώς και το γιατί, διαμορφώθηκε το σήμερα,
πιστεύω πως η γνώση και η βιωματική μνήμη του ευαισθητοποιημένου
κοινωνικά συγγραφέα-δημιουργού, σε «συνεργασία» με τη στάση
και συμπεριφορά του ανήσυχου και προβληματισμένου θεατή, κάποια
στιγμή θ’αντιδράσουν και θα χαράξουν καινούργιους δρόμους.
ΕΡ: Μιλήσαμε για τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη, τον θεατή,
συντελεστές «αλληλοεξαρτώμενοι» για την διαμόρφωση και την εξέλιξη
του θεάτρου. Ο «ρόλος» του ηθοποιού, διαχρονικά, πόσο έχει επηρεάσει
το αισθητικό αποτέλεσμα;
ΑΠ: Το θέατρο, εκτός απο ζωντανή τέχνη και «σύνθεση βιωμάτων»,
συνθέτει κι’ όλες τις τέχνες όπως, λόγος–κίνηση–μουσική - εικαστικά.
Τουτέστιν, η τέχνη του ηθοποιού θα παραμένει η μεγαλύτερη, φτάνει
να το πιστέψει και ο ίδιος. Αρκεί, στη «σπουδή» του με το «κοινωνικό
υποκείμενο», μέσα από την καθημερινότητα, να αισθάνεται την ανάγκη
να συνθέτει - κι’αυτός με τη σειρά του - αυτό που βιώνει, ανακαλύπτει
και αντιλαμβάνεται, με ό,τι υπαρξιακά τον ανησυχεί. Διαφορετικά,
θα αυτο-υπονομεύεται ανάμεσα στο «εγώ» και στο «είναι» του. Έχουμε
λοιπόν τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, σε μια καταρχήν συνεργασία
ιδεολογικού και αισθητικού περιεχομένου, που έρχεται να υλοποιήσει
εν’ τέλει, ο ηθοποιός. Ο σκηνοθέτης πρέπει να μεταδώσει στον θεατή
την αισθητική του συγγραφέα αλλά διαμέσου της συνεργασίας του
με τον ηθοποιό. ‘Ομως, είτε γιατί ο ηθοποιός εμμένει στη «μανιέρα» του,
είτε γιατί ο σκηνοθέτης προσεγγίζει και αναλύει τον συγγραφέα,
επιπόλαια και επιφανειακά, να «συγκρούονται» ανεπιτυχώς, σε βάρος
του ποθητού αποτελέσματος. Έπειτα, ποιος δεν το βλέπει ότι, στον χώρο
του θεάτρου παρεισφρήσανε πολλοί, «εμπειρικοί» ηθοποιοί και
σκηνοθέτες, ουσιαστικά ανεπάγγελτοι, άνεργοι και ασπούδαστοι του
αντικειμένου, όπου απροβλημάτιστοι, καταφερτζήδες και στην άγνοιά
τους ψύχραιμοι, από θέση αυτοί αποφασίζουν, όχι μόνο για το θέατρο,
αλλά και για την πολιτιστική πορεία της χώρας, γενικότερα.
ΕΡ: Με δυο λόγια δηλαδή να υποθέσουμε ότι ο σκηνοθέτης έχει
τη δυνατότητα, πέρα από την ερμηνεία του ηθοποιού, να παρεμβαίνει
και αισθητικά στο κείμενο, τόσο θετικά αλλά και αρνητικά;
ΑΠ: Αυτό είναι βέβαιο, άλλωστε - άσχετα πόσο καλά την κάνει - αυτή
είναι η δουλειά του. Για παράδειγμα κι’ από προσωπική εμπειρία,
νέος ακόμα ηθοποιός, έχω συνεργαστεί με σκηνοθέτη και μάλιστα
σε παράσταση Αττικής κωμωδίας για το φεστιβάλ Επιδαύρου, που
δυστυχώς γι’ αυτόν, δεν διέκρινε αισθητικές διαφορές μεταξύ των
κωμωδιών Φάρσας, Καταστάσεων και Ιδεών. Με την καταρράκωση
λοιπόν των αξιών –πολύ περισσότερο στις μέρες μας - αφού,
«ό,τι δηλώσεις είσαι», και την εμπλοκή άσχετων σε θέσεις κέντρων
αποφάσεων, μοιραία διαμορφώθηκε το σημερινό θεατρικό περιβάλλον,
«όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε». Χαριεντιστήκαμε και με την
τηλεόραση για να γίνουμε ευδιάκριτοι και φυσικά σ’ όλα αυτά,
πρώτος και καλύτερος ο ηθοποιός.
ΕΡ: Ποιοι ενδεχομένως, άλλοι παράγοντες επέδρασαν ώστε με τα
χρόνια, να διαμορφωθεί το σημερινό αισθητικό, θεατρικό αποτέλεσμα;
ΑΠ: Με την εμφάνιση του «παράλογου θεάτρου», στη δεκαετία του ’60,
στ’ όνομα του «διαφορετικού», ξεπετάχτηκε κι’ ένα «μοντέλο» ηθοποιού
«επιστημονικής μανιέρας», με αισθητική λαϊκού εξπρεσιονισμού,
προκειμένου κάποιοι αετονύχηδες, να οικειοποιηθούν το «καινούργιο»
και να βουτήξουν στα βαθιά για τη βόλεψή τους. Μανιέρα που φτάνει
μέχρι τις μέρες μας, με τέτοια «επικοινωνιακή» δύναμη, που ξεγέλασε
ακόμα και εμπνευσμένους δασκάλους και σκηνοθέτες. Αρκεί να
σκεφτούμε, πόσες παραστάσεις Αρχαίου Δράματος, με ύφος και όψη
αισθητικής καραγκιόζη, παρέλασαν από την Επίδαυρο και μάλιστα,
από θεατρικό φορέα σημαιοφόρο της χώρας μας. Μοιραία όμως η εποχή
τους ξεπέρασε, αλλά ελάχιστοι αναρωτιούνται γεγονός ότι, είναι πολλοί
ακόμα και σήμερα που τους «ξεπατικώνουν». Αιτία - πέρα και πάνω από
το θέατρο - να ξεπεταχτεί ο «ειδικός» του θεάτρου με μοναδικό κριτήριο
την τηλεοπτική και μόνο αναγνωρισιμότητα, χωρίς προβληματισμούς
για ουσιαστικές αναζητήσεις. Κάπως έτσι και απόντων με τα χρόνια,
των θεατράνθρωπων και μοιραία της «δημιουργικής συνειδησιακής
μνήμης», διαμορφώθηκε το κατάλληλο περιβάλλον με αποτέλεσμα
τη διατήρηση των ανισοτήτων, την επικράτηση των επιτήδειων,
την ελευθεριότητα των διαπλεκόμενων με στόχο, πώς ν’ αδράξουνε
την ευκαιρία και κατά το κοινώς λεγόμενο, «να χωθούνε».
ΕΡ: Να υποθέσω πως έχεις εικόνα και για τους Σερραίους θεατρικούς
συγγραφείς. Ποια είναι η άποψή σου;
ΑΠ: Υπάρχουν έργα Σερραίων συγγραφέων που είναι ανώτερα κάποιων,
που κατά καιρούς, ο επίσημος θεατρικός φορέας της πόλης έχει τιμήσει.
Η προσπάθεια ορισμένων την τελευταία εικοσαετία, να ξορκίσουν τους
τύπους και την ηθογραφία, είναι κατάθεση δημιουργικής αναζήτησης
και όχι μόνο. Αν λοιπόν οι «αρμόδιοι», σχετικοί και άσχετοι, αιρετοί
και εκλεγμένοι δεν μεροληπτούν, αγνοούν ότι είναι υποχρέωσή τους
να παρουσιάζουν έργα τους, όταν με δική τους επιλογή, οι παραστάσεις
πλαισιώνονται συνήθως από εντόπιους συντελεστές. ‘Η επικοινωνία με
το κοινό θα δικαιώσει, ή όχι, αυτό που οι συγγραφείς, στην υπαρξιακή
τους αγωνία και ανησυχία καταθέτουν. Το θέατρο, ως μέτρηση αξιών,
μόνο σε «συνεργασία» με τον υποψιασμένο θεατή, θα ευαισθητοποιήσει
την πολιτισμική και ιστορική μνήμη, για την επιλογή και δομή
των θεμάτων τους. Αρκεί, στη συνεργασία τους, τόσο οι εμπλεκόμενοι
συντελεστές, αλλά και οι θεατές, να λαμβάνουν υπόψη τους ότι, στο
θέατρο, «σημασία δεν έχει τόσο τι λες, αλλά πώς το λες» κι ότι, όσο κι’αν
«εν’ αρχή είναι ο Λόγος», άλλο τόσο και «τα πολλά λόγια είναι φτώχια».
ΕΡ: Παναγιώτη, κλείνοντας, από τη γνώση και την εμπειρία των χρόνων,
πώς τοποθετείς τον εαυτό σου απέναντι στο θέατρο και στον θεατή
του σήμερα;
ΑΠ: Θέλει «αρετή και τόλμη» η αυτογνωσία. Η προσέγγιση του
υποκειμενικού κόσμου και του «είναι», όταν επιπόλαια παρερμηνεύεται
απ’ το ασυνείδητο και απαίδευτο «εγώ είμαι», είναι εκκεντρικότητα,
υπαρξιακή ψευδαίσθηση και ο «κακός δαίμονας» του επιπόλαιου
καλλιτέχνη δεδομένου ότι, ο αυτοπροσδιορισμός, πέρα απ’το έργο,
καθορίζει τον λόγο και τον τρόπο αντίληψης της ύπαρξής του, στο
κοινωνικό γίγνεσθε. Σε ο,τι με αφορά πάντως, μετά λόγου γνώσεως θα
έλεγα, κατά το δίδαγμα της Αρχαίας τραγωδίας «πάθος-μάθος», άσχετα
που όσα περισσότερα «παθαίνω και μαθαίνω», τόσα λιγότερα γνωρίζω.
Ωστόσο, όταν αποφάσισα – μένει να μάθω το αίτιον και το αιτιατό - να
ασχοληθώ με το θέατρο, είχα ήδη διανύσει μεγάλη απόσταση
στο «άγνωστο» και την αναζήτηση. Τα γεγονότα γύρω μου, είχαν
«κατεργάσει» το σώμα, το μυαλό και τη ψυχή μου. Κι όταν, σχετικά
μικρός, τοποθετήθηκα ιδεολογικά απέναντι στον εαυτό μου, αλλά και
στην κοινωνία κι’αποφάσισα, «με ποιους θα πάω και ποιους θ’ αφήσω»
και σαν σπουδαστής Δραματικής σχολής «άνοιξα» την πόρτα
του θεάτρου, ένιωσα τυχερός και «ευλογημένος». Δεν είχα μόνο τη τύχη
να βρεθώ κοντά σε πραγματικούς δασκάλους που μου δίδαξαν τον Λόγο
της ζωής και του θεάτρου, αλλά και γιατί μου δίνονταν καινούργια
δεδομένα, να συνεχίσω «το ταξίδι μου για την Ιθάκη» με εμπλουτισμένες
τις υπαρξιακές μου ανησυχίες. Βίωσα κι’ έμαθα τόσα που ευτύχησα, όσο
μεγαλώνω, να εμπεδώνω όλο και περισσότερο, πως…απ’ ό,τι «παθαίνουμε
μαθαίνουμε» απ’ το χθες για το σήμερα…που μας οδηγεί στο αύριο και που
δεν μένει…παρά ν’ αποδεχτούμε πώς…δεν μας φταίει το «κακό το ριζικό μας»,
αλλά…«ό,τι σπέρνουμε θερίζουμε».
χώρα μας, στον τομέα της υποκριτικής, ο Παναγιώτης Σταματόπουλος
καταθέτει σήμερα τη βαθιά του γνώση επάνω στο θέατρο. Μέσα από
εμπειρίαετών σε κάθε μετερίζι της τέχνης του, σε μία συγκινητική όσο
και χρήσιμη για τον αυριανό μελετητή του θεάτρου, η κουβέντα μας
εξελίσσεται σε πολλά πεδία.
ΕΡ: Παναγιώτη, σύμφωνα με το βιογραφικό σου, είσαι σαράντα πέντε
και πλέον χρόνια στο θέατρο. Συνεργάστηκες με έλληνες και ξένους,
καταξιωμένους σκηνοθέτες του θεάτρου, με το εθνικό και κρατικό
θέατρο, με το ελεύθερο θέατρο και με τα περισσότερα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.
Πήρες μέρος σε παραστάσεις αρχαίου δράματος, κλασικού και
σύγχρονου παγκόσμιου ρεπερτορίου. Παράλληλα, τα τελευταία
είκοσι πέντε χρόνια σκηνοθετείς. Ποια είναι τα κριτήρια επιλογής
των έργων - και για να μιλήσουμε, κυρίως, για τα του οίκου μας – από
το νεοελληνικό, σύγχρονο δραματολόγιο;
ΑΠ: Μα φυσικά, τα έργα που άντεξαν στον χρόνο, που τα θέματά τους
απελευθερώνουν τη φαντασία και δίνουν τη δυνατότητα άλλης ματιάς,
που δεν καταπιάνονται με την ηθογραφία. Τα κείμενα, που στεγάζουν
ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι φανταστικού βλέμματος το οποίο είναι
συγχρόνως και ερμηνευτικός μπούσουλας, με το υποκείμενο να μην ορά
και να μην οράται, με μόνη πραγματικότητα τη μνήμη και τη φαντασία.
Τα έργα που οι συγγραφείς παραδόξως τα έγραψαν σε μικρή ηλικία,
μέσα στην επτάχρονη δικτατορία και μέχρι το τέλος της δεκαετίας
του ’70. Ωστόσο, κάποιοι απ’ αυτούς σταμάτησαν ή στέρεψαν.
Ίσως να διαπίστωσαν πως κάτι παραπάνω απαιτεί το θεατρικό κείμενο.
Αυτοί που επέμειναν, τα κατάφεραν. Τα έργα τους παίχτηκαν,
ξαναπαίχτηκαν και θα παίζονται.
ΕΡ: Πιο συγκεκριμένα, τι είναι εκείνο που κυριαρχεί και τα ξεχωρίζει;
ΑΠ: Η διαφορετική ματιά στο ύφος και στο περιεχόμενο.
Χαρακτηριστικό τους - το καθένα ξεχωριστά - είναι η αλληγορία και
ο ρεαλισμός. Στοιχεία που δίνουν τη δυνατότητα, της δημιουργικής
πειραματικής προσέγγισης και ερμηνείας στην έκφραση και
διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης. Με τα χρόνια και την εμπειρία το
ερώτημα τι κάνω, πώς το κάνω και γιατί το κάνω, όλο και περισσότερο
παίρνει σάρκα και οστά, με αποτέλεσμα να κατανοώ πως δεν είναι όλοι
οι θεατές του εύπεπτου θεάματος. Είναι πάρα πολλοί εκείνοι, που στην
υπαρξιακή τους αγωνία, συνειδητά, «βασανίζονται» και δεν
εφησυχάζουν στα καθημερινά και τετριμμένα. Έπειτα, χωρίς να τους
διαχωρίζω, σκέφτομαι για τους «δαιμονισμένους», τους ταραγμένους,
τους νέους και γι’ αυτούς που δεν έχουν κάνει τρόπο ζωής τους,
«άσ’ τον κόσμο να καίγεται αρκεί εγώ να περνάω καλά». Αλλά αυτή τη
στάση ζωής δεν την εμπνέεσαι ξαφνικά, τη «σπουδάζεις» καθημερινά
«σμιλεύοντας τον χρόνο» και τα δεδομένα του, χαρακτηριστικό βέβαια,
εκείνων που αγωνιούν και συνειδητά συνθέτουν το χθές με το σήμερα,
για να πάνε δημιουργικά στο αύριο.
ΕΡ: Μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι, τα περισσότερα νεοελληνικά
θεατρικά κείμενα εμμένουν σε κάποια χαρακτηριστικά λόγος, που
ίσως έχει ως αποτέλεσμα, να επηρεάζουν και την εξέλιξη του θεάτρου,
γενικότερα;
ΑΠ: Ακριβώς. Σ’ αυτό βέβαια, συμβάλλει και η σκηνοθετική
«ευαισθησία» που αβασάνιστα ερμηνεύει καλά και μέτρια κείμενα
έτσι, που μετατρέπει τη φόρμα και την αλληγορία, σε νατουραλισμό.
Εμμονή θα έλεγα και ακούσια «συνεργασία» συγγραφέα–σκηνοθέτη,
στο αυτονόητο στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι φοβάμαι πως,
αναπαριστώντας από σκηνής τη βαρετή και άοσμη καθημερινότητα,
προσεγγίζοντας τα εφήμερα και εύπεπτα θέματα, το ελληνικό θέατρο,
θα βαδίζει με βήμα σημειωτόν.
ΕΡ: Είναι το κείμενο μόνο που διαμορφώνει το τελικό αποτέλεσμα,
ή ενδεχομένως είναι ζήτημα όλων των εμπλεκόμενων συντελεστών;
ΑΠ: Κατά κύριο λόγο το κείμενο, που παγιδεύεται στο οικείο θέμα
και καθορίζει τη φόρμα, στερώντας την αναζήτηση νέων εκφραστικών
μέσων και αισθητικών προτάσεων. Σ’ αυτό, να προσθέσουμε και
την αδυναμία πολλών σκηνοθετών να διδάξουν θεατρικό Λόγο–δομικό
στοιχείο για να προβάλλουν το υποκείμενο – και επιπόλαια πλασάρουν
την αβασάνιστη πολυλογία ως αρετή. Αυτές οι συνταγές, αντί
να βοηθήσουν παραστατικά το θέατρο, «συμμαχούν» για το αντίθετο.
Η εμμονή στο προφανές και αυταπόδεικτο, η λεξιλαγνεία,
οι τυποποιημένες μούτες, η «έξυπνη» ατάκα και η περιγραφική-λογική
αισθηματολογία σε βάρος της συναισθηματικής νοημοσύνης,
που παρουσιάζονται ως απαραίτητα στοιχεία για τη δήθεν εξέλιξή του,
το απομυζούν και το υποβαθμίζουν, όλο και περισσότερο.
ΕΡ: Πώς θα χαρακτήριζες – αν όχι στο σύνολό της – την σύγχρονη
νεοελληνική θεατρική γραφή;
ΑΠ: Εξυπνακίστικες ατάκες τηλεοπτικής αισθητικής, απροσδιόριστο
ύφος και με διάθεση απενοχοποίησης. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει και
στη ζωή μας. Γελάμε σπασμωδικά και όλοι μαζί, με των κυνικών και
πολυλογάδων τα «χαρούμενα», με φοβερή ευκολία και αυταρέσκεια
που περισσεύει. Με δυο λόγια, ελαφρότητα και επιπολαιότητα, αρκεί
η παραδοχή του ευκολοχαρούμενου ακροατηρίου. Κι’ αντί το θέατρο
να προπορεύεται της ζωής, την ακολουθεί κατά πόδας. Μοιραία λοιπόν,
απουσία οράματος και φαντασίας - στοιχεία για «σύνθεση ζωής» - το
νεοελληνικό θεατρικό κείμενο, στην πλειοψηφία του, αποτυπώνοντας
φωτογραφικά την αβασάνιστη πραγματικότητα, θα ανακυκλώνεται
μέσα απο τα αυτονόητα, ευανάγνωστα και κατανοητά.
ΕΡ: Τι πιστεύεις ότι θα μπορούσε να γίνει ώστε να βγει από το αδιέξοδο;
ΑΠ: Είναι κοινός τόπος ότι χωρίς το ελληνικό έργο, το θέατρό μας,
δεν θα αποκτήσει δική του φυσιογνωμία. Θα μαϊμουδίζει και θα
πελαγοδρομεί, ανάμεσα σε ξένα πρότυπα – κάτι που γίνονταν και
γίνεται – και σ' αυτό που λέγεται «μεταμοντέρνο» τάχα και επιπόλαια
«πειραματικό». Δυστυχώς, όμως, το θεατρικό έργο από μόνο του, δεν
είναι βότανο που θα πετάξει απ’έξω τον κάθε επιβήτορα που από θέση
βαρβατεύεται σε βάρος του και το επικαλείται για τις άρπα-κόλλα
παραστάσεις του. Το πρόβλημα θέλει άλλη ματιά για να λυθεί. Πέρα
από τη γνώση, την τόλμη, το πάθος και το μεράκι αναπόφευκτα, έχουμε
ανάγκη από βαθιές τομές στα πολιτιστικά πράγματα. Πρώτα και κύρια,
στην ανέμπνευστη και φθήνουσα - χρόνο με το χρόνο - θεατρική
παιδεία, που «μπάζει» από παντού.
ΕΡ: Ο συγγραφέας που δεν «συνθέτει ζωή», όπως λες, απλά την
περιγράφει, δεν το αντιλαμβάνεται ή μήπως είναι άποψη και επιλογή
του;
ΑΠ: Όταν από την δεκαετία του`60 το θέατρο και ο κινηματογράφος
στην Ευρώπη μεσουρανούσαν, εμείς - με μικρές αλλά, διακριτές
εξαιρέσεις θεατράνθρωπων - αναπαριστούσαμε τα μικροαστικά
κοινωνικά και πολιτικά ήθη, με φαρσοκωμωδίες και επιθεωρήσεις
και σκαρώναμε δράματα για κλάματα. Δρόμος εύκολος, σίγουρος
και «επικοινωνιακός». Η αβασάνιστη πολιτισμική και ιστορική μνήμη
της πλειοψηφίας των συγγραφέων, η περιγραφή του αντικειμενικού σε
βάρος του υποκειμενικού κόσμου, έχει ως αποτέλεσμα «να εστιάζουνε
στο δέντρο και να χάνουνε το δάσος». Μοιραία, απούσης της φαντασίας
αδυνατούν «να δουν πίσω απ'το βουνό». Ωστόσο, είναι βέβαιο πως
η νεοελληνική πραγματικότητα, έδινε και δίνει θέματα. Το ζήτημα είναι
από ποια θέση θα το δεις. Στην καθημερινότητα για παράδειγμα, πολλοί
συνυπάρχουμε στο ίδιο περιβάλλον, διαφορετικά όμως προσεγγίζουμε
και «ερμηνεύουμε», ό, τι μας περιβάλλει και μας ευαισθητοποιεί.
ΕΡ: Όταν λες «ευαισθητοποιεί», εννοείς τον τρόπο και το λόγο που ο
καθένας αντιλαμβάνεται, προσεγγίζει και «ερμηνεύει» το κόσμο γύρω του.
Τι ακριβώς;
ΑΠ: Όπως το’ πες. ‘Ο «κόσμος» όμως του θεάτρου, ενώ υπάρχει παντού
«είναι» αλλού, γεγονός που απαιτεί φαντασία, προβληματισμό και
σύνθεση. «Τα πράγματα όχι όπως είναι αλλά, όπως θα έπρεπε να είναι
και κάτω από τεθείσες προϋποθέσεις», κατά τον Αριστοτέλη. Έπειτα,
είναι αυτονόητο πως, η κάθε πραγματικότητα γίνεται κλειστό σύστημα,
όταν επιμένεις να τη βλέπεις από την ίδια γωνία. Καμιά πραγματικότητα
δεν είναι πραγματική, παρά μόνο στην κατάστασή της και κάθε φορά
στον χρόνο της. Κατά τα άλλα έχει ροή, μετατόπιση στην κίνησή της,
γιατί διαφορετικά, έτσι όπως εννοούμε τον όρο πραγματικότητα, θα
έπρεπε να μπορούμε να σταματήσουμε και τον χρόνο, πράγμα αδύνατο.
ΕΡ: Ωστόσο, πιστεύεις πως υπάρχει ελπίδα στο μέλλον, το νεοελληνικό
θέατρο να προσεγγίσει καινούρια θέματα, άλλες αισθητικές έτσι που
να μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο, αν όχι πρωτοποριακό;
ΑΠ: Αυτό είναι βέβαιο. Στο θέατρο, τίποτα δεν είναι στάσιμο, γεγονός
πώς, αν δεχτούμε ότι κάποτε θα γραφτεί το τέλειο έργο, θα πρέπει
να αποδεχτούμε ότι πλέον, θα υπάρχουμε στο σημείο μηδέν. Ούτε στην
τεχνολογία δεν ισχύει ο νόμος του τέλειου, πόσο μάλλον στις τέχνες
γενικότερα. Έπειτα, το ρήμα «ελπίζω», δεν έχει θέση στην τέχνη.
Η τέχνη είναι «αμείλικτη», όπως η φύση και ταυτόχρονα αρμονική.
Το θέατρο, ως αποτέλεσμα δέους και μυστηρίου της ύπαρξης
του ανθρώπου, είναι δημιουργική ανησυχία «έν-Λογου νου», δεν είναι
ανταλλαγή πληροφοριών. Είναι ανάγκη επικοινωνίας. Έχουν γραφτεί
μεγάλα έργα. Το παράδοξο είναι ότι, πολλά απ'αυτά, δεν έχουν καν
διαβαστεί. Σκέφτομαι πως μάλλον είναι ανάγκη να γυρίσουμε το βλέμμα
μας πίσω, αν θέλουμε η ματιά μας προς το μέλλον να γίνει πιο δυνητική.
ΕΡ: Δηλαδή, μπορούμε να φανταστούμε ή να προβλέψουμε κάποια
μεταστροφή κοινωνικών ισορροπιών που θα επηρεάσει και το θέατρο;
ΑΠ: Αυτό θα γίνει σίγουρα. Είναι διαλεκτικός φυσικός νόμος και
χωρίς την άμεση συμμετοχή του ανθρώπου. Τι θα γίνει ακριβώς δεν
ξέρω. Σίγουρα πάντως, όσο οι κοινωνίες θα εκ-παιδεύονται, εκποιώντας
βασικά γνωρίσματα κάτω από δημιουργημένες ανάγκες
και συμφέροντα, όσο ο άνθρωπος θα αγνοεί ότι είναι δημιούργημα
της φύσης και θα εφησυχάζει σε βάρος της πολιτισμικής του ταυτότητας,
μουρμουρίζοντας το «δόξα σοι ο θεός» και «δος ημίν σήμερον»,
θα βαδίζουμε σε λάθος δρόμο. Επίσης, η πληροφόρηση από το κινητό,
που ερμηνεύεται ως γνώση, η κατεστημένη οικογενειοκρατία και
η στρεβλή παιδεία μοιραία, έχουν ως αποτέλεσμα, τη μαζικοποιημένη
απομόνωση που θα μεγαλώνει, σε βάρος πάντα των νέων ανθρώπων.
Επιπλέον, η «κλωνοποίηση» ιδεών και συμπεριφορών, θα διαμορφώνει
ψεύτικα πρότυπα ως προς την αντίληψη και τη στάση ζωής. Έχουν ήδη
γραφτεί θεατρικά κείμενα, με παρόμοια θεματολογία.
ΕΡ: Πιστεύεις πως αυτή η «κοινωνικότητα» είναι μόνο ελληνικό
φαινόμενο;
ΑΠ: Όχι αλλά σίγουρα, είμαστε πρωτοπόροι. Σε ό,τι μας αφορά
σαν ‘Ελληνες πιστεύω πως τα θέματά μας, γρήγορα τα εξαντλούμε.
Στην αλλοτριωμένη συνείδηση και συμπεριφορά μας, επιμένουμε
να είμαστε παντού και «μέσα σ' όλα», αλλοίμονο όμως, άλλο είναι
να χωράς κι’άλλο…να «χώνεσε» παντού. Κάπως έτσι χάνουμε αυτό
που έχουμε με αντάλλαγμα αυτό που, φαντασιωνόμαστε ότι θα μας
κάνει κοινωνικά διακριτούς και καλύτερους. Πριν καλά-καλά,
γνωρίσουμε τις δυνατότητές μας, «άβουλοι και μοιραίοι», λοιδορούμε
τους κρατικοδίαιτους χώρους εργασίας, αυταπόδεικτη συμπεριφορά
της πλειοψηφίας των καλλιτεχνών και ρεύμα της τελευταίας
τεσσαρακονταετίας. Λόγος που, για την επιβίωση ή την καλοπέραση,
περιόρισε τον ορίζοντα της σκηνικής συμπεριφοράς, ηθοποιών
και σκηνοθετών, αλλά και τον τρόπο γραφής των συγγραφέων.
Με λίγα λόγια, η πρωτοπορία ως κοινωνική ιδεολογία και στάση ζωής,
χρειάζεται μετερίζι, κι’αυτό είναι υπόθεση όλων και πολύ περισσότερο
της νεολαίας. Αλλά κι’ αυτοί, πολύ φοβάμαι πως, ταμπουρώθηκαν πίσω
απ’ το δικό τους μετερίζι και μας τα σούρνουν - όχι αδίκως βέβαια - αλλά
κάπως έτσι, αλληλοεξαργυρώνουμε τη συνενοχή και εφησυχάζουμε
στη βουβαμάρα μας.
ΕΡ: Τα έργα που γράφτηκαν μέσα στην επταετία της χούντας και λίγο
μετά, με ποια χαρακτηριστικά άντεξαν στο χρόνο και παραμένουν
επίκαιρα;
ΑΠ: Την περίοδο εκείνη, οι ανήσυχοι συγγραφείς, εγκλωβισμένοι
στο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς - ως υπαρξιακό αντιστάθμισμα - πέρα
από κοινωνιολόγοι έπρεπε να γίνουν και ψυχολόγοι. Γι’ αυτούς ένας
ήταν ο δρόμος: η ρεαλιστική αλληγορία με δομή και φόρμα παραμυθιού.
Έπρεπε να στύψουν περισσότερο το μυαλό τους, ν’ αφουγκραστούν και
να προβλέψουν τα δεδομένα της κοινωνίας, αλλά και να εμπνευστούν
τον τρόπο, που θέλουν να επικοινωνήσουν μαζί της. Ωστόσο, ήταν ακόμα
η εποχή της ελπίδας, άσχετα με το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς. Κι’ αυτό
γιατί στη συνείδηση και στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, υπήρχε έντονο
το αίσθημα της μετάβασης. Ήξεραν δηλαδή, πως μια δικτατορία δεν
μπορεί να υφίσταται άπαξ, εξ’ου και τα διάφορα συνθήματα της εποχής
που, στην εξέλιξή της, η κοινωνία των ανθρώπων τα απομυθοποίησε
και παρέμειναν απλά συνθήματα. Κάποιοι, πιο ευαίσθητοι
και παρατηρητικοί, κατάφεραν να παραπλανήσουν τους αδαείς
συνταγματάρχες, επιλέγοντας τον αλληγορικό δρόμο γραφής τους.
ΕΡ: Ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία, που έκανε αυτούς
τους συγγραφείς να διαφοροποιηθούν από τους άλλους, της ίδιας γενιάς;
ΑΠ: Η ιδεολογία, που είναι αποτέλεσμα γνώσης, υπαρξιακής ανησυχίας
και κοινωνικής ενσυναίσθησης. Εύκολο ήταν γι’ αυτούς να «κατέβουν»
στον θεατή, να τον διασκεδάσουν. Το δικό τους στοίχημα όμως ήταν,
πώς θα «προκαλέσουν» τον τρόπο σκέψης του, να τον ψυχαγωγήσουν
για να τον «ανεβάσουν». Επίσης, είχαν επίγνωση για τα αποτελέσματα
της συστημικής χειραγώγησης, όταν στον μικρόκοσμο κι’ έξω από τον
εαυτό του ο καθένας, φαντασιώνεται ότι κάποιος άλλος, ενδεχομένως,
θα μπορούσε και θα ήθελε να είναι. Έπειτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε
τις επιρροές από το «θέατρο του παραλόγου», που εκεί στις δεκαετίες
'60 - '70, άνθιζε σχεδόν σ’ όλη την Ευρώπη και πολύ περισσότερο βέβαια,
στις Ανατολικές χώρες.
ΕΡ: Μια που το έφερε η κουβέντα, κάτω από ποιες κοινωνικές συνθήκες
προέκυψε το «θέατρο του παραλόγου»;
ΑΠ: Αισθητική αναγκαιότητα της εποχής ήταν και αποτέλεσμα
υποψιασμένων συγγραφέων, προκειμένου να αναδείξουν το «κοινωνικό
υποκείμενο». Στόχος τους, να διαμορφώσουν τον τρόπο σκέψης και την
αντίληψη του θεατή, δεδομένου ότι στις παράλογες κοινωνίες, «η λογική
δε μπορεί να σε οδηγήσει, ούτε να σε αποτρέψει από κάτι». Γνώριζαν
πως, τόσο η ρεαλιστική αλληγορία αλλά και ο «παραλογισμός», δομούν
ένα θεατρικό-συμβατικό γεγονός που, παρ’ οτι μοιάζει με «γενναίον
ψεύδος», μέσα του κρύβει πάντα μια μεγάλη αλήθεια. Από την Αμερική
των δεκαετιών '50 – '60 με τις φυλετικές διακρίσεις, τον Μάη του ’68 στη
Γαλλία, της επιβεβλημένης κοινωνικής σιωπής στην Ανατολική Ευρώπη
και δυο παγκόσμιους πολέμους, η ανησυχία για το αύριο ήταν έκδηλη.
Πολλοί νεοέλληνες συγγραφείς, επηρεάστηκαν θετικά από το «θέατρο
του παραλόγου», ως προς το ύφος αλλά και το περιεχόμενο. Κάποια
απ’ τα έργα τους, ειδικά εκείνα που γράφτηκαν μέσα στη χούντα,
παίχτηκαν την ίδια περίοδο, με χειροκροτητές στην πρώτη θέση
τους συνταγματάρχες, που χαμπάρι δεν πήρανε κι’ αυτό γιατί
απευθύνονταν στην αισθητική του ανήσυχου και μυημένου θεατή.
ΕΡ: Τι άλλαξε στις μέρες μας που οι συγγραφείς δεν εμπνέονται ώστε
να «συνθέσουν ζωή», όπως λες, με κείμενα αλληγορικά ρεαλιστικά
και διαχρονικά;
ΑΠ: Ο κοινωνικός τυφλοσούρτης ως τρόπος σκέψης, ο ωχαδελφισμός
και η πληροφόρηση, που είναι αποτέλεσμα συστημικής, σκόπιμης και
μεθοδευμένης χειραγώγησης. Ωστόσο, παρ' ότι οι καιροί άλλαξαν,
ο προβληματισμός και η αναζήτηση ασφαλώς παραμένουν. Η δικτατορία
του χρήματος όμως, είναι πιο ισχυρή από ποτέ άλλοτε κι’ έχει εγκλωβίσει
μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου και πολύ περισσότερο βέβαια,
του θεάτρου. Αποτέλεσμα, ανελεύθερος, στείρος και αλλοτριωμένος
πια ο καλλιτέχνης - ως προς τον τρόπο που βιώνει και αντιλαμβάνεται
το κόσμο γύρω του - να παραφράζει κατά βούληση τις έννοιες:
κοινωνία-δημοκρατία-ελευθερία και πολλές φορές, σκοπίμως.
ΕΡ: Αν τα έργα που ξεχώρισαν ήταν θέμα σύλληψης, «σύνθεσης και ερμηνείας
ζωής», η στάση του θεατή πόσο επηρέασε τους συγγραφείς ώστε,
σήμερα, κάποια να χαρακτηρίζονται διαχρονικά κι’ άλλα ξεπερασμένα;
ΑΠ: «Πρέπει να το’χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες».
Η κοινωνική «συνενοχή», είναι στάση ζωής απέναντι στον συνάνθρωπο,
χάρισμα μιας μικρής μερίδας πολιτών-θεατών, δεδομένου ότι,
η πλειοψηφία εφησυχάζει πίσω από το ιδεολόγημα της παραίτησης,
«ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι’ ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Κι’ αυτό γιατί,
όσο κι’ αν ο άνθρωπος θα τακτοποιεί τη ζωούλα του και θα νομίζει ότι
βολεύτηκε, όσο δε θα μπορεί να κατανοήσει πως κάποια κέντρα - πέρα
και πάνω από πολιτικές - καθορίζουν την ύπαρξή του και διαμορφώνουν
τον τρόπο σκέψης και την συμπεριφορά του, θα 'ρχεται το θέατρο
να του θυμίζει - εκτός απ' τη καταγωγή του - ποιος είναι και πού πάει.
Στις μέρες μας, βιώνουμε την πλήρη σύγχυση, γενικά ως κοινωνία.
Η εποχή της ελπίδας είναι παρελθόν. Αφομοιώθηκε σε ψεύτικα
συνθήματα και εξαργυρώθηκε σε δερμάτινες καρέκλες εξουσιαστών.
Αποστασιοποιημένοι και εθισμένοι στη συνήθεια, στην πλειοψηφία τους
οι θεατές, αρκούνται στον παθητικό ρόλο του αδιάφορου χειροκροτητή.
Παρ’ όλα αυτά, σκέφτομαι ότι, τα μεγάλα έργα γράφτηκαν σε καιρούς
σύγχυσης και κοινωνικών ανακατατάξεων. Ωστόσο, πέραν των
διαπιστώσεων για το πώς και το γιατί, διαμορφώθηκε το σήμερα,
πιστεύω πως η γνώση και η βιωματική μνήμη του ευαισθητοποιημένου
κοινωνικά συγγραφέα-δημιουργού, σε «συνεργασία» με τη στάση
και συμπεριφορά του ανήσυχου και προβληματισμένου θεατή, κάποια
στιγμή θ’αντιδράσουν και θα χαράξουν καινούργιους δρόμους.
ΕΡ: Μιλήσαμε για τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη, τον θεατή,
συντελεστές «αλληλοεξαρτώμενοι» για την διαμόρφωση και την εξέλιξη
του θεάτρου. Ο «ρόλος» του ηθοποιού, διαχρονικά, πόσο έχει επηρεάσει
το αισθητικό αποτέλεσμα;
ΑΠ: Το θέατρο, εκτός απο ζωντανή τέχνη και «σύνθεση βιωμάτων»,
συνθέτει κι’ όλες τις τέχνες όπως, λόγος–κίνηση–μουσική - εικαστικά.
Τουτέστιν, η τέχνη του ηθοποιού θα παραμένει η μεγαλύτερη, φτάνει
να το πιστέψει και ο ίδιος. Αρκεί, στη «σπουδή» του με το «κοινωνικό
υποκείμενο», μέσα από την καθημερινότητα, να αισθάνεται την ανάγκη
να συνθέτει - κι’αυτός με τη σειρά του - αυτό που βιώνει, ανακαλύπτει
και αντιλαμβάνεται, με ό,τι υπαρξιακά τον ανησυχεί. Διαφορετικά,
θα αυτο-υπονομεύεται ανάμεσα στο «εγώ» και στο «είναι» του. Έχουμε
λοιπόν τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, σε μια καταρχήν συνεργασία
ιδεολογικού και αισθητικού περιεχομένου, που έρχεται να υλοποιήσει
εν’ τέλει, ο ηθοποιός. Ο σκηνοθέτης πρέπει να μεταδώσει στον θεατή
την αισθητική του συγγραφέα αλλά διαμέσου της συνεργασίας του
με τον ηθοποιό. ‘Ομως, είτε γιατί ο ηθοποιός εμμένει στη «μανιέρα» του,
είτε γιατί ο σκηνοθέτης προσεγγίζει και αναλύει τον συγγραφέα,
επιπόλαια και επιφανειακά, να «συγκρούονται» ανεπιτυχώς, σε βάρος
του ποθητού αποτελέσματος. Έπειτα, ποιος δεν το βλέπει ότι, στον χώρο
του θεάτρου παρεισφρήσανε πολλοί, «εμπειρικοί» ηθοποιοί και
σκηνοθέτες, ουσιαστικά ανεπάγγελτοι, άνεργοι και ασπούδαστοι του
αντικειμένου, όπου απροβλημάτιστοι, καταφερτζήδες και στην άγνοιά
τους ψύχραιμοι, από θέση αυτοί αποφασίζουν, όχι μόνο για το θέατρο,
αλλά και για την πολιτιστική πορεία της χώρας, γενικότερα.
ΕΡ: Με δυο λόγια δηλαδή να υποθέσουμε ότι ο σκηνοθέτης έχει
τη δυνατότητα, πέρα από την ερμηνεία του ηθοποιού, να παρεμβαίνει
και αισθητικά στο κείμενο, τόσο θετικά αλλά και αρνητικά;
ΑΠ: Αυτό είναι βέβαιο, άλλωστε - άσχετα πόσο καλά την κάνει - αυτή
είναι η δουλειά του. Για παράδειγμα κι’ από προσωπική εμπειρία,
νέος ακόμα ηθοποιός, έχω συνεργαστεί με σκηνοθέτη και μάλιστα
σε παράσταση Αττικής κωμωδίας για το φεστιβάλ Επιδαύρου, που
δυστυχώς γι’ αυτόν, δεν διέκρινε αισθητικές διαφορές μεταξύ των
κωμωδιών Φάρσας, Καταστάσεων και Ιδεών. Με την καταρράκωση
λοιπόν των αξιών –πολύ περισσότερο στις μέρες μας - αφού,
«ό,τι δηλώσεις είσαι», και την εμπλοκή άσχετων σε θέσεις κέντρων
αποφάσεων, μοιραία διαμορφώθηκε το σημερινό θεατρικό περιβάλλον,
«όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε». Χαριεντιστήκαμε και με την
τηλεόραση για να γίνουμε ευδιάκριτοι και φυσικά σ’ όλα αυτά,
πρώτος και καλύτερος ο ηθοποιός.
ΕΡ: Ποιοι ενδεχομένως, άλλοι παράγοντες επέδρασαν ώστε με τα
χρόνια, να διαμορφωθεί το σημερινό αισθητικό, θεατρικό αποτέλεσμα;
ΑΠ: Με την εμφάνιση του «παράλογου θεάτρου», στη δεκαετία του ’60,
στ’ όνομα του «διαφορετικού», ξεπετάχτηκε κι’ ένα «μοντέλο» ηθοποιού
«επιστημονικής μανιέρας», με αισθητική λαϊκού εξπρεσιονισμού,
προκειμένου κάποιοι αετονύχηδες, να οικειοποιηθούν το «καινούργιο»
και να βουτήξουν στα βαθιά για τη βόλεψή τους. Μανιέρα που φτάνει
μέχρι τις μέρες μας, με τέτοια «επικοινωνιακή» δύναμη, που ξεγέλασε
ακόμα και εμπνευσμένους δασκάλους και σκηνοθέτες. Αρκεί να
σκεφτούμε, πόσες παραστάσεις Αρχαίου Δράματος, με ύφος και όψη
αισθητικής καραγκιόζη, παρέλασαν από την Επίδαυρο και μάλιστα,
από θεατρικό φορέα σημαιοφόρο της χώρας μας. Μοιραία όμως η εποχή
τους ξεπέρασε, αλλά ελάχιστοι αναρωτιούνται γεγονός ότι, είναι πολλοί
ακόμα και σήμερα που τους «ξεπατικώνουν». Αιτία - πέρα και πάνω από
το θέατρο - να ξεπεταχτεί ο «ειδικός» του θεάτρου με μοναδικό κριτήριο
την τηλεοπτική και μόνο αναγνωρισιμότητα, χωρίς προβληματισμούς
για ουσιαστικές αναζητήσεις. Κάπως έτσι και απόντων με τα χρόνια,
των θεατράνθρωπων και μοιραία της «δημιουργικής συνειδησιακής
μνήμης», διαμορφώθηκε το κατάλληλο περιβάλλον με αποτέλεσμα
τη διατήρηση των ανισοτήτων, την επικράτηση των επιτήδειων,
την ελευθεριότητα των διαπλεκόμενων με στόχο, πώς ν’ αδράξουνε
την ευκαιρία και κατά το κοινώς λεγόμενο, «να χωθούνε».
ΕΡ: Να υποθέσω πως έχεις εικόνα και για τους Σερραίους θεατρικούς
συγγραφείς. Ποια είναι η άποψή σου;
ΑΠ: Υπάρχουν έργα Σερραίων συγγραφέων που είναι ανώτερα κάποιων,
που κατά καιρούς, ο επίσημος θεατρικός φορέας της πόλης έχει τιμήσει.
Η προσπάθεια ορισμένων την τελευταία εικοσαετία, να ξορκίσουν τους
τύπους και την ηθογραφία, είναι κατάθεση δημιουργικής αναζήτησης
και όχι μόνο. Αν λοιπόν οι «αρμόδιοι», σχετικοί και άσχετοι, αιρετοί
και εκλεγμένοι δεν μεροληπτούν, αγνοούν ότι είναι υποχρέωσή τους
να παρουσιάζουν έργα τους, όταν με δική τους επιλογή, οι παραστάσεις
πλαισιώνονται συνήθως από εντόπιους συντελεστές. ‘Η επικοινωνία με
το κοινό θα δικαιώσει, ή όχι, αυτό που οι συγγραφείς, στην υπαρξιακή
τους αγωνία και ανησυχία καταθέτουν. Το θέατρο, ως μέτρηση αξιών,
μόνο σε «συνεργασία» με τον υποψιασμένο θεατή, θα ευαισθητοποιήσει
την πολιτισμική και ιστορική μνήμη, για την επιλογή και δομή
των θεμάτων τους. Αρκεί, στη συνεργασία τους, τόσο οι εμπλεκόμενοι
συντελεστές, αλλά και οι θεατές, να λαμβάνουν υπόψη τους ότι, στο
θέατρο, «σημασία δεν έχει τόσο τι λες, αλλά πώς το λες» κι ότι, όσο κι’αν
«εν’ αρχή είναι ο Λόγος», άλλο τόσο και «τα πολλά λόγια είναι φτώχια».
ΕΡ: Παναγιώτη, κλείνοντας, από τη γνώση και την εμπειρία των χρόνων,
πώς τοποθετείς τον εαυτό σου απέναντι στο θέατρο και στον θεατή
του σήμερα;
ΑΠ: Θέλει «αρετή και τόλμη» η αυτογνωσία. Η προσέγγιση του
υποκειμενικού κόσμου και του «είναι», όταν επιπόλαια παρερμηνεύεται
απ’ το ασυνείδητο και απαίδευτο «εγώ είμαι», είναι εκκεντρικότητα,
υπαρξιακή ψευδαίσθηση και ο «κακός δαίμονας» του επιπόλαιου
καλλιτέχνη δεδομένου ότι, ο αυτοπροσδιορισμός, πέρα απ’το έργο,
καθορίζει τον λόγο και τον τρόπο αντίληψης της ύπαρξής του, στο
κοινωνικό γίγνεσθε. Σε ο,τι με αφορά πάντως, μετά λόγου γνώσεως θα
έλεγα, κατά το δίδαγμα της Αρχαίας τραγωδίας «πάθος-μάθος», άσχετα
που όσα περισσότερα «παθαίνω και μαθαίνω», τόσα λιγότερα γνωρίζω.
Ωστόσο, όταν αποφάσισα – μένει να μάθω το αίτιον και το αιτιατό - να
ασχοληθώ με το θέατρο, είχα ήδη διανύσει μεγάλη απόσταση
στο «άγνωστο» και την αναζήτηση. Τα γεγονότα γύρω μου, είχαν
«κατεργάσει» το σώμα, το μυαλό και τη ψυχή μου. Κι όταν, σχετικά
μικρός, τοποθετήθηκα ιδεολογικά απέναντι στον εαυτό μου, αλλά και
στην κοινωνία κι’αποφάσισα, «με ποιους θα πάω και ποιους θ’ αφήσω»
και σαν σπουδαστής Δραματικής σχολής «άνοιξα» την πόρτα
του θεάτρου, ένιωσα τυχερός και «ευλογημένος». Δεν είχα μόνο τη τύχη
να βρεθώ κοντά σε πραγματικούς δασκάλους που μου δίδαξαν τον Λόγο
της ζωής και του θεάτρου, αλλά και γιατί μου δίνονταν καινούργια
δεδομένα, να συνεχίσω «το ταξίδι μου για την Ιθάκη» με εμπλουτισμένες
τις υπαρξιακές μου ανησυχίες. Βίωσα κι’ έμαθα τόσα που ευτύχησα, όσο
μεγαλώνω, να εμπεδώνω όλο και περισσότερο, πως…απ’ ό,τι «παθαίνουμε
μαθαίνουμε» απ’ το χθες για το σήμερα…που μας οδηγεί στο αύριο και που
δεν μένει…παρά ν’ αποδεχτούμε πώς…δεν μας φταίει το «κακό το ριζικό μας»,
αλλά…«ό,τι σπέρνουμε θερίζουμε».
#SerresParatiritis
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η φετινή καλοκαιρινή παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών συναντά τον Μολιέρο, έναν από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία.

Επίδαυρος: Συγκλονιστική σκηνή στην Αντιγόνη – Χάλασε το μικρόφωνο και ο συμπρωταγωνιστής τον κόλλησε στο μάγουλό του