ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Βασίλης Λέκκας: Αυτή τη στιγμή ο λαός ανασυντάσσεται

Ο Βασίλης Λέκκας, μελωδικός, ενθουσιώδης, δημιουργικός, ανένταχτος σε ένα στείρο πολιτικό κατεστημένο που πολεμά με όλες του τις δυνάμεις-δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια..

Ο Βασίλης Λέκκας, μελωδικός, ενθουσιώδης, δημιουργικός, ανένταχτος σε ένα στείρο πολιτικό κατεστημένο που πολεμά με όλες του τις δυνάμεις-δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια..

Ο Βασίλης Λέκκας, μελωδικός, ενθουσιώδης, δημιουργικός, ανένταχτος σε ένα στείρο πολιτικό κατεστημένο που πολεμά με όλες του τις δυνάμεις-δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια.. όπως μου λέει- ξεκινά να μιλά και να θυμάται τις πρώτες μέρες του στο τραγούδι και να φτάνει μέχρι σήμερα στην κουβέντα μας στο Μουσικόραμα..

 
Μαρία: Βασίλη, πως προέκυψε η γνωριμία σου με το Μάνο Χατζιδάκι και μάλιστα στο ξεκίνημά σου;

Βασίλης: Η γνωριμία μου με το Χατζιδάκι έγινε το 1979, σε μία τυχαία συνάντηση και είχαμε μία κουβέντα η οποία ήταν αφορμή, να με καλέσει αργότερα, για να τραγουδήσω στην πρώτη μου συναυλία μαζί του. Αυτό έγινε στις 2 Απριλίου του 1980 στο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά, στη δουλειά που είχε κάνει με τίτλο «Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΛΛΙΣΑΝΘΗΣ». Εκεί λοιπόν πήρα το βάπτισμα του πυρός και τραγούδησα για πρώτη φορά με το Μάνο Χατζιδάκι. Από τότε, ξεκίνησε μία συνεργασία η οποία κράτησε μια δεκαετία περίπου..


 
Μαρία: Υπάρχει κάποια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον Μάνο και τον Μίκη, όπως το είδες εσύ;

Βασίλης: Πιστεύω πως και οι δύο προσεγγίζουν ένα θέμα κοινωνικής κατάθεσης και πνευματικής προσφοράς, αλλά το προσεγγίζουν μ’ ένα διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Όμως ότι παρήχθη και παράγεται απ’ αυτούς, είτε το κοινοποιούν τρίτοι για λογαριασμό τους, είναι μια τεράστια αναφορά στη νεώτερη Ελληνική μας μυθολογία. Αυτά τα πρόσωπα είναι μυθικά από τον τρόπο που τάχθηκαν και πρόσφέρανε σ’ αυτή τη χώρα.

 
Μαρία: Ναι.. Το... τάχθηκαν είναι η λέξη που ταιριάζει σ’ αυτή την περίπτωση...

Βασίλης: Είναι ταγμένοι φύσει, θέσει.. Δηλαδή το καλλιτεχνικό τους μέγεθος κι’ η πνευματική τους αξία, είναι σημεία αναφοράς. Είναι γεννήματα μιας τέτοιας κουλτούρας, μιας τέτοιας παιδείας, μιας τέτοιας ιστορικής συγκυρίας, που κουβαλάει την κληρονομιά κατευθείαν από την αρχαιότητά μας. Είναι κρίκοι μιας αλυσίδας, που προσπαθεί να μας κρατήσει ως έθνος και ως λαό, για να μπορέσουμε να ενωθούμε και να κατανοήσουμε τη ρίζα μας. Αυτά τα πρόσωπα ήτανε και παραμένουνε πραγματικά η μετάγγιση από τη μία περίοδο στην άλλη.

 
Μαρία: Έχεις ερμηνεύσει μεγάλους Έλληνες ποιητές. Ποιά ή ποιο ποίημα ποιανού ποιητή.. έμεινε μέσα σου;

Βασίλης:Στο ξεκίνημά μου γνώρισα τον ποιητή-στιχουργό Νίκο Γκάτσο και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο. Με το Γκάτσο και το Χατζηδάκη είπα αρκετά τραγούδια. Ο Γκάτσος λοιπόν είναι μια εμπειρία μοναδική για μένα, αφού κι’ ο ίδιος ο Χατζιδάκις τον θεωρούσε μέντορά του.
Εγώ ερχόμουνα δύο γενιές πίσω, για να συναντήσω το Χατζηδάκη και άλλη μια γενιά για να βρω το Γκάτσο, επειδή βέβαια υπήρχε μεταξύ μας διαφορά ηλικίας. Παρ’ όλα αυτά, ρουφούσα σαν σφουγγάρι τη συμπεριφορά και τη σοφία του Γκάτσου, όσο μπορούσα βέβαια να την κατανοήσω και να την εντάξω σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον το οποίο ήταν τελείως διαφορετικό απ’ αυτά που άκουγα και ζούσα. Ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις ήταν πιο μπροστά απτή μιζέρια της εποχής και αυτό συνέβαινε γιατί κι’ οι δύο ήταν πιο καταρτισμένοι σ’ αυτό που είχε προηγηθεί.
Ο Γκάτσος λοιπόν, μια που με ρώτησες για ποιητές, είναι για μένα ένας.. Βούδας, μ’ όλη αυτή τη σοφία που κουβαλούσε.

 
Μαρία: Για την .. ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΩΝ», θα σε ρωτάνε συνέχεια. Πως έγινε και τραγούδησες αυτό το τόσο ξεχωριστό τραγούδι;

Βασίλης: Ναι.. δεν έχουν σταματήσει να με ρωτάνε. Λοιπόν.. ηχογραφήθηκε το 1982 για τις ανάγκες της μουσικής θεατρικής παράστασης «ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ», που ανέβηκε στο θέατρο ΟΦ ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΕΙ.. τη χρονιά εκείνη. Γράφτηκαν κάποια κείμενα και κάποια τραγούδια, τα οποία έντυσαν την παράσταση. Μετά, έγινε ο δίσκος κι’ έτσι κυκλοφόρησε η.. μπαλάντα των αισθήσεων, κάνοντας αυτή τη διαδρομή. Ένα τραγούδι, που μετά από τόσα χρόνια.. υπάρχει μέσα στην αποτύπωση των καλών στιγμών του Ελληνικού τραγουδιού και έχει ειπωθεί και ξαναειπωθεί σε πολλές επανεκτελέσεις του από πολλούς  και σπουδαίους ερμηνευτές. Κι’ εγώ βέβαια το λέω και το ξαναλέω σχεδόν σε όλες τις συναυλίες μου.
Όπως είπε κι’ ο φίλος μου ο Γιώργος ο Μητράκης, μεταξύ αστείου και σοβαρού.. θα μπορούσα να κάνω καριέρα μ’ αυτό το τραγούδι και μόνο. Βέβαια, εγώ δε θέλω να αδικήσω την υπόλοιπη πορεία μου, σε σχέση με το ρεπερτόριο που έχω τραγουδήσει. Συνάντησα πολύ μεγάλα τραγούδια, κατά την άποψή μου, όμως, το πρώτο τραγούδι που σε βγάζει στη μουσική σκηνή και σε κάνει γνωστό στον κόσμο, είναι αυτό που σε χαρακτηρίζει και το κουβαλάς πάντα. Δε μ’ αφορά καθόλου αν ξεπεράστηκε ή αν θα ξεπεραστεί. Σημασία έχει πως στην πορεία.. βοήθησε μέσα από την ερμηνεία, να μου δοθεί η δυνατότητα να πω τραγούδια μιας αντίστοιχης δυνατότητας και αισθητικής. Του Χατζιδάκι τον «ΚΕΜΑΛ», του Θεοδωράκη το «ΑΣΙΚΙΚΟ ΠΟΥΛΑΚΗ», του Μαρκόπουλου τον «ΑΘΕΑΤΟ».. Υπάρχουν και δύο πολύ μεγάλοι μουσικοί για μένα μιας νεότερης γενιάς ο Σπάθας και ο Τρανταλίδης.
Με τον Σπάθα έχω κάνει τρεις δίσκους. Ο πρώτος έγινε το ’89, ο δεύτερος το ’91 και ο τρίτος το 2007. Ενδιάμεσα δε το ’99 και το 2001, γίνανε οι δύο δίσκοι μου με τον Τρανταλίδη. Με τους δύο λοιπόν αυτούς υπέροχους μουσικούς και με τους στιχουργούς-ποιητές που δώσανε έξοχους στίχους, έκανα πολύ ωραία πράγματα. Δε θέλω να μείνω μονάχα στην κλασσική σχολή Χατζιδάκι - Θεοδωράκη - Μαρκόπουλου. Θέλω να αναφερθώ και στα άλλα πρόσωπα που μου δώσανε συγκλονιστικά τραγούδια αντίστοιχης κατεύθυνσης.. με μία ανάγκη να μιλήσουμε και γι’ αυτόν τον τόπο, που έχει πολλές πλευρές. Γιατί αυτός ο τόπος παράγει άπειρα πράγματα.
 
Μαρία: Το μεγάλωμά σου στις Σέρρες, έπαιξε ρόλο στη μετέπειτα πορεία σου; Κατάγεσαι από μουσική οικογένεια ή η αγάπη σου και η ενασχόλησή σου με τη μουσική ήταν επίκτητα;

Βασίλης: Γεννήθηκα στο Άνω Μητρούσι Σερρών και με το που.. σαράντισα, οι γονείς μου με πήγανε στο χωριό του πατέρα μου την Κουμαριά Σερρών, ένα μικρό χωριό δίπλα στο Στρυμόνα.
Στο οικογενειακό μου περιβάλλον δεν υπήρξε ποτέ κανείς μουσικός απ’ ότι ξέρω. Εκεί, οι συνθήκες της ζωής δεν ήταν ευχάριστες. Όταν λοιπόν γινόταν κάποιο πανηγύρι και υπήρχε το γλέντι, εγώ άκουγα τα τραγούδια κι’ αυτό για μένα ήταν μια φοβερή εμπειρία και μια εσωτερική διέξοδος. Μπορούσα να διαγράψω ότι γινόταν δίπλα μου και ν’ ακούω μόνο τη μουσική και τα τραγούδια. Σχεδόν δεν θυμάμαι τον εαυτό μου τότε, αλλά αυτό το θυμάμαι. Πολύ νωρίς λοιπόν αποφάσισα πως θα ασχοληθώ με τη μουσική και το τραγούδι και το αποφάσισα έτσι, χωρίς να έχω δεύτερη σκέψη, χωρίς να αναρωτηθώ, χωρίς να μου το πει κάποιος. Ήταν κάτι που ήρθε και μ’ ακούμπησε και το δέχτηκα. Το περίμενα, το προκάλεσα, όπως θες πέστο.. και εξελίχθηκε να φτάσω και ν’ ασχοληθώ με τη μουσική και μόνο.
Για πρώτη φορά τραγούδησα με τον Ζαμπέτα σε ηλικία 15 χρονών στη Θεσσαλονίκη. Στο χωριό έμεινα μέχρι τα οχτώ μου χρόνια και μετά, λόγω προβλημάτων υγείας, μείναμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί άρχισα να ανακαλύπτω τι μπορώ να κάνω με τη μουσική.