ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τα θεατρικά οράματα και θάματα της Σαρακονταετίας

του Παναγιώτη Σταματόπουλου – Ηθοποιού – Σκηνοθέτη

του Παναγιώτη Σταματόπουλου – Ηθοποιού – Σκηνοθέτη

Αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στη  δεκαετία του 1980, γνωστός ηθοποιός–σκηνοθέτης και ενταγμένος στον αποκαλούμενο τότε, προοδευτικό πολιτικό χώρο, σε άρθρο του για το θέατρο μας είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ ότι, «θέατρο μπορεί να γίνει και χωρίς ηθοποιούς».

Βέβαια, δεν διευκρίνιζε τι ακριβώς εννοούσε, αν δηλαδή η άποψή του αφορούσε στους  σπουδαγμένους, με  την  παιδαγωγική έννοια επαγγελματίες ηθοποιούς. Μας υπενθύμιζε μόνο ότι, το θέατρο, σαν κοινωνική εκδήλωση, προϋπήρξε του ηθοποιού και κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην Αρχαία Ελλάδα, μας μίλησε για τα «Εν Αστει Διονύσια» τα «Ελευσίνια Μυστήρια» τις «Ιεροτελεστίες» και «Τελετουργίες» τον «Διθύραμβο» τον «΄Εξαρχο του Διθυράμβου» τα «Φαλλικά» τις «Γιορτές προς τιμήν του Διονύσου» και έκλεινε το άρθρο του με μια σύντομη αναφορά, στο πρώτο «Αποκριτή» στους δύο «Υποκριτές» και τον «Δεκαπενταμελή χορό» της Τραγωδίας υποστηρίζοντας πώς, οι συμμετέχοντες σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, δεν ήταν «εξ’ επαγγέλματος» ηθοποιοί.
 
Στο επόμενο άρθρο του και ύστερα από αντιδράσεις αναγνωστών της εφημερίδας, σχετικών και μη, επανέρχεται να μας ηρεμήσει λέγοντάς μας, «μη χολοσκάτε, θέατρο γίνεται και χωρίς θεατές» [για φαντάσου] υποστηρίζοντας πώς, ο ηθοποιός δεν έχει ανάγκη το κοινό για να δημιουργήσει δεδομένου οτι, η θεατρική πράξη είναι δημιουργική από μόνη της άρα, οι θεατές τις περισσεύουν. Παράλληλα, διαθέτοντας «βήμα» στο ραδιόφωνο, φρόντιζε να μας ενημερώνει για τα «προοδευτικά» πολιτικά και καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου μας, σηκώνοντας όλο και ψηλότερα τη σημαία του ταγμένου καλλιτέχνη λόγος, για να δικαιολογήσει και την παχυλή του επιχορήγηση.
 
Υποστηρίζοντας λοιπόν με πάθος τις προοδευτικές του απόψεις, για την…«ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ», η επί της οδού Πατησίων αίθουσά του, ήταν σχεδόν πάντα γεμάτη από ταγμένους θεατές αφού, λόγω ταύτισης ιδεολογικών απόψεων και κοινωνικής ευαισθησίας, τον συντηρούσαν εθελοτυφλώντας και εθελοκωφεύοντας αδιάφοροι, να διαπιστώσουν ότι, ο κύριος αυτός τους έφτυνε κατάμουτρα.
 
Όσο για τις παραστάσεις του, αν άντεχες την εύπεπτη ερμηνεία, των όντως προοδευτικών και διαχρονικών έργων που επέλεγε να ανεβάζει, θα διαπίστωνες πως, έργα διακεκριμένων συγγραφέων  να γίνονται κατανοητότερα, μόνο και μόνο για να διαπιστώνεται στο πόδι ότι, η κοινωνία μας ξαφνικά άλλαξε. Πάμε τώρα στην ταβέρνα, για την ιδεολογική μας συζήτηση και μπριζόλα.
 
Λόγος τελάλη έχει μείνει το σύνθημα στ’ αφτιά μου, από τον περί ού ο λόγος, σε «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ» στο θέατρό του, την ίδια εποχή ότι, «πρέπει να φτιάξουμε το κοινό». Ο λόγος του και στου λαού τ’ αφτί. Το κοινό που, κατά την αποψή του, το θέατρο δεν χρειάζεται, «φτιάχτηκε». Η τηλεόραση που, τουλάχιστον μια δεκαετία πρίν, είχε μπει σε όλα τα σαλόνια, είχε ήδη διαμορφώσει το αισθητικό κοινωνικό και θεατρικό γίγνεσθε, σε όλη την επικράτεια. Το χειραγωγημένο τηλεοπτικά κοινό, εξανάγκασε τον επιτήδειο καλλιτέχνη, σε στροφή στις φαρσοκωμωδίες Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, για τις μεγαλοκυρίες συλλόγων και σωματείων της μικροαστικής Αττικής και περιφέρειας, που κατέφθαναν με τα ταγμένα λεωφορεία αλλά, σύντομα κι’αυτή η καλλιτεχνική προσέγγιση του τελείωσε γιατί, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Διορατικός  πάντως,  προνοητικός και ευπροσάρμωστος στην ελληνική πραγματικότητα, έγκαιρα μυρίστηκε την πολιτική κατάσταση. Κατέβηκε από το τρένο της αλλαγής και με ελαφρά πηδηματάκια, δυο-τρια χρόνια μετά, βρέθηκε στον συντηρητικό πολιτικό χώρο αφού, η καρέκλα και η κουτάλα μας ενώνει.
 
Αναφέρθηκα σ’ ένα γεγονός που στην εποχή του, αποτύπωνε πολλών την ανησυχία και την προσέγγιση-ερμηνεία της κοινωνίας και του θεάτρου κι’έτοιμοι από καιρό να πιάσουν μετερίζι, για την αλλαγή του ποδαριού του «εδώ και τώρα» αγνοώντας την αναγκαιότητα, για ουσιαστική και σε βάθος κοινωνική αλλαγή, με όραμα και ευαισθησία.
 
Την ίδια χρονική περίοδο [αρχές του 1982]  μια σοφή και καινοτόμα πρωτοβουλία, έβαζε τα θεμέλια στα φιλόδοξα σχέδια της Μελίνας Μερκούρη, για την πολιτιστική και θεατρική αναβάθμιση της περιφέρειας. Την ίδρυση των Δημοτικών Περιφερειακών θεάτρων, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.
 
        Με βάση  τον  γεωγραφικό  χάρτη  της  χώρας, δέκα  έξι  Δήμοι   [δώδεκα  αρχικά]   και    σε   συνεργασία   με      το   Υπουργείο    Πολιτισμού    ανέλαβαν    την   ευθύνη,  σύμφωνα    με    το    καταστατικό    δράσης    τους,    να  αναβαθμίσουν   το  κοινωνικό-πολιτιστικό  και  θεατρικό γίγνεσθε  των  δήμων τους,   αλλά  και  της   περιφέρειας γενικότερα.
 
           Το δημιουργικό  κι’αβέβαιο, στο ξεκίνημά τους ταξίδι που, αρχικά έδειχνε ελπιδοφόρο, εκδηλώθηκε προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας. Για τους ανήσυχους θεατές, καθώς και για τους  σχετικούς με το θέατρο που, από ενδειαφέρον ή, ενεργά παρακολουθούσαν την πορεία τους γνωρίζουν ότι,  το σημερινό τους προφίλ πρωτίστως είναι αποτέλεσμα του επιπόλαιου και δίχως όραμα τρόπου  διαχείρισης. Στην χαλαρή αντιμετώπιση του τυχαίου και συμπτωματικού των τοπικών αρχόντων,  προστέθηκε και η εκ μη όντως έπαρση, προσκείμενων κομματικών Καλλιτεχνικών Διευθυντών όπου, ευαίσθητοι και εκκεντρικοί με τις αδυναμίες τους αλλά, αδιάφοροι για τις ανησυχίες και τον παιδαγωγικό ρόλο του θεάτρου, στην διαμόρφωση των τοπικών κοινωνιών, καλλιεργούσαν την άποψη ότι, η χρόνο με τον χρόνο αδιαφορία των θεατών, οφείλεται στην αναβαθμισμένη αισθητική της θεατρικής τέχνης που, το κοινό της επαρχίας, ελλείψη θεατρικής παιδείας, δεν αντιλαμβάνεται. Ανάμεσα στις κατά καιρούς, κορώνες  φευγάτων καλλιτεχνών ακούστηκε κι’ αυτό, δια στόματος πρώην Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών, συμπληρώνοντας πως ο ίδιος, έκανε θέατρο υψηλών προδιαγραφών αλλά, κατανοούσε λέει, την αδιαφορία των δημοτών αφού, το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα, είναι για λίγους και μυημένους. Ο υποτιμητικός του λόγος  όμως, στοιχείο του χαρακτήρα του, δεν είναι τι είπε κατάμουτρα στον δημότη ο φτασμένος δημιουργός. Η τοποθέτηση του ψαγμένου καλλιτέχνη, δεν σχολιάστηκε καν, όχι μόνο από την ενοχική δημοτική αρχή, αλλά και από την ευαίσθητη πολιτιστικά, κοινότητα της πόλης. Σε άλλη περίπτωση καλλιτεχνικού διευθυντή με την ανοχή, αν όχι προτροπή του ιδίου, πολιτικός φορέας, στην αδιαφορία τού δημότη, βγήκε προς άγραν υπογραφών προκειμένου, ο συγκεκριμένος να παραμείνει για να συνεχίσει το εμπνευσμένο έργο του με μετακλητούς, άσχετους με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ όπως συνήθιζε, θιάσους. Παρέμβαση, χωρίς αποτέλεσμα φυσικά αφού, ο επόμενος είχε  πάρει ήδη το βάφτισμα από τους τοπικούς άρχοντες, όπως συνήθως συμβαίνει. Το οξύμωρο της παρέμβασης του  πολιτικού φορέα όμως,  αποτέλεσμα πλανημένης  ευαισθησίας στο πρόσωπο του συγκεκριμένου δυευθυντή ήταν ότι, δεν επεξεργάστηκαν στην ουσία του, το αποτέλεσμα της κίνησής τους. Μα αν πρόκειται η πόλη να ψυχαγωγείται θεατρικά, με μετακλητούς και περιοδεύοντες θιάσους, όπως και στο παρελθόν, αξιοσέβαστη και σοβαρή πρόταση, ποιός ο λόγος ύπαρξης και το ενδειαφέρον για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ, στη συνείδηση και στη ζωή των τοπικών κοινωνιών. .                                                                          

Ας μη γιελιόμαστε. Ο μπούσουλας και η συμπεριφορά, διαπλεκόμενων επαγγελματικού ερασιτεχνισμού, το έλλειμα σοβαρότητας και αξιοκρατίας που εκδηλώθηκε και άνθησε ως επιδημία στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ, είναι γεγονός.  Επιπροσθέτως, η απουσία οράματος, η διαπλεκόμενη και αλλότρια δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη, η καλλιτεχνική καμαρίλα, χρόνο με το χρόνο, υποβάθμιζαν τον δημιουργικό τους ρόλο, κάνοντάς τα βιλαέτια σχετικών-άσχετων αλλά, εκλεκτών των πολιτικών αρχόντων, οδηγώντας τα στην καχυποψία με αποτέλεσμα, την αδιαφορία των πολιτών.
 
Ή αποστασιοποίηση των δημοτών, η  οικονομική εξάρτηση του εντόπιου καλλιτεχνικού δυναμικού που, παθητικά συντηρούσαν το ήδη διαμορφωμένο περιβάλλον, στη πλειοψηφία τους τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ, στη σαραντάχρονη δραστηριότητά τους,  κατέληξαν  να υπάρχουν στο όνομα της επιδοτούμενης και κατά περιόδους θεατρικής ενασχόλησης με τους εμπλεκόμενους, να ανακυκλώνουν το ίδιο πάντα σε ήφος και περιεχόμενο προϊόν με αποτέλεσμα, αντί το κοινό να διευρύνεται, να συρρικνώνεται όλο και  περισσότερο.
 
Τα μεταμοντέρνα και τάχα πρωτοποριακά, έως  μεταφυσικά οράματα, μετεξεληγμένων πολλών εξ’αυτών σκηνοθετών, με τις λαϊκό-εξπρεσιονιστικές θεατρικές φόρμες, κάποιες φορές καρναβαλικής αισθητικής, δεν ήταν παρά, προχειρότητα και προς εντυπωσιασμόν περιγραφικότητα, σε βάρος του θεατρικού Λόγου και της υποκριτικής τέχνης.  
 
Με τα χρόνια, οι υπεύθυνοι διαχειριστές στην μαεστρία τους, με το πρόσχημα αναβάθμισης του θεάτρου, εξελείχθηκαν σε επιδέξιους μάνατζερ, καλοπληρωμένων πρεσβευτών τις θεατρικής μανιέρας, πρωταγωνιστών της  τηλεόρασης προκειμένου, να προκαλέσουν το ενδειαφέρον του θεατή αλλά, κι’οι ίδιοι πρώτοι και καλύτεροι στην ανεπάρκειά τους, να αναβαθμίζουν το καλλιτεχνικό και κοινωνικό τους προφίλ, απέναντι στην  τοπική  κοινωνία.  
 
 Έτσι πολυπράγμωνες και καταφερτζήδες, χωρίς να τους  ζητάει κανένας το λόγο και το λογαριασμό, για το τι φεύγοντας άφήνουν πίσω, καλλιτεχνικά και οικονομικά, ο δημότης εύλογα σήμερα αναρωτιέται: ποια η παρακαταθήκη αυτής της μακρόχρονης πολιτιστικής δραστηριότητας, σε επίπεδο θεατρικής παιδείας αφού, πέραν των ελάχιστων [αποτέλεσμα  συντελεστών] καλών παραστάσεων, τα περισσότερα ΔΗΠΕΘΕ, στην δημιουργική και κοινωνική τους φιλοσοφία κάθε άλλο παρά, μόνο  παραδείγματα  προς μίμηση δεν είναι με αποτέλεσμα,  όταν  θα κατεβάσουν ρολά [κάποια τα έχουν κατεβάσει ήδη] ελάχιστοι απ’τους δημότες,  θα το πάρουνε χαμπάρι.
 
 Πέρασαν σαράντα χρόνια και σαν να μην πέρασε   μια μέρα, παραμένουμε  στο  ίδιο, στην  εξέλειξή του και χειρότερο, έργο θεατές. Η κατάσταση θυμίζει νεκρανάσταση του μοντέλου που προαναφέρθηκα. Τότε  που ο κομματικός και διαπλεκόμενος πολιτισμός, παράγονταν και «αναπτύσσονταν»  στις «προοδευτικές» αίθουσες και στα πρόχειρα πατάρια στις γειτονιές της Αθήνας. Τότε  που τα ΔΗΠΕΘΕ, ξαναζωντάνεψαν και διατειρούν μέχρι σήμερα, την αισθητική των Μπουλουκιών [στην εποχή τους ήτανε πρωτοπορία] και «δημιουργούν» συνήθως, με ξεπατηκωμένες νεοελληνικές  φαρσοκωμωδίες, στις πλατείες στις αλάνες στα τρίστρατα και στα σταυροδρόμια της περιφέρειας, με πανηγυριώτικη αισθητική, περάστε κόσμε να  εξυπνακι-στείτε να γελάστε να ξεχάστε. Αλλά, ως φαίνεται οι υπεύθυνοι ή, ασκόπως μεριμνούν κι’αποφασίζουν ή, εσκεμμένα επιμένουνε στο παρελθόν  επικαλλούμενοι  το θυμικό, την ευαισθησία και τον πατριωτισμό, υποβαθμίζοντας το ρόλο του θεάτρου,  αναπαριστώντας φαρσικά κοινωνικά ήθη, ηρωικά ιστορικά και θρησκευτικά δράματα πολιτισμικών αντιθέσεων, περασμένων εποχών.  
 
       Αποτέλεσμα, αντί να  προβληματίζουμε τον θεατή βάζοντάς του δύσκολα [στην αδιαφορία και βαρεμάρα  του] εκπαιδεύουμε στα εύκολα  τους   διαπλεκόμενους αδιάφορους και ενίοτε αβασάνιστους καλλιτέχνες [επαγγελματίες-ερασιτέχνες και τούμπαλιν] πώς, να εξασφαλίσουν μια βραχείας διάρκειας θέση εργασίας,  μ’όποιον τρόπο κι’ο,τι νάνε. Μοιραία ο θεατής, στο επικοινωνιακό και αισθητικό του μπέρδεμα, να διατείνεται πως έχει δίκιο. Η αδιάφορη στάση του, είναι αποτέλεσμα της ευφησυχασμένης συμπεριφοράς μας, να αφυπνήσουμε  την  βοιωματική του μνήμη και ν’αναπτύξουμε το αισθητικό του κριτήριο. Ωστόσο, ξέρουμε ότι  απ’αυτόν γι’αυτόν σκεφτόμαστε αφού, χωρίς την  παρουσία του  ενός έστω θεατή, θέατρο δεν νοείτε. Θεατής-θεώμαι-θέατρο-ηθοποιός και αντίστροφα όπου, μέσου  του στοχασμού σε ενεστώτα χρόνο,  να προκύψει η μέθεξη, η οντολογική επικοινωνία και ψυχαγωγία.
 
          Κατά την διάρκεια όμως της παράστασης, οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ό ηθοποιός είναι ο εξάρχων συντελεστής γιατί από τη θέση του, καλείται να διδάξει ήθος  έν’Λογου νου και στάση ζωής δεδομένου  ότι, το θέατρο  δεν ακολουθεί αλλά, πρωπορεύεται της  ζωής και τα πράγματα, όχι όπως είναι αλλά, όπως θάπρεπε νάνε λόγος γιατί, δεν αναπαριστά ζωή. Συνθέτει και παριστά, κατά μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας δική του ζωή, για να επέλθει η των τοιούτων παθημάτων κάθαρση. [Αριστοτέλης]. Ή οντολογική ενσυναίσθηση τέλος,  είναι που χαρακτηρίζει την επικοινωνιακή μέθεξη και το αποτέλεσμα. Ό ηθοποιός από την θέση του πομπού και ο θεατής του δέκτη, με την διορατικότητα και την   ευαισθησία  και των δυο πλευρών, κυρίως του ηθοποιού, να διακρίνουν την ψυχαγωγία από την διασκέδαση και το θέατρο από το θέαμα. Και  προκύπτει το ερώτημα. Μπορεί ο ηθοποιός να απεξαρτηθεί, από τα πότε, τα πώς και τα γιατί που, η ελαφρότητα και προχειρότητα των εκτός σκηνής, με υπερτροφική συνείδηση, οραματιστών υποκριτικά επικαλλείται. Διαθέτει το κοινωνικό-ιδεολογικό υπόβαθρο και την δημιουργική ανησυχία, να υποτάξει την συναισθηματική ευκοιλιότητα ως τρόπο έκφρασης και να υποψιάσει τον θεατή, στο δρόμο της αμφισβήτησης  γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Αναγνωρίζει πως ο μανδύας, του κατά δήλωση καλλιτέχνη, αφού δεν πρόκειται για παπά, δεν αρκεί ώστε, να συμβάλλει στην διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθε, όταν μάλιστα τα συγκρητικά μεγέθη, σχετικά μ’αυτό που κάνει, θα μπορούσε και πρέπει να κάνει, αναμφίβολα είναι πολύ μεγάλα. Γνωρίζει πως, αν ο ηθοποιός διέθεται την πνευματική ακροβασία, συγκρητικά με εκείνη την σωματική του ακροβάτη τσίρκου, κατά τον Πέλλο Κατσέλη, ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός; Τον προβληματίζει το γεγονός ότι, όσοι νέοι μπήκαν και μπαίνουν στο θέατρο, οι περισσότεροι το έκαναν- κάνουν, μόνο συντεταγμένα με τα σχολεία τους, στην παιδική και εθηβική τους ηλικία και μεγαλώνοντας πολλοί απ’αυτούς, αποθέτουν τις ανησυχίες τους στην συνειδητή αδράνεια, αντίδραση απέναντι στο οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον και στο ξέσπασμά τους, ψάχνονται μεταξύ ποδοσφαιρικών και αντιδραστικών κοινωνικών ομάδων με χαρακτήρα  συμμοριών, αποτέλεσμα εκτόνωσης και θυμού, με τα γνωστά των ημερών μας παρατράγουδα; Είναι τυχαίο ότι υπάρχουν και σκέφτονται μεταξύ  ψευδαίσθησης και εικονικής πραγματικότητας, καταφεύγοντας στην διαδικτυακή συνεννόηση και πληροφόρηση, όταν μάλιστα την διαδικασία αυτή, την ερμηνεύουν ως επικοινωνία και γνώση; Δική τους είναι η ευθύνη όταν, ευαισθητοποιούνται με μονολόγους γυρωλόγων, τηλεοπτικής ελαφρότητας, ακατάσχετης ανεκδοτολογίας, εξυπνολαγνείας, λογικής   αισθηματολογίας, ανούσιας ευρηματικότητας και καπατσοσύνης; Δεν είναι παράδοξο το γεγονός ότι, πολλοί απ’αυτούς, ενώ σπάνια βλέπουν ή, καθόλου παραστάσεις, χειραγωγημένοι αισθητικά από τηλεοπτικούς εύπεπτους καλαμπουριτζήδες, επιμένουν ν’ασχοληθούν με το θέατρο.
 
Βιώνουμε ως κοινωνία στο μεγαλύτερο ποσοστό της, ανασφάλεια και θυμό, πολύ περισσότερο οι νέοι, γι’αυτό που είμαστε και που θα θέλαμε να είμαστε. Στρουνθοκαμηλίζοντας, αδιαφορούμε για το γεγονός ότι, η συμπεριφορά των νέων αντανακλά στο πρόσωπό μας.  Άλλα θέλουμε κι’άλλα συμβιβασμένοι κάνουμε και το ξέρουμε. Ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε αλλά,   διαφωνώντας συμφωνούμε και μουρμουρίζοντας, ενοχικά σιωπούμε. Συνηθίζουμε και συμπεριφερόμαστε κατά τρόπο διπολικό με αποτέλεσμα, ανήμποροι και διχασμένοι ν’αποδεχόμαστε ο,τι εντός και γύρω μας συμβαίνει με πρότυπα, τους βολεμένους, αετονύχηδες, μυαλοπώληδες και συμβιβασμένους. Είμαστε όμηροι και πειραματόζωα της απομόνωσης, του πιθηκισμού, του παρερμηνευμένου πατριωτισμού, της παπαγαλίστικης παιδείας και κατ’ επέκταση του συστήματος. Οι τέχνες, είναι  αποτέλεσμα ενστικτώδους ανάγκης και  ανησυχίας του ανθρώπου, να κατανοήσει το πεπρωμένο του, από που ήρθε, ποιος είναι,  που πάει ώστε, μέσα απ’την γνώση κι’άπ ό,τι καθημερινά βιώνει, να γνωρίση και να εμπιστευτεί τον εαυτό του, να απελευθερώσει την φαντασία του με στόχο, να οραματιστεί έναν καλύτερο κόσμο, ως αναγκαιότητα πνευματικής συνύπαρξης και ουσιαστικής επικοινωνίας με τον διπλανό του. Γι’αυτούς που κατάφεραν να τις ερμηνεύσουν στην πραγματική τους διάσταση και αν μιλήσουμε για το θέατρο, σαν ζωντανή τέχνη και αποτέλεσμα σύνθεσης όλων των τεχνών, είναι ψυχικό θεραπευτήριο πέρα και πάνω από κάθε άλλη κοινωνική εκδήλωση, αλλά και θρησκεία.  Προυπόθεση των εμπλεκόμενων και πολύ περισσότερο για τον ηθοποιό [είναι ο μόνος των δημιουργών του θεάτρου που εκτίθεται ζωντανά και άμεσα] η καθαρή συνείδηση, η ελεύθερη σκέψη  και η κατανόηση ότι, χωρίς τις τέχνες,  δεν θα είχε γνώση του χθες, ούτε την ανησυχία να ερμηνεύσει και να συνθέσει  το σήμερα, με στόχο το αύριο. Ό παιδαγωγικός του ρόλος είναι αδιαμφισβήτητος. Αν οι εμπειρίες τού χθες, είναι ξεκάθαρες και δυνατές και αμφιβάλλει για το σήμερα, για το αύριο πρέπει να ανησυχεί. Μπορεί και πρέπει να σταθεί απέναντι στο περιττό εύπεπτο αδιάφορο βιτσιόζικο και στον κακό του τον καιρό. Ο βιασμός, σημεία των καιρών, όποιας μορφής ανθρώπου από άνθρωπο [πολύ περισσότερο στον χώρο των τεχνών που, σε κάποιες περιπτώσεις προβάλλεται ως δημιουργική ευαισθησία και ιδιαιτερότητα] είναι αποτέλεσμα, αρρωστημένης εκκεντρικότητας, λανθάνουσας υπεροψίας,  διαστρεμένης εγωπάθειας και έσχατης σεξουαλικής διαταραχής. Στο  θέατρο, ο ψυχικός πνευματικός και από άγνοια απαίδευτος και ασυνείδητος  καλαφατισμός [ως ανυποψίαστος βιασμός] είναι πιο επικίνδυνος γιατί, είναι μεταδωτικός δια μέσου της μέθεξης και του συναισθήματος δεδομένου ότι, διαμορφώνει πρότυπα, αντιλήψεις, ευαισθησίες και συνειδήσεις. Η απόφαση του ηθοποιού να εκτεθεί δημιουργικά μέσα απ’το θέατρο, προκειμένου να δοκιμαστεί και να υπάρξει και όχι απαρραίτητα να επιβιώσει, είναι δική του. Το θέατρο, όπως υπήρχε πρίν, χωρίς αυτόν προσωπικά, θα υπάρχει και μετά απ’αυτόν. Κι’άσχετα με τα προσόντα το ταλέντο την ανησυχία και την ευαισθησία του καθενός έχει χρέος [γιατί αυτός τόχει ανάγκη] να το τιμά, τουλάχιστον με το ηθικό και ψυχικό του περίσσευμα διαφορετικά, του περισσεύει. Αν αισθάνεται ελεύθερος και δημιουργός, οι τεθείσες προυποθέσεις για την επιλογή του, είναι μονόδρομος και στοίχημα καθημερινής ανησυχίας, αναζήτησης και επαναπροσδιορισμού, απέναντι στον συνηθισμένο αυτονόητο εαυτό του. Η προσχηματική συναισθηματική αυθάδεια, ως τρόπος και λόγος έκφρασης από αυτόν γι’αυτόν,  δεν είναι δημιουργία αλλά, ψευδαίσθηση και αυτό-ικανοποίηση, του ανέπνευστου και ανυποψίαστου εγώ του. Κι’επειδή  όλα είναι πιθανά που ξέρετε ίσως, η αχειραγώγητη αίσθηση και αισθητική,  χωρίς τα εύπεπτα θεατρικά πολιτιστικά πρότυπα και τσιλημπουρδίσματα της εποχής μας, το καθαρό ένστικτο  η απενοχοποιημένη μνήμη, η υποψιασμένη ματιά προσέγγισης και ερμηνείας του κόσμου και του θεάτρου, να κάνουν το θαύμα τους και να φωτιστεί. Λόγος σοβαρός για να αποδωθεί στο θέατρο, ο δημιουργικός και ουσιαστικός κοινωνικός του ρόλος στην συνείδηση του κόσμου, όταν μάλιστα αποδεδειγμένα πλέον, απούσης της σοβαρότητας και ταπεινότητας, υπάρχει ως υποκατάστατο στην σκιά της τηλεόρασης και χώρος εκτόνωσης, αβασάνιστων καλλιτεχνών-επαγγελματιών και με περισσή έπαρση, χαρακτήρων. Οι εμπλεκόμενοι με το θέατρο και πολύ περισσότερο ο ηθοποιός, ανάγκη να κατανοήσουν  πως, οσο η κοινωνία θα παρακμάζει και τα φαινόμενα ελαφράδας και προχειρότητας θα πληθαίνουν, τόσο απαρραίτητος και ουσιαστικός θα είναι στην καθημερινότητά μας,  ο ρόλος του θεάτρου. Προνόμιο του δημιουργού, η ασύγκρητη αρετή να τον ανακαλύπτουν, κι’όχι επιπόλαια και αβασάνιστα, να τον αποδέχονται. Διαφορετικά, ας εμπιστευτούμε τους ανεπιτήδευτους και  ανηποψίαστους ερασιτέχνες που, στην απαίδευτη αθωώτητά τους κι’αδιάφοροι, αρκούντε να διασκεδάζουν εαυτούς φίλους και αδιάφορους αλλήλους. Εξ’άλλου, κάποια ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ χρόνια τώρα, έχουν εστερνηστεί αυτόν τον θεατρικό μπούσουλα. Ερασιτέχνες που στην άγνοιά  τους,  άσχετα τι υποφθαλμειούν στο μέλλον, προς το παρόν κάποιοι απ’αυτούς, πέραν της αναβάθμισης του κοινωνικού τους προφίλ [αλλά και κατά το κοινώς θεατρικό λεγόμενο τα λένε] διατηρούνε την ελπίδα ότι, στην ενασχόλησή τους με το θέατρο, τουλάχιστον  γίνοντε καλύτεροι με τον εαυτό τους, χωρίς να λοιδωρούνε την συνείδηση και την ευαισθησία, ούτε το μεροκάματο δια μέσου του φορολογούμενου θεατή. Γι’αυτούς, δεν προκύπτει θέμα εξ’αντικειμένου να απολογηθούν, όπως και για τους διαφοροποιημένους από την κοινωνία, καλλιτεχνίζοντες πνευματικούς επιβήτορες, αλλά και τους τοπικούς άρχοντες και παράγοντες. Κάπως έτσι το όραμα της Μελίνας Μερκούρη,  μετά από σαράντα χρόνια διαπλεκόμενου ήθους, καλλιτεχνικής εκκεντρικότητας και ευφάνταστης κοινωνικοπάθειας, προσάραξε στο χθές. Με τους δημότες-θεατές υποψιασμένους, να θεώντε μεταξύ τους κι’αδιάφοροι να κόβουν βόλτες στους πεζόδρομους, κατασταλαγμένοι πλέον ότι, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ στη πόλη τους, υπήρξε και υπάρχει προς τιμή τους  και απ’αυτούς αλλά, χωρίς αυτούς. Μ’όλα ταύτα και δια ταύτα, ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα του σήμερα, στην μελοδραματική τους κατάληξη τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ απερίσκεπτα, συμπτωματικά και παραδόξως, δομήθηκαν στις αρχές  της  Τραγωδίας. Κτίζουμε τον ήρωα, θεατρική αδεία, για να τον γκρεμίσουμε.

Συμπεριφορά, ιλλαρής δημιουργικής ευαισθησίας και ευσυνειδησίας, των περισσότερων διαχρονικά, συνεργατών. Το έλλειμα αναλογισμού και ενδοσκόπησης, διαμόρφωσε  το κατάλληλο περιβάλλον ώστε, οι υπεύθυνοι οραματιστές, να διεκδεικούν και εκ’του ασφαλούς να εισπράτουν πολλά περισσότερα απ’ό,τι, ως παρακαταθήκη υπόχρεοι  και με αίσθημα ευθύνης  απέναντι στο θέατρο, εις εαυτόν και θεατών, θάπρεπε να καταθέτουν. Παρά ταύτα κι’αν η ελπίδα πεθαίνει τελευταία δεν μένει παρά, να  αισιοδοξούμε ότι οι επόμενοι, απογαλακτισμένοι από την επιτηδειότητα του πρόσφατου χθές, θα απαλαχθούν  και από την θολή παρακαταθήκη του σήμερα. Με δεδομένα τα συμπεράσματα του αφηρημένου μεταμοντερνισμού και της τζούφιας μετεξέληξης, συνειδητά και υποψιασμένοι για το αύριο, χωρίς κακέκτυπα, μανιέρες και πιθηκισμούς να προσεγγείσουν, το δημιουργικό στην απλότητά του  βαθύτερο παρελθόν, κι’ακροβατώντας με την υπαρξιακή τους ανησυχία, να τιμήσουν το θέατρο, εαυτούς και ανήσυχους αλλήλους. Σε διαφορετική περίπτωση και με την μοναξιά των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ στο προσκήνιο, η τοποθέτηση του σκηνοθέτη-ηθοποιού που εισαγωγικά αναφέρθηκα, στο μέλλον θα μοιάζει προφητεία.