ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ

«Οι παρατρεχάμενοι» Γράφει ο Πασχάλης θ. Τόσιος

Το πρόβλημα δεν είναι η γραφικότητα του θεάματος. Το πρόβλημα είναι ότι πίσω από αυτό κρύβεται μια ολόκληρη νοοτροπία πολιτικής υποτέλειας. Οι παρατρεχάμενοι δεν επιβιώνουν επειδή είναι χρήσιμοι στην κοινωνία, αλλά επειδή είναι απαραίτητοι στην εικόνα του πολιτικού. Αποτελούν το χειροκρότημα που προϋπάρχει της ομιλίας, το γέλιο που προπορεύεται του αστείου, την «λαϊκή απήχηση» που είναι φτιαγμένη για τα δελτία ειδήσεων.

Το πρόβλημα δεν είναι η γραφικότητα του θεάματος. Το πρόβλημα είναι ότι πίσω από αυτό κρύβεται μια ολόκληρη νοοτροπία πολιτικής υποτέλειας. Οι παρατρεχάμενοι δεν επιβιώνουν επειδή είναι χρήσιμοι στην κοινωνία, αλλά επειδή είναι απαραίτητοι στην εικόνα του πολιτικού. Αποτελούν το χειροκρότημα που προϋπάρχει της ομιλίας, το γέλιο που προπορεύεται του αστείου, την «λαϊκή απήχηση» που είναι φτιαγμένη για τα δελτία ειδήσεων.

Σε κάθε Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, σε κάθε εγκαίνια έργου, σε κάθε επίσκεψη υπουργού ή πρωθυπουργού στην περιφέρεια, εμφανίζεται το ίδιο σκηνικό. Δεν είναι οι πολίτες που σπεύδουν να ακούσουν ή να θέσουν ερωτήματα. Είναι οι «παρατρεχάμενοι»∙ η γνωστή και διαχρονική συνοδεία πολιτικών και επισήμων.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο πολιτικής αυλής, κατάλοιπο ενός πελατειακού συστήματος που ποτέ δεν ξεριζώθηκε.

  • Είναι αυτοί που γελούν επιδεικτικά με κάθε ατάκα του «αρχηγού», ακόμη και όταν η ατάκα δεν έχει ούτε ψήγμα χιούμορ.

  • Είναι αυτοί που σπεύδουν να ανοίξουν δρόμο και να «περιφρουρήσουν» την πορεία του επισήμου, λες και πρόκειται για πρόσωπο υπεράνω της κοινωνίας.

  • Είναι αυτοί που κοιτούν αδιάκοπα τις κάμερες, για να βεβαιωθούν ότι θα καταγραφεί η παρουσία τους στο πλευρό της εξουσίας.

Το πρόβλημα δεν είναι η γραφικότητα του θεάματος. Το πρόβλημα είναι ότι πίσω από αυτό κρύβεται μια ολόκληρη νοοτροπία πολιτικής υποτέλειας. Οι παρατρεχάμενοι δεν επιβιώνουν επειδή είναι χρήσιμοι στην κοινωνία, αλλά επειδή είναι απαραίτητοι στην εικόνα του πολιτικού. Αποτελούν το χειροκρότημα που προϋπάρχει της ομιλίας, το γέλιο που προπορεύεται του αστείου, την «λαϊκή απήχηση» που είναι φτιαγμένη για τα δελτία ειδήσεων.

Η ύπαρξή τους αποκαλύπτει την αδύναμη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολιτικό και τον πολίτη. Όταν ο πολιτικός χρειάζεται αυλή, χειροκροτητές και συνοδούς για να δείξει αποδοχή, τότε η κοινωνία μένει απ’ έξω, παρατηρητής.

Το ερώτημα είναι απλό:
 Πόσοι πολιτικοί θα έμεναν όρθιοι αν, αντί για παρατρεχάμενους, είχαν απέναντί τους μόνο τον αυθεντικό, κριτικό πολίτη;