Σέρρες: Η επαρχία που έμαθε να χαμογελάει στη φτώχεια της
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν απλώς ένα «λάθος συστήματος» ή μια κακή στιγμή. Ήταν το αποτύπωμα ενός μηχανισμού που για χρόνια τροφοδοτούσε, αλλοίωνε, και τελικά αποστράγγιζε τον αγροτικό κόσμο, αφήνοντάς τον φτωχότερο, λιγότερο ανεξάρτητο, πιο ευάλωτο.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν απλώς ένα «λάθος συστήματος» ή μια κακή στιγμή. Ήταν το αποτύπωμα ενός μηχανισμού που για χρόνια τροφοδοτούσε, αλλοίωνε, και τελικά αποστράγγιζε τον αγροτικό κόσμο, αφήνοντάς τον φτωχότερο, λιγότερο ανεξάρτητο, πιο ευάλωτο.

Στη σερραϊκή ύπαιθρο, εκεί που κάποτε έβραζε το αγροτικό μεράκι, η περηφάνια της παραγωγής, το όνειρο για προκοπή, σήμερα απλώνεται σιγή. Μια σιγή όχι ήρεμη, αλλά βαριά. Σαν εκείνη που πέφτει μετά το σκάνδαλο, μετά το ξεγύμνωμα, μετά την αποκάλυψη.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν απλώς ένα «λάθος συστήματος» ή μια κακή στιγμή. Ήταν το αποτύπωμα ενός μηχανισμού που για χρόνια τροφοδοτούσε, αλλοίωνε, και τελικά αποστράγγιζε τον αγροτικό κόσμο, αφήνοντάς τον φτωχότερο, λιγότερο ανεξάρτητο, πιο ευάλωτο.
Και μετά; Τι έγινε μετά; Μήπως σηκώθηκαν κεφάλια; Μήπως ξεσηκώθηκαν πλατείες; Μήπως απαίτησαν οι τοπικές κοινωνίες απόδοση ευθυνών, θεσμική κάθαρση, πραγματικές αλλαγές;
Όχι. Αντίθετα. Οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, οι εκπρόσωποι ενός κόμματος που έχει μετατρέψει την επαρχία σε εκλογική δεξαμενή χειραγώγησης, κυκλοφορούν ακάθεκτοι. Από πανηγύρι σε πανηγύρι, από κήρυγμα σε λιτανεία, από ταβέρνα σε προεκλογικό χαμόγελο, βγάζουν φωτογραφίες δίπλα σε πρόθυμους τοπικούς «παράγοντες», σε δημάρχους, προέδρους κοινοτήτων, συλλόγους. Οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι, με το ίδιο χαμόγελο, την ίδια αμηχανία, την ίδια αίσθηση ότι «έτσι γίνεται πάντα».
Αυτό το «έτσι γίνεται πάντα» είναι το πιο ύπουλο δηλητήριο.
Γιατί σιγά-σιγά γίνεται συνήθεια.
Και η συνήθεια γίνεται αδράνεια.
Και η αδράνεια γίνεται συνενοχή.
Η φτωχοποίηση της σερραϊκής περιφέρειας δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών που επιβράβευσαν το πελατειακό κράτος, τα δίκτυα εξουσίας χωρίς έλεγχο, το βόλεμα λίγων σε βάρος πολλών. Είναι το αποτέλεσμα μιας δεξιάς επαρχίας που προτιμά την ψευδαίσθηση του «γνωστού κακού» από το ρίσκο του άγνωστου.
Και σήμερα; Τι μένει σήμερα;
Ερειπωμένα χωριά, νέοι που φεύγουν, γερασμένοι κάτοικοι που περιμένουν ένα επίδομα, μια επιδότηση, ένα μπόνους από το σύστημα που τους κρατάει μόνιμα στο χέρι. Κι από πάνω, οι βουλευτές-περιηγητές, οι φωτογραφίες, τα like, τα χαμόγελα.
Το βαρέλι δεν έχει πάτο, λες.
Ίσως, όμως, να έχει:
Είναι εκεί που σταματάμε να θυμώνουμε.
Εκεί που παραιτούμαστε και χαμογελάμε στους ίδιους ανθρώπους που μας ρήμαξαν.
Εκεί που το πανηγύρι γίνεται παυσίπονο και η φτώχεια μας ντύνεται με γιρλάντες.
Το ερώτημα είναι αν θα μείνουμε εκεί.
Ή αν θα σκάψουμε προς τα πάνω.


