«Από τη σάτιρα στην εξαγορά: όταν οι σκιτσογράφοι γίνονται γρανάζια του Μαξίμου»
Ο Χρήστος Παπανίκος δεν σάτιρισε. Υπηρέτησε. Κι όταν ένας σκιτσογράφος μετατρέπεται σε προπαγανδιστή, όταν αντί να σαρκάζει την εξουσία λειτουργεί σαν παρακολούθημά της, τότε δεν είναι «καλλιτέχνης». Είναι κομμάτι του μηχανισμού. Είναι το γραφικό άλλοθι μιας κυβέρνησης που θέλει να δείξει πως «όλα επιτρέπονται», ακόμη κι αν χρειαστεί να πατήσει πάνω στο αίμα των θυμάτων.
Ο Χρήστος Παπανίκος δεν σάτιρισε. Υπηρέτησε. Κι όταν ένας σκιτσογράφος μετατρέπεται σε προπαγανδιστή, όταν αντί να σαρκάζει την εξουσία λειτουργεί σαν παρακολούθημά της, τότε δεν είναι «καλλιτέχνης». Είναι κομμάτι του μηχανισμού. Είναι το γραφικό άλλοθι μιας κυβέρνησης που θέλει να δείξει πως «όλα επιτρέπονται», ακόμη κι αν χρειαστεί να πατήσει πάνω στο αίμα των θυμάτων.

Η σάτιρα είναι κατεξοχήν πράξη αντίστασης απέναντι στην εξουσία. Όταν όμως παύει να ενοχλεί την εξουσία και αρχίζει να ενοχλεί τους πολίτες που έχουν πληγεί από αυτήν, τότε κάτι έχει πάει πολύ στραβά. Το σκίτσο του Χρήστου Παπανίκου, όπου ενσωμάτωσε τη φράση «Δεν έχω οξυγόνο» τα τελευταία λόγια ενός θύματος των Τεμπών ξεπερνά κάθε όριο ευπρέπειας και στοιχειώδους ανθρωπιάς. Δεν πρόκειται για ατυχές αστείο. Πρόκειται για κυνική προσβολή στη μνήμη 57 νεκρών και στον αγώνα των οικογενειών τους.
Η αντίδραση της Μαρίας Καρυστιανού, Προέδρου του Συλλόγου Θυμάτων, είναι φυσική και αυτονόητη. Αυτό που δεν είναι αυτονόητο αλλά ύποπτο είναι η συστηματική παρουσία τέτοιων «σατιρικών ευρημάτων» που αντί να στοχοποιούν την πραγματική εξουσία, στρέφονται σε εύκολους αποδέκτες, απαξιώνουν το συλλογικό πένθος και αναπαράγουν το κλίμα συγκάλυψης. Σε μια χώρα όπου η κυβέρνηση έχει επενδύσει εκατομμύρια σε επικοινωνιακό μηχανισμό και «λίστες Πέτσα», μόνο αφελής θα πίστευε ότι όλα αυτά είναι απλώς συμπτώσεις.
Ο Χρήστος Παπανίκος δεν σάτιρισε. Υπηρέτησε. Κι όταν ένας σκιτσογράφος μετατρέπεται σε προπαγανδιστή, όταν αντί να σαρκάζει την εξουσία λειτουργεί σαν παρακολούθημά της, τότε δεν είναι «καλλιτέχνης». Είναι κομμάτι του μηχανισμού. Είναι το γραφικό άλλοθι μιας κυβέρνησης που θέλει να δείξει πως «όλα επιτρέπονται», ακόμη κι αν χρειαστεί να πατήσει πάνω στο αίμα των θυμάτων.
Η σάτιρα, όσο κι αν ενοχλεί, είναι υγιής όταν χτυπάει προς τα πάνω. Όταν όμως χτυπάει τους αδύναμους, όταν ευτελίζει τον πόνο και χρησιμοποιεί την τραγωδία σαν επικοινωνιακό εργαλείο, τότε δεν μιλάμε για τέχνη. Μιλάμε για εξαγορασμένο κυνισμό. Και σε αυτόν τον κυνισμό, οι πολίτες οφείλουν να γυρίσουν την πλάτη.