Το σπίτι δεν είναι πια τόπος, αλλά σταθμός

Η κατσαρόλα δεν βράζει από αγάπη, αλλά από μνήμη — και όταν σταματά να βράζει, σβήνει κι ένα κομμάτι της οικειότητας.
Είναι από τις πιο σιωπηλές μορφές πένθους της εποχής μας: η μοναξιά των ηλικιωμένων που κάθονται μπροστά σε ένα στρωμένο τραπέζι, χωρίς να ακούγεται πια το τρίξιμο της καρέκλας από την επιστροφή του παιδιού ή το γέλιο του εγγονού. Ζουν ένα είδος «αποσυνδέσεως εντός της εγγύτητας»— βρίσκονται ένα τετράγωνο πιο κάτω ή πιο πάνω, αλλά έχουν χαθεί μέσα στην υπερσυνδεδεμένη ερημία των νέων ρυθμών. Δεν πρόκειται για αδιαφορία μόνο, είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν αντέχει πια τη διάρκεια, τη μνήμη, το τραπέζι. Γιατί το οικογενειακό τραπέζι είναι ο κατεξοχήν τόπος όπου συναντιούνται τα σώματα και οι χρόνοι, εκεί όπου η κουζίνα γίνεται θεσμός και το φαγητό, μυστήριο σχέσης. Όταν λείπει το κάλεσμα για φαγητό, λείπει και η αφορμή για συνάντηση — και η απουσία αυτή, με τον καιρό, γίνεται καθεστώς.
Αυτή η απομάκρυνση δεν είναι απλώς προϊόν αμέλειας, είναι μορφή άμυνας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, απορροφημένος από την επιτελεστικότητα της καθημερινότητας, φοβάται τον καθρέφτη που του κρατά η τρίτη ηλικία: το πρόσωπο του πατέρα ή της μητέρας του φέρει τη μνήμη του χρόνου, την υπόμνηση της φθοράς, το ανείπωτο της τρυφερότητας που δεν προλαβαίνουμε να εκφράσουμε. Έτσι αποφεύγει τη συνάντηση όχι επειδή δεν αγαπά, αλλά επειδή δεν αντέχει τη συνειδητοποίηση του χρέους της αγάπης.
Της αγάπης ως πράξης, όχι ως συναισθήματος.
Το τηλέφωνο γίνεται μια γρήγορη μετάθεση της ευθύνης — «είμαι καλά;» «είσαι καλά;» — χωρίς να ειπωθεί τίποτα, χωρίς να ακουστεί το κουτάλι μέσα στο πιάτο, χωρίς τη μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού που δένει τα μέλη της οικογένειας σε κοινό χρόνο.
Αυτή η απώλεια του μαγειρέματος δεν είναι τυχαία. Είναι το σημάδι μιας απομαγείας της καθημερινής ζωής. Το φαγητό, κάποτε πράξη προσφοράς, σχέσης και τελετουργίας, έχει μετατραπεί σε καταναλωτικό γεγονός. Οι Κυριακές έξω στα εστιατόρια δεν είναι απλώς αλλαγή συνηθειών, είναι ένδειξη μιας κοινωνίας που έχει απολέσει την εσωτερικότητα της φιλοξενίας. Το σπίτι δεν είναι πια τόπος, αλλά σταθμός. Η κατσαρόλα δεν βράζει από αγάπη, αλλά από μνήμη — και όταν σταματά να βράζει, σβήνει κι ένα κομμάτι της οικειότητας.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ
Οι γιαγιάδες που συνεχίζουν να στρώνουν το τραπέζι, παρότι γνωρίζουν πως κανείς δεν θα έρθει, είναι οι τελευταίοι φύλακες της σχέσης, οι τελευταίοι ποιμένες της κοινότητας. Κρατούν, μέσα στην κουζίνα τους, ένα υπόλειμμα ανθρωπιάς απέναντι σε μια κοινωνία που, όσο πιο πολύ επικοινωνεί, τόσο λιγότερο συναντιέται.
Ίσως, λοιπόν, δεν πρόκειται μόνο για μοναξιά, αλλά για μια νέα μορφή κοινωνικής ασθένειας: την απουσία του κοινού χρόνου. Το μαγείρεμα και το κάλεσμα δεν είναι παρωχημένες χειρονομίες. Είναι μορφές αντίστασης απέναντι στην αποξένωση. Κάθε φορά που ένα παιδί κάθεται στο τραπέζι της μάνας ή της γιαγιάς του, αποκαθίσταται, έστω και για λίγο, ο δεσμός της μνήμης και της συνέχειας. Και κάθε φορά που αυτό δεν συμβαίνει, ο κόσμος γίνεται λίγο πιο ψυχρός, λίγο πιο σιωπηλός — ένας κόσμος χωρίς άρωμα μαγειρεμένου φαγητού, χωρίς τη φωνή που ρωτά: «έφαγες;». Μια φράση απλή, που όμως κάποτε σήμαινε την πιο βαθιά μορφή αγάπης που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος.
Είναι από τις πιο σιωπηλές μορφές πένθους της εποχής μας: η μοναξιά των ηλικιωμένων που κάθονται μπροστά σε ένα στρωμένο τραπέζι, χωρίς να ακούγεται πια το τρίξιμο της καρέκλας από την επιστροφή του παιδιού ή το γέλιο του εγγονού. Ζουν ένα είδος «αποσυνδέσεως εντός της εγγύτητας»— βρίσκονται ένα τετράγωνο πιο κάτω ή πιο πάνω, αλλά έχουν χαθεί μέσα στην υπερσυνδεδεμένη ερημία των νέων ρυθμών. Δεν πρόκειται για αδιαφορία μόνο, είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν αντέχει πια τη διάρκεια, τη μνήμη, το τραπέζι. Γιατί το οικογενειακό τραπέζι είναι ο κατεξοχήν τόπος όπου συναντιούνται τα σώματα και οι χρόνοι, εκεί όπου η κουζίνα γίνεται θεσμός και το φαγητό, μυστήριο σχέσης. Όταν λείπει το κάλεσμα για φαγητό, λείπει και η αφορμή για συνάντηση — και η απουσία αυτή, με τον καιρό, γίνεται καθεστώς.
Αυτή η απομάκρυνση δεν είναι απλώς προϊόν αμέλειας, είναι μορφή άμυνας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, απορροφημένος από την επιτελεστικότητα της καθημερινότητας, φοβάται τον καθρέφτη που του κρατά η τρίτη ηλικία: το πρόσωπο του πατέρα ή της μητέρας του φέρει τη μνήμη του χρόνου, την υπόμνηση της φθοράς, το ανείπωτο της τρυφερότητας που δεν προλαβαίνουμε να εκφράσουμε. Έτσι αποφεύγει τη συνάντηση όχι επειδή δεν αγαπά, αλλά επειδή δεν αντέχει τη συνειδητοποίηση του χρέους της αγάπης.
Της αγάπης ως πράξης, όχι ως συναισθήματος.
Το τηλέφωνο γίνεται μια γρήγορη μετάθεση της ευθύνης — «είμαι καλά;» «είσαι καλά;» — χωρίς να ειπωθεί τίποτα, χωρίς να ακουστεί το κουτάλι μέσα στο πιάτο, χωρίς τη μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού που δένει τα μέλη της οικογένειας σε κοινό χρόνο.
Αυτή η απώλεια του μαγειρέματος δεν είναι τυχαία. Είναι το σημάδι μιας απομαγείας της καθημερινής ζωής. Το φαγητό, κάποτε πράξη προσφοράς, σχέσης και τελετουργίας, έχει μετατραπεί σε καταναλωτικό γεγονός. Οι Κυριακές έξω στα εστιατόρια δεν είναι απλώς αλλαγή συνηθειών, είναι ένδειξη μιας κοινωνίας που έχει απολέσει την εσωτερικότητα της φιλοξενίας. Το σπίτι δεν είναι πια τόπος, αλλά σταθμός. Η κατσαρόλα δεν βράζει από αγάπη, αλλά από μνήμη — και όταν σταματά να βράζει, σβήνει κι ένα κομμάτι της οικειότητας.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ
Οι γιαγιάδες που συνεχίζουν να στρώνουν το τραπέζι, παρότι γνωρίζουν πως κανείς δεν θα έρθει, είναι οι τελευταίοι φύλακες της σχέσης, οι τελευταίοι ποιμένες της κοινότητας. Κρατούν, μέσα στην κουζίνα τους, ένα υπόλειμμα ανθρωπιάς απέναντι σε μια κοινωνία που, όσο πιο πολύ επικοινωνεί, τόσο λιγότερο συναντιέται.
Ίσως, λοιπόν, δεν πρόκειται μόνο για μοναξιά, αλλά για μια νέα μορφή κοινωνικής ασθένειας: την απουσία του κοινού χρόνου. Το μαγείρεμα και το κάλεσμα δεν είναι παρωχημένες χειρονομίες. Είναι μορφές αντίστασης απέναντι στην αποξένωση. Κάθε φορά που ένα παιδί κάθεται στο τραπέζι της μάνας ή της γιαγιάς του, αποκαθίσταται, έστω και για λίγο, ο δεσμός της μνήμης και της συνέχειας. Και κάθε φορά που αυτό δεν συμβαίνει, ο κόσμος γίνεται λίγο πιο ψυχρός, λίγο πιο σιωπηλός — ένας κόσμος χωρίς άρωμα μαγειρεμένου φαγητού, χωρίς τη φωνή που ρωτά: «έφαγες;». Μια φράση απλή, που όμως κάποτε σήμαινε την πιο βαθιά μορφή αγάπης που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος.
#SerresParatiritis