ΤΟΠΙΚΑ

ΥΠΕΡ-ΟΠΤΙΚΩΣ: Αναμνήσεις χριστούγεννων στα Σερρας- Τα κάλαντα της παιδικής ηλικίας, μελωδία μιας ζωής

Άγραφος νόμος αλλά σεβαστός από τους γονείς, κυρίως. Δεν επιτρεπόταν ο έλεγχος του ποσού και που θα το ξοδεύαμε. Μας δινόταν το ελεύθερο να τα ξοδέψουμε εκεί που εμείς επιθυμούσαμε.

Άγραφος νόμος αλλά σεβαστός από τους γονείς, κυρίως. Δεν επιτρεπόταν ο έλεγχος του ποσού και που θα το ξοδεύαμε. Μας δινόταν το ελεύθερο να τα ξοδέψουμε εκεί που εμείς επιθυμούσαμε.

Πιτσιρικάδες ακόμη, τα περιμέναμε πώς και πώς.
Όχι μόνο γιατί έντυναν τις μέρες με γιορτινή μουσική – αυτό έτσι κι αλλιώς κυριαρχούσε από άκρη σε άκρη της πόλης.
Αλλά γιατί μαζί τους ερχόταν και το μεγάλο δώρο: δεκαπέντε μέρες χωρίς σχολείο.
Ευκαιρία ανεπανάληπτη για ξεφάντωμα με κάθε τρόπο.

Μας χαροποιούσε ιδιαίτερα το «ακατάσχετο» του κομποδέματος που δημιουργούταν τις άγιες μέρες.
Κάτι σαν το ακατάσχετο των συντάξεων – μόνο που τότε το ζούσαμε στο πετσί μας.
Κανείς δεν ρωτούσε, κανείς δεν λογάριαζε.
Ξοδεύαμε όπως θέλαμε. Και αυτό, από μόνο του, ήταν μάθημα ζωής.


 Το σινεμά

Εκείνο όμως που μας μάγευε περισσότερο ήταν ο κινηματογράφος.
Με τους αυστηρούς περιορισμούς λόγω ηλικίας.
Επιτρέπονταν οι ταινίες με τον Ταρζάν , ευτυχώς η Τζέιν φορούσε ένα μικρό κομμάτι ύφασμα ή δέρμα, αφήνοντας ακάλυπτο μόνο ό,τι επέτρεπε η λογοκρισία της εποχής.
Και φυσικά, μερικές ελληνικές κωμωδίες για να γελάει η ψυχή μας.

Καθώς όμως τα αποθέματα από τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα λιγόστευαν,
έσκαγε μύτη η Πρωτοχρονιά.

Οι εισπράξεις συνέχιζαν, παρά το τυραννικό, άγουρο ξύπνημα.
Ο σκοπός όμως αγίαζε τα μέσα.

Την πρώτη μέρα του χρόνου, όσο ακόμη κουβαλούσα την παιδική αθωότητα,
με καλούσαν σε σπίτια της γειτονιάς για ποδαρικό.
Είχα πάρει εργολαβία, από χρόνια, αρκετά σπίτια. Και όχι χωρίς αντάλλαγμα.


 Ο μικρός «εξορκιστής»

Μου έδιναν αλάτι.
Το έριχνα τρεις φορές στην αναμμένη σόμπα – για εξορκισμό ήπιας μορφής.
Και σαν μικρός εξορκιστής απομακρυνόμουν,
μετρώντας κρυφά τα φραγκοδίφραγκα.

Από πολλά σπίτια, μάλιστα, εξασφάλιζα μέσα στη χρονιά και το «κάτι ακόμη»,
γιατί λέγανε,τους πήγαινε καλά.
Κοντολογίς: ήμουν γουρλής.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας,
η Μάνα ,αφού με έντυνε με ό,τι εκείνη θεωρούσε πιο γιορτινό–
μου έδινε τη βασιλόπιτα, τυλιγμένη στη φασαριόζικη, διάφανη ζελατίνα,
να τη μεταφέρω στη Νονά και τον Νονό.


 Οι καλύτεροι άνθρωποι

Πίστευα τότε και αργότερα το επιβεβαίωσα
πως ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι στην ευρύτερη οικογένεια.
Για έναν απλό λόγο:
αγαπούσαν πραγματικά τον Πατέρα και τη Μάνα μου.

Ποτέ δεν έφυγα από εκείνο το σπίτι χωρίς ένα σεβαστό ποσό.
Χρήματα που, βέβαια, δεν προορίζονταν για γούστα.
Αλλά για κάτι χρήσιμο.

Έτσι επέβαλαν οι κανόνες της οικογένειας.
Κι έτσι μάθαινες, χωρίς να στο πει κανείς,
τι σημαίνει μέτρο, αξία και σεβασμός.


Καλή Χρονιά.
Με μνήμες που ζεσταίνουν, σαν παλιά σόμπα σε χειμωνιάτικο σπίτι.

Τάσος Χανλίογλου

 
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ