ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τα τραγικά γεγονότα προ της απελευθέρωσης των Σερρών (29-6-1913) με τη ματιά του Βουλευτή Σερρών Δημοσθένη Μέλφου

του Βασιλείου Γιαννογλούδη Μαθηματικού και Αντιπροέδρου της ΕΜΕΙΣ Ο Δημοσθένης Μέλφος του Νικολάου γεννήθηκε στα Άγραφα το 1880. Όταν βρισκόταν σε μικρή ηλικία μετακόμισε η οικογένεια του στις Σέρρες. Τελειώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, δούλεψε ως καπνεργάτης και μάλιστα εκλέχθηκε πρόεδρος του σωματείου καπνεργατών.

του Βασιλείου Γιαννογλούδη Μαθηματικού και Αντιπροέδρου της ΕΜΕΙΣ Ο Δημοσθένης Μέλφος του Νικολάου γεννήθηκε στα Άγραφα το 1880. Όταν βρισκόταν σε μικρή ηλικία μετακόμισε η οικογένεια του στις Σέρρες. Τελειώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, δούλεψε ως καπνεργάτης και μάλιστα εκλέχθηκε πρόεδρος του σωματείου καπνεργατών.


του Βασιλείου Γιαννογλούδη
Μαθηματικού και Αντιπροέδρου της ΕΜΕΙΣ
 
Εισαγωγή: Ο Δημοσθένης Μέλφος του Νικολάου γεννήθηκε στα Άγραφα το 1880. Όταν βρισκόταν σε μικρή ηλικία μετακόμισε η οικογένεια του στις Σέρρες. Τελειώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, δούλεψε ως καπνεργάτης και μάλιστα εκλέχθηκε πρόεδρος του σωματείου καπνεργατών. Ο Γ. Καφταντζής σε βιβλίο του, μας δίνει την πολύτιμη πληροφορία ότι ο Δ. Μέλφος υπήρξε έμμισθο όργανο του Ελληνικού Προξενείου Σερρών, βοηθώντας το στην οργάνωση του Μακεδονικού αγώνα. Επίσης από προσωπική του μαρτυρία μαθαίνουμε ότι ήταν μέλος της Γενικής Συνέλευσης της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Σερρών στις τελευταίες στιγμές της Οθωμανικής κυριαρχίας στις Σέρρες.
 
Μία από τις κορυφαίες πολιτικές στιγμές του ήταν όταν ανέλαβε με εντολή του τότε Μητροπολίτη Σερρών κ. Αποστόλου, στις 26 Ιουνίου 1913 (3 μέρες πριν από τη απελευθέρωση των Σερρών), επικεφαλής αντιπροσωπείας να επιδώσει σε Έλληνα αξιωματικό, επιστολή του Μητροπολίτη προς τον Αρχιστράτηγο Βασιλιά Κωνσταντίνο, με σκοπό «την παράκλησιν όπως προελάσει το ταχύτερον προς διάσωσιν της κινδυνευούσης πόλεως». Την αποστολή αυτή έφερε εις πέρας ενημερώνοντας ο ίδιος τηλεφωνικά τον Κωνσταντίνο.

Στις 6 Ιουλίου του 1913 πραγματοποιήθηκε στις Σέρρες, στο χώρο του διοικητηρίου, επιβλητικό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας κατά της καταστροφής της πόλης από τους Βουλγάρους. Ένας από τους ομιλητές ήταν και ο Μέλφος, ο οποίος στην ομιλία του, τόνισε : « Ζητούμεν, υψηλή τη φωνή, δικαιοσύνην και απαιτούμεν αποζημίωσιν εκ μέρους της Βουλγαρίας διά τας ζημίας, ας υπέστημεν πάντες ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος… Ο  μέγας βασιλεύς μας Κωνσταντίνος επί κεφαλής του γενναίου στρατού του θα τιμωρήση τους κακούργους και υπό την αιγίδα του σκήπτρου του θα ίδωμεν εντός ολίγου την πόλιν μας αναλαμβάνουσα την παλαιάν της δύναμιν και επανερχομένην εις την προτέραν αυτής ακμήν»(1). Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος Σερρών μετά την απελευθέρωση του 1913 και εκλέχθηκε βουλευτής Σερρών στις πρώτες εθνικές Ελληνικές εκλογές, που συμμετείχε και ο Νομός Σερρών, στις 31 Μαίου του 1915. Κατόπιν επανεκλέχθηκε στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1915, το 1923 και 1928 με το κόμμα  των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου.
 
Ως βουλευτής πάλεψε για τα δικαιώματα και για την καλυτέρευση του βίου των καπνεργατών. Μετέπειτα, συμμετείχε ως συνέταιρος σε διάφορες εμπορικές εταιρείες, όπως την εταιρεία υφασμάτων και ασφαλειών με τον Ε. Χαμπούρη. Δεν παντρεύτηκε και το υπόλοιπο της ζωής του το πέρασε μελετώντας και συγγράφοντας βιβλία και άρθρα για πρόσωπα και ιστορικές στιγμές των Σερρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμονή του επί εξάμηνο σε μοναστήρια του Αγίου Όρους με σκοπό τη συγγραφή βιβλίου σχετικά με τον βίο του νεομάρτυρα Σερρών, Αγίου Νικήτα. Πέθανε, σύμφωνα με ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήμου Σερρών, στις 2 Αυγούστου του 1946 από εγκεφαλική αιμορραγία..
 
Το παρακάτω κείμενό του, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, μετά το θάνατο του, στην εφημερίδα «Σερραικό Βήμα» με αφορμή τον εορτασμό της 34ης επετείου της Απελευθέρωσης των Σερρών, στις 29-6-1947, στις 6-7-1947 και στις 13-7-1947.
 
 
(1) Από το βιβλίο Αι Βουλγαρικαί Ωμότητες εν τη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 1912-1913,  Αθήνα, 1914, επανέκδοση εκδ. Πελασγός, σ. 169.
 
 
[Σ.Β. 29-6-1947] «Ολίγας ημέρας μετά την κατάληψιν της πόλεως των Σερρών και της περιφερείας αυτής υπό των Βουλγαρικών Στρατιωτικών δυνάμεων την 24ην Οκτωβρίου 1912, (είμεθα τότε σύμμαχοι μετ’ αυτών) έφθασεν εις Σέρρας το τρίτον Ιππικόν Σύνταγμα υπό τον Επίλαρχο Μαυρομιχάλη και αρκετούς αξιωματικούς του Ιππικού. Η φρενίτις τότε του ενθουσιασμού και του εθνικού παραληρήματος των συμπολιτών μας ήτο άνευ προηγουμένου. Οι συμπαθείς Ίλαρχοι Γ. Βαρδουλάκης και Φοίβος, όπως και όλοι οι αξιωματικοί του Γ΄  Ιππικού Συντάγματος εγένοντο αντικείμενο λατρείας και περιποιήσεων εκ μέρους των συμπολιτών μας και έκαστος το εθεώρει τιμήν του να φιλοξενήσει στο σπίτι τους αξιωματικούς και στρατιώτας ιππείς. Οι Βούλγαροι μετά φθόνου και ζηλοτυπίας έβλεπον τούτο και ολίγας μέρας μετά ταύτα άρχισαν επεισόδια τινά μεταξύ των Βουλγάρων και Ελλήνων στρατιωτών άτινα απετέλεσαν απαρχήν τρόπον τινά, των μετέπειτα γεγονότων.

Εξέσπασεν ο φθόνος και η κακοπιστία αυτών με τα επεισόδια του Παγγαίου της 9ης Μαίου 1913, όποτε διετάχθη η αναχώρησις εκ της πόλεως μας του Ιππικού Συντάγματος με κατεύθυνσιν προς Θεσσαλονίκην. Οι Βούλγαροι την τελευταίαν στιγμήν, με την γνωστήν υπουλότητα των, επεχείρησαν να αιχμαλωτίσωσι το Ιππικόν Σύνταγμα μας, διατάξαντες την εν Ορλιάκω [σ.σ. Στρυμονικό] φρουράν των να εμποδίσωσι την διάβασιν εις την γέφυραν του Στρυμόνος. Οι γενναίοι αξιωματικοί μας όμως αντιληφθέντες την ατιμίαν των αντέστησαν ερρωμένως [σ.σ. αντιστάθηκαν σθεναρά], διατάξαντες τους επ’ αυτών ιππείς να είναι έτοιμοι προς μάχην. Προ της τοιαύτης ανδρικής στάσεως του ιππικού μας, ηναγκάσθη η εν Ορλιάκω Βουλγαρική φρουρά να υποχωρήσει και να αφήσει ελευθέραν την διάβασιν διά της γεφύρας του Στρυμόνος και ούτω εσώθη το γενναίον τούτο Γ΄ Ιππικόν Σύνταγμα.

Από της αποφράδας αυτής ημέρας άρχονται τα μαρτύρια των συμπολιτών μας. Εξηγριώθησαν οι Βούλγαροι κατά τρόπον αφάνταστον. Επετάσσοντο παρ’ αυτών οικίαι προς διαμονήν των αξιωματικών κατά τρόπον βάρβαρον. Οι δαρμοί, αι πιέσεις και αι αρπαγαί ήσαν εις την ημερησίαν διάταξιν.

Επί τη προόψει δε του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου, οι Βούλγαροι καθημερινώς επίεζον αφαντάστως την πόλιν και περιφέρειάν μας. Η πόλις ενεκρώθη τελείως, η αγορά ήτο κλεισμένην και καθ’ εκάστην εσπέραν εγένοντο διαρρήξεις καταστημάτων προς λεηλασίαν. Έντρομοι οι συμπολίται μας διήρχοντο αγωνιώδεις στιγμάς μη γνωρίζοντες τι συμβαίνει, διότι είμεθα εις αυστηρότατον αποκλεισμόν.
Έφθασεν η 22α Ιουνίου με την ιστορικήν μάχην του Κιλκίς και κατόπιν του Λαχανά και από τους κανονιοβολισμούς των δύο τούτων μαχών επείσθημεν ότι προχωρούν προς ημάς τα απελευθερωτικά στρατεύματα. Από ένστικτο δε εβάζαμεν τα αυτιά μας εις το έδαφος και ανεκαλύπταμεν ότι οι κανονιοβολισμοί ακούονται καθημερινώς ευκρινέστερον. Άρα προχωρούν οι δικοί μας.
Όταν άρχισαν να μεταφέρονται οι πολυπληθείς τραυματίαι των, της μάχης του Λαχανά, τότε οι Βούλγαροι εγένοντο θηρία.

 
Ήρχισαν τις συλλήψεις και τους φόνους. Συλλαμβάνουν τον Κ. Σταμούλην, Ν. Φωκάν, Λ. Παπαπαύλον, Αναστ. Χρυσάφην ιατρόν κλπ. και τους μετεφέρουν δέσμιους προς το Λιβούνοβο όπου και τους εφόνευσαν αγρίως.
 

Γεμίζουν τας φυλακάς  και την εσπέραν 23ην Ιουνίου της εξόδου των εκ της πόλεως μας, σφάζουν δεκαεννέα εκ των κρατουμένων εντός των φυλακών, τους οποίους εθάψαμεναποσυντεθειμένους σχεδόν εκ της ζέστης μετά του τότε Μητροπολίτου Σερρών Αποστόλου, παραπλεύρως των φυλακών.

Πολιορκούν το οίκημα της Ιεράς Μητροπόλεως με σκοπόν να συλλάβουν ζώντα τον Μητροπολίτην μας Απόστολον, όπερ όμως απέτυχον, διότι τους ήλθεν επείγουσα διαταγή να εκκενώσουν τάχιστα την πόλιν προ της νικηφόρου προελάσεως των Ελληνικών δυνάμεων

Η νύξ της 23 ης  Ιουνίου ήτο τραγική. Το μεσονύκτιον ακριβώς δι’ ενός συνθηματικού πυροβολισμού  ήρχισαν να εκκενώνουν την πόλιν. Κάρρα, βωδάμαξες και παν μεταφορικόν μέσον εχρησιμοποιήθη δια την εσπευσμένην φυγή των. Η προ[ς] το Νευροκόπιον και Βροντού δημοσία οδός εβούιζεν από των κρότων των πυροβόλων και μεταφορικών μέσων και εξημέρωσεν η 24η Ιουνίου, με κενήν την πόλιν από το Βουλγαρικό άγος .

Την επαύριον Τούρκος τις λαθρέμπορος καπνού, λίαν πρωί ελθών εις την οικίαν μου, ονομαζόμενος Μεχμέτ Ιπ, μοι εζήτησεν τρεις λίρας διά να με υποδείξει αποθήκας όπλων, άτινα εγκατέλειψαν οι Βούλγαροι φεύγοντες δρομαίως. Αφού τω εμέτρησα το αιτηθέν ποσόν, έσπευσα προς συνάντησιν του εκλεκτού πατριώτου αειμνήστου Λυσιμάχου Βασιλείου, υποδηματοποιού και εν συννενοήσει μετά του τότε Μητροπολίτου κ. Αποστόλου, ηνοίξαμεν τας αποθήκας και εύρομεν εις μεν το Τσινιτζερλή [σ.σ. Ζιντζιρλί] τζαμί περί τας 2500 όπλα Βουλγάρικα Μάλιγχερ και Τουρκικά Μαρτίνη. Εις δε άλλας αποθήκας ευρισκομένας τότε έναντι του ιατρείου του ιατρού κ. Μιχαηλίδου, περί τα 2000 όπλα με άφθονα φυσίγγια και ξιφολόγχας και μερικά ξίφη αξιωματικών.
 
[Σ.Β. 6-7-1947] Με τα όπλα ταύτα ωπλίσθημεν οι νέοι τότε, εστείλαμεν και μερικά εις τα πέριξ χωρία και ήρχισεν η φρούρησις και άμυνα της πόλεως. Όσοι Βούλγαροι δεν κατόρθωσαν να φύγουν, στρατιώται, χωροφύλακες και πολίται συνελήφθησαν υπό της εθνοφρουράς μας και εφυλακίσθησαν εις το παρθεναγωγείον «Γρηγοριάς».
Η Γενική Συνέλευσις της Ι. Μητροπόλεως μας (ης ετύγχανον τότε μέλος) νυχθημερόν συνεδρίαζεν εις την αίθουσαν της Ιεράς Μητροπόλεως με άλλους πολίτας και οργανώνει την ασφάλειαν και άμυναν της πόλεως και την τροφοδοσίαν των φρουρών των εισόδων της πόλεως.

Οι Βούλγαροι βλέποντες ότι δεν προήλασεν αμέσως ο Ελληνικός Στρατός επιχειρούν να εισέλθουν και καταστρέψουν την πόλιν. Αποκρούονται όμως υπό των φρουρούντων τας εισόδους της πόλεως γενναίων συμπολιτών μας.
Επιχειρούν έφοδον πολυάριθμοι κομιτατζήδες έχοντες επικεφαλής 40-50 ιππείς Βουλγάρους εις την γέφυραν Αγίων Αναργύρων. Εις την μάχην ταύτην ευρισκόμην και εγώ ένοπλος, έχων μαζί μου περί τους 600 καπνεργάτας (ετύγχανον τότε Πρόεδρος του σωματείου των καπνεργατών). Είχομεν επικεφαλής τον Τούρκον Συνταγματάρχην Αγκιάχ Βέην Σερραίον, όστις απεκλείσθη ενταύθα ελθών προς επίσκεψιν των γονέων του. Ωχυρώθημεν όπισθεν του τείχους του χειμάρρου προς το μέρος των καφενείων προς την πόλιν και μόλις επλησίασαν οι Βούλγαροι προς την εκκλησίαν των Αγ. Αναργύρων δι’ ομοβροντιών τους ετρέψαμεν εις φυγήν, φονεύσαντες δύο κομιτατζήδες και πολλά άλογα. Τους κατεδιώξαμεν μέχρι της εκκλησίας Αγ. Γεωργίου και αυτοί μεν τράπησαν εις φυγήν προς την οδόν την άγουσαν προς την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου, εμείς δε επιστρέψαμεν εις τας θέσεις μας, εις το τείχος του χειμάρρου, καθόσον ένοπλοι καπνεργάτες και πολίται εφρούρουν τον τομέα από της θέσεως Μπέη Μπαχτσέ [μέρη προ του κλειστού Κολυμβητηρίου] μέχρι της Αγ. Σοφίας [τέμενος Μεχμέτ Μπέη].
 
Την ίδιαν ημέραν ετέρα συμπλοκή με άλλην δύναμιν κομιτατζήδων εγένετο εις τον τομέα Κάτω Καμενίκης, όπου επίσης άλλη ομάς συμπολιτών μας υπό την αρχηγίαν του κ. Θωμά Βλαχόπουλου(25) (νυν καπνεμπόρου Θεσσαλονίκης) έτρεπεν εις φυγήν προς την πεδιάδα τους επιτεθειμένους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Εις το σημείον αυτό εφονεύθη εις συμπολίτης μας εκ Καμενίκης(26) και εις Αυστριακός μηχανικός Μπύρος ονόματι, ευρεθείς εκεί με την αλωνιστικήν του μηχανών και λαβών μέρος εις την μάχην.

Εις την Ακρόπολιν (Κουλάν) ομάς 25-30 Βουλγάρων κομιτατζήδων οχυρωθείσα εις την κορυφήν επυροβόλει εντεύθεν αδιακρίτως πάντα κυκλοφορούντα εις τας οδούς της πόλεως. Εφονεύθησαν υπ’ αυτών δύο χωρικοί εκ Νέου Σουλίου, εις το έναντι της παλαιάς Μητροπόλεως αρτοποιείον και τρεις άλλοι εις διαφόρους της πόλεως οδούς.

Καθ’ ην ώραν διεδραματίζοντο τα ανωτέρω, εμαίνοντο οι πυροβολισμοί εντός της πόλεως νυχθημερόν ωσάν να εγίνετο διαρκής μάχη. Πολλαί οικογένειαι μετέβησαν προς ασφάλειαν εις το Αυστριακόν Προξενείον, πρόξενος ήτο ο έγκριτος συμπολίτης μας Γεώργιος Ζλάτκος.

Επίσης εζήτησαν προστασίαν και εις το Ιταλικό Προξενείον του οποίου Πρόξενος ήτο ο Ισραηλίτης Μενεχέμ Σιμαντώβ. Αμφότεροι οι πρόξενοι παρέσχον εις τους καταφυγόντας θερμήν φιλοξενείαν.

Την επαύριον 26ην Ιουνίου έφθασαν εις την πόλιν μας παραπλανηθέντες δύο λοχίαι των ευζώνων ο Παπαδόγιαννης εκ Στυλίδος καταγόμενος και εις άλλος (νυν καπνοβιομήχανος εις Βόλον) ως και εις Έλλην στρατιώτης του πεζικού.
Ο τρομοκρατημένος κόσμος εξέλαβεν αυτούς ως προπομπούς του αναμενόμενου  απελευθερωτικού στρατού, εξεχύθη εις τας οδούς και τους ενηγκαλίζετο μετά δακρύων και τους εφόρτωνε με άνθη και με προχείρους στεφάνους.

Την ίδια ημέραν τους ωδήγησα εις την Ιεράν Μητρόπολιν όπου συνεδριάζει διαρκώς η Γενική Συνέλευσις των προκρίτων και εκεί απεφασίσαμεν πρώτον να εξοντώσωμεν τους εν ακροπόλει ευρισκόμενους και πυροβολούντας Κομιτατζήδες.
Θέσαντες επί κεφαλής τους δύο λοχίας, ηρχίσαμεν αναβαίνοντες δι’ ελιγμών τον Κουλάν και πριν τους πλησιάσωμεν ετράπησαν εις φυγήν. Οι Κομιτατζήδες εγκατέλειψαν και μερικά όπλα. Καταδιώξαντες αυτούς μέχρι ενός χιλιομέτρου εφονεύσαμεν τρεις και κατά την επάνοδον μας υψώσαμεν την Ελληνικήν Σημαίαν εις τον αρχαίον πύργον της Ακροπόλεως τη πρωτοβουλία του θαρραλέου καθηγητού της Γαλλικής εν τω Γυμνασίω Σερρών, κ. Γεωργίου Καραϊσκάκη.

Τοιουτοτρόπως εξεκαθαρίσθη ολόκληρος η πόλις από τα Βουλγαρικά υπολείμματα και η συνεδριάζουσα διαρκώς Γενική Συνέλευσις εν τη Ιερά Μητροπόλει αποφασίζει την αποστολήν Επιτροπής(30) με έγγραφον του Μητροπολίτου προς τον Φρούραρχον Στρυμόνος Ιουλιανόν Κονταράτον, ταγματάρχη, με την παράκλησιν όπως προελάσει το ταχύτερον προς διάσωσιν της κινδυνευούσης πόλεως.
 
[Σ.Β. 13-7-1947] Η πρώτη επιτροπή απετελέσθη από τους κ.κ. Παυσανίαν Τσατσαπάν, Διευθυντήν της Τραπέζης Αθηνών, Γεώργιον Αλεξανδρίδην και Χρήστον Πιπέρκον, ζωέμπορον. Είχε ρητήν διαταγή με πάσαν θυσίαν και δαπάνην να ειδοποιήση την αισίαν άφιξιν των.
Και η μεν επιτροπή δια διαφόρων λοξοδρομιών κατόρθωσε να φθάση αισίως, μολονότι εις τα χωρία του κάμπου υπήρχαν ακόμη ένοπλοι κομιτατζήδες, δεν κατόρθωσεν όμως να ειδοποιήση τα της αφίξεως της. Τούτο εξέλαβεν η συνέλευσις ότι η επιτροπή εξοντώθη και αποφασίζεται η αποστολή δευτέρας επιτροπής.

Επειδή ουδείς εκ των παρευρισκομένων απεφάσιζε να συμμετάσχει εις την επικίνδυνον αυτήν αποστολήν, απετάνθη ο Μέγας Ιεράρχης μας Απόστολος προς εμέ. Άνευ αντιρρήσεως εδέχθην την επικίνδυνον αλλά και τιμητικήν αυτήν αποστολήν.
Θα αναφέρω ένα υπέροχον πατριωτικόν παράδειγμα του αειμνήστου Κωνσταντίνου Ζιάκα, Γραμματέως επί σειράν ετών του Ελληνικού Προξενείου Σερρών και κατόπιν αρχιγραμματέως του Δήμου Σερρών. Ούτος το μεσονύκτιον ήλθεν προς συνάντησιν μου και με παρεκάλει να τον προσλάβω ως μέλος της Επιτροπής μαζί μου. Εγώ επεχείρησα να τον αποτρέψω τονίσας εις τούτον ότι είναι επικίνδυνον. Επίσης του υπέμνησα ότι έχει υποχρεώσεις ως οικογενειάρχης ενώ εγώ δεν είχον τοιαύτας και δεν με ενδιέφερεν εάν φονευθώ καθ’ οδόν υπό των κομιτατζήδων. Αυτός όμως ήρχισε μετά δακρύων να με ικετεύη και ηναγκάσθην να τον δεχθώ. Εγίναμε έτσι δύο.

Και όταν την επαύριον υπό τας ευλογίας του Μητροπολίτου Αποστόλου ιππεύσαμεν εκκινήσαντες από τον περίβολον της παλαιάς Μητροπόλεως, 160 ένοπλοι καπνεργάται μας έκαναν κλοιό φρουρήσεως και μας εδήλωσαν ότι θα μας συνοδεύσουν διά πάσαν ασφάλειαν μας. Τότε προσετέθη μαζί μας και ο επίσκοπος Άγιος Χριστοπόλεως Αμβρόσιος. Ούτω αναχωρούμεν με αυτήν την κουστωδίαν.

Καθ’ οδόν χωρικοί του κάμπου μας απήλπιζαν τονίζοντες ότι την νύκτα Βούλγαροι κομιτατζήδες εφόνευσαν τον παπάν και δύο προκρίτους της Καμήλας. Εμείς απτόητοι εξακολουθούμεν τον δρόμον μας με οδηγόν γύφτον τινά αλιέα βδελλών. Ούτος μας ωδήγησε μέσω χωραφιών εις Κουμαριάν, όπου παρουσιασθέντες εις τον Ιουλιανόν Κονταράτον, Ταγματάρχην, εδηλώσαμεν την ταυτότητα μας και εγχειρίσαμεν εις αυτόν την επιστολήν του Μητροπολίτου.

Δυστυχώς ούτος μας απήλπισεν και μας είπεν ότι του είναι αδύνατον να προχωρήση ούτε κατά έν βήμα, εάν δεν λήξη η μάχη του Δεμίρ – Ισάρ [σ.σ. Σιδηροκάστρου] και δεν λάβη διαταγήν του αρχιστρατήγου Βασιλέως Κωνσταντίνου. Οι συνάδελφοι μου απελπισθέντες εκ της αρνητικής απαντήσεως του κ. Ταγματάρχου μοι προέτρεπον να επι[σ]τρέψωμεν άπρακτοι. Εγώ επέμεινα και έχων βοηθόν και συναντιλήτορα τον ανθυπομοίραρχον Ιωάννην Κρατάκην, Διοικητήν Αστυνομίας

Νιγρίτης, ευρεθέντα εις Κουμαριάν και παρευρεθέντα τυχαίως εις την συζήτησιν μας με τον Ταγματάρχην. Ανεχωρήσαμεν εις Νιγρίταν και αμέσως εζήτησα να συνδεθώ μετά του αρχιστρατήγου Βασιλέως, ευρισκομένου την εσπέραν εκείνην εις Δοϊράνην.
Επί τρίωρον εκοπιάσαμεν να συνδεθώμεν τηλεφωνικώς χρησιμοποιήσαντες τα τηλέφωνα Τσάγεζι , Σταυρού Θεσσαλονίκης, Δοϊράνης. Μόλις την 2αν  πρωινήν κατορθώσαμεν να συννενοηθώμεν τηλεφωνικώς.. Ο αρχιστράτηγος Βασιλεύς με προσοχήν και αγωνίαν με ήκουε καλώντας με διαρκώς με τας λέξεις : «λέγε λεπτομερώς και παρακάτω» . Με διαβεβαίωσεν ότι θα διατάξη αμέσως την προέλασιν.
Και όταν την επαύριον αποφράδα ημέραν της 28ης Ιουνίου επι[σ]τρέψαμεν ευχαριστημένοι με τον ανθυπομοίραρχον Κρατάκην, όστις προχείρως κατήρτισε σώμα εκ 50 περίπου ανδρών ενόπλων, ηκούσαμεν τους πυροβολισμούς και εβλέπαμεν τους καπνούς των έξ [6] πυροβόλων τα οποία ετοποθέτησαν οι Βούλγαροι εις τα πέριξ υψώματα και δια των οποίων ήρχισαν να κανονιοβολούν την πόλιν.
Μετ’ ολίγον α[νε]φάνησαν εις διάφορα σημεία των Σερρών φλόγες πυρκαιών και ακολούθως εγενικεύθη η πυρκαιά καθ’ άπασαν την πόλιν, την οποίαν οι επιδραμόντες Βούλγαροι ελεηλάτουν και έκαιον. Ημέρα μεγάλης τραγωδίας αλλά και γλυκυτάτης απελευθερώσεως η 29η Ιουνίου. Εκάησαν ζώντες, εντός της πόλεως, άνω των 120 γέροντες και ασθενείς. Ο πνέων σφοδρός άνεμος της νυκτός ανερρίπιζε τας φλόγας και εβλέπομεν εκ Κουμαργιάς, όπου διενυκτηρεύσαμεν, το απαίσιον θέαμα της αποτεφρουμένης γλυκυτάτης πατρίδος μας. Αλλά κατ’ ουδέν εμείωσε η καταστροφή το ακμαίον πατριωτικόν φρόνημα των Σερραίων.
Ο ελευθερωτής Στρατός εύρε την πόλιν ερείπια. Οι πεινώντες και γυμνοί Σερραίοι δακρύοντες και ενθουσιώντες υπεδέχοντο τον ελευθερωτήν Στρατόν, φωνάζοντες «ας καήκαμε», «Ζήτω το Έθνος».

Τοιουτοτρόπως απεκτήσαμεν την ελευθερίαν διά μεγίστων θυσιών και πολλών αιμάτων, έχοντες πάντοτε την παρηγορίαν ότι αι φλόγες των Σερρών εφώτισαν τα προς Ανατολάς προελαύνοντα νικηφόρα Ελληνικά Στρατεύματα».