ΕΛΛΑΔΑ

Αρνητική πρωτιά Ελλάδας σε ΕΕ – Η μόνη που αποκλίνει σε μισθούς και αγοραστική δύναμη

Το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης οικονομικής αξίας στην Ελλάδα κατευθύνεται προς τον συντελεστή παραγωγής του κεφαλαίου

Το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης οικονομικής αξίας στην Ελλάδα κατευθύνεται προς τον συντελεστή παραγωγής του κεφαλαίου

H μοναδική χώρα μέσα στην ευρωζώνη και την ΕΕ27 με διαχρονική πορεία απόκλισης από τον ευρωπαϊκό μέσο, σε όρους αγοραστικής δύναμης, ως προς τους μέσους μισθούς, προσαρμοσμένους στην πλήρη απασχόληση, ανά εργαζόμενο, είναι η Ελλάδα, όπως προκύπτει από το τεύχος του ΚΕΠΕ, «Οικονομικές Εξελίξεις».

Μάλιστα η χώρα μας καταγράφει αρνητική σωρευτική ποσοστιαία πραγματική μεταβολή και στις τέσσερις κατηγορίες που εξετάζει το ΚΕΠΕ: σχεδόν -21% στις αμοιβές εργασίας, στους μισθούς και στις εργοδοτικές εισφορές, και -34,3% στους μέσους μισθούς, προσαρμοσμένους στην πλήρη απασχόληση, ανά εργαζόμενο, στη 15ετία, από το 2009 έως το 2024.

Όπως τονίζει το ΚΕΠΕ, ως προς το συνολικό μισθολογικό κομμάτι (βλ. «αμοιβές εργασίας», «μισθούς», «εργοδοτικές εισφορές», «μέσους μισθούς, προσαρμοσμένους στην πλήρη απασχόληση, ανά εργαζόμενο»), τόσο σε πραγματικούς όρους όσο και σε όρους αγοραστικής δύναμης– έχει καταγραφεί μία επί τα χείρω πορεία για τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο εν έτει 2024 σε σχέση με το 2009, όταν αντίθετα έχει σημειωθεί μία επί τα βελτίω πορεία, ιδίως για τον μέσο Βούλγαρο, Λιθουανό, Ρουμάνο και Πολωνό εργαζόμενο σε σχέση με το 2009.

Χαμηλά επίπεδα εκκίνησης της Ελλάδας
Ειδικότερα, παρακολουθώντας την εξέλιξη των αμοιβών εργασίας, και του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος και μικτού εισοδήματος, ως ποσοστού του ΑΕΠ, για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1995 έως το 2024, προκύπτει πως ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος παραμένει σχετικά σταθερός από το 1995 έως σήμερα, η Ελλάδα ξεκινά από πολύ χαμηλά επίπεδα (29,1% το 1995) και εμφανίζει σταδιακή βελτίωση μέχρι το 2011-2012, φτάνοντας στο 36,8%.

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, με την εργασία να καρπώνεται συγκριτικά μικρότερο μερίδιο

Ωστόσο, η πορεία αυτή ανακόπτεται με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και την εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, που συνοδεύτηκαν από μειώσεις μισθών και εξασθένιση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων.