ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ

Χριστόφορος Παλαμίδης:Το γουρούνι μας ο Γιώργος

Η σημασία της προσωπικής επαφής στην ανάπτυξη των σχέσεων        

Η σημασία της προσωπικής επαφής στην ανάπτυξη των σχέσεων        

    Το 1973, τελειόφοιτος  της κτηνιατρικής, στην κλινική της παθολογίας μου ανέθεσαν να κάνω ευθανασία σ’  ένα  γέρικο, παράλυτο σκυλί. Ανήκε σε  πρέσβη ευρωπαϊκής χώρας και ήταν παρούσα όλη η οικογένεια. Την ώρα  που του έκανα την ένεση το χάιδευαν και το φιλούσαν συγκινημένοι, σαν να αποχωρίζονταν  ένα συγγενικό τους πρόσωπο. Αργότερα, το πήραν κλαίγοντας, να πάνε να το θάψουν. Οι συμφοιτητές  μου κοιτάζονταν μεταξύ τους, γιατί παραξενεύτηκαν με την υπέρμετρη ευαισθησία  αυτών των ανθρώπων απέναντι σε ένα ζώο. Όσοι όμως που είχαν στο σπίτι τους σκυλί, συμμερίστηκαν τον πόνο τους και δάκρυσαν.

      Όταν άρχισα να δουλεύω κτηνίατρος σε παραγωγικά ζώα, αγελάδες, γιδοπρόβατα, γουρούνια… στις κτηνοτροφικές μονάδες, οι ιδιοκτήτες αντιμετώπιζαν τα ζώα σαν μηχανές που τους απέφεραν ένα εισόδημα. Όσοι όμως είχαν λίγα ζώα στο σπίτι τους έχοντας συχνή επαφή, συνδέονταν συναισθηματικά μαζί τους και το καθένα από αυτά είχε το όνομά του. Με καλούσαν σε μακρινά χωριά για μια άρρωστη κατσίκα ή να για να κάνω καισαρική σε πρόβατο με δυστοκία, γνωρίζοντας ότι θα πλήρωναν  ποσά πάνω από την αξία του ζώου.

      Τα σκυλιά τότε, στην επαρχία,  δεν τα είχαν σε υπόληψη, σε σχέση με τα παραγωγικά ζώα και θεωρούσαν ντροπή να πάνε το άρρωστο σκυλί τους στον  γιατρό. Τα έφερναν μόνον για εμβολιασμούς και κυρίως τα  κυνηγετικά. Αργότερα άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες και αναπτύχθηκε η σκυλοφιλία,  που ταυτίστηκε με τη ζωοφιλία.  Αυτό συνέβη από τη στιγμή που το σκυλί μπήκε στο σπίτι, συνήθως  μετά από πιέσεις των παιδιών προς τους γονείς . Έβλεπαν  διάφορες τηλεοπτικές σειρές με σκυλιά και ήθελαν κι αυτά  να αποκτήσουν ένα τετράποδο φίλο. Με τη συνεχή προσωπική επαφή της οικογένειας με το ζώο, δημιουργήθηκαν δεσμοί αγάπης και  με την πάροδο του χρόνου το θεωρούσαν πλέον  μέλος της οικογένειας.

      Σέρρες 2020.  Καθόμουνα σε μια ψησταριά και δίπλα μου μία παρέα νεαρών έτρωγαν σουβλάκια και  μπριζόλες πίνοντας μπύρες. Μία κοπέλα ασχολούνταν με ένα αδέσποτο σκυλί, που το χάιδευε και κάθε τόσο έπαιρνε κρέατα από την πιατέλα και το τάιζε. Κάποια στιγμή κάποιος της παρέας της λέει:

     -Καλά, δίνεις τα κρέατα στο κοπρόσκυλο;

     -Σε παρακαλώ! αντέδρασε η κοπέλα ενοχλημένη. Με το ζώο  αυτό γνωριζόμαστε κι όποτε βρισκόμαστε στον δρόμο έρχεται κοντά μου. Έχει κι αυτό ψυχή όπως εμείς!

    -Και το γουρούνι που τρως είχε ψυχή, αλλά το τρως! της απάντησε.

    Η κοπέλα τον κοιτάζει σκεφτική και προβληματισμένη.

    -Έχεις δίκαιο! Και το γουρούνι είχε ψυχή, αλλά δεν το είχα γνωρίσει.

 

    Το περιστατικό αυτό μου θύμισε την ιστορία με το  γουρούνι μας τον  Γιώργο.         

    Παλιά στα χωριά μεγάλωναν στο σπίτι ένα γουρούνι για τα Χριστούγεννα. Όταν πήγαινα  τις γιορτές  στα χωριά, κάποιοι έψηναν  απ’ αυτά τα γουρούνια και μοσχοβολούσε ο τόπος.   Τελειώνοντας τη δουλειά μου,  η μυρωδιά με οδηγούσε στα μαγκάλια  και καθόμουνα  μαζί με τους άλλους να απολαύσω τα εκλεκτά, ευωδιαστά, ψητά κρέατα.  Η ιδιαιτερότητα  στη γεύση οφειλόταν κυρίως στην ποικιλία της τροφής που τα τάιζαν. 

     Στα μαγκάλια που πήγαινα έβλεπα ότι κάποιοι ιδιοκτήτες δεν έτρωγαν κρέας, βιώνοντας  την απώλεια του ζώου, με το οποίο είχαν συνδεθεί συναισθηματικά. Μάλλον και το θυμιάτισμα που έκαναν σε ορισμένα χωριά κατά την ώρα της σφαγής, ήταν πράξη εξευμενισμού απέναντι στο ζώο που θυσιάστηκε. 

     Μετά από κάποια χρόνια  που κατέληξα στις Σέρρες, σαν δημόσιος υπάλληλος, γνώρισα τον  συνάδελφό μου τον Γιάννη. Η αφορμή της γνωριμίας μας ήταν το κτήμα του, στο οποίο  φιλοξενήθηκε η κατσίκα μου η Κατίνα, που είχα φέρει από τη Βόνιτσα, όπου είχα πρωτοδιοριστεί. Την Κατίνα την είχα από νεογέννητο  κατσικάκι, όταν έχασε τη μάνα του στη γέννα και το μεγάλωσα με μπιμπερό. Ζήσαμε μαζί στη Βόνιτσα τρία χρόνια και δεν μου έκανε καρδιά φεύγοντας να την εγκαταλείψω. Στο κτήμα εκτρέφαμε διάφορα ζώα και πουλιά, για να περνάμε την ώρα μας τα απογεύματα.

      Έχοντας στο μυαλό μου εκείνη τη γεύση του χοιρινού που ήξερα, πρότεινα στον Γιάννη να πάρουμε ένα γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα που θα  το μεγαλώσουμε για να ευχαριστηθούμε κρέας τις γιορτές. Συμφώνησε, γιατί κι αυτός είχε ίδιες αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία.

      Το ονομάσαμε Γιώργο, εξαιτίας  ενός συνονόματου επισκέπτη του κτήματος, με τον οποίο παρουσίαζαν κάποιες ομοιότητες. Η χαρακτηριστικότερη ήταν ότι και οι δύο διαρκώς κάτι μασούσαν, πλατσανίζοντας το στόμα.

       Ο Γιώργος ήταν ορεξάτο ζώο και όσο μεγάλωνε τόσο αυξανόταν η όρεξή του. Είχε γίνει τεράστιος και ό,τι και να του έδινες το έτρωγε. Το κυρίως  γεύμα του αποτελούνταν από  καλαμπόκι με πίτυρα και η αγαπημένη του τροφή ήταν η γλιστρίδα που είχαμε άφθονη στον κήπο και τα κολοκύθια. Κάθε φορά που έβλεπε κάποιον να μασάει, γρύλιζε και του έπεφταν τα σάλια.

      Όταν τον βγάζαμε από το σπίτι του, ήταν κοινωνικός και παρότι χοντρούλης ήταν ευκίνητος και παιχνιδιάρης. Μετά την ηλικία των έξι μηνών που άρχισαν να εκδηλώνονται οι γενετήσιες ορμές, έγινε  εξόχως ερωτικός, όπως όλα τα γουρούνια. Παρενοχλούσε σεξουαλικά τα άλλα ζώα που τον απωθούσαν, ενώ οι  γάτες τον χαστούκιζαν  και παρά το μέγεθός του έφευγε γρυλίζοντας.  Η  Κατίνα, στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία, κάθε τόσο ερχόταν κοντά μου για να την προστατέψω. Την ώρα που τον έδιωχνα με το σκουπόξυλο αυτός τριβόταν επάνω μου και με κοιτούσε, θέλοντας να μου πει: «Μιας και κρατάς αυτό το πράγμα δε με ξύνεις!». Με τον τρόπο που με προσέγγιζε δεν μπορούσα να του χαλάσω το χατίρι  Όσο τον έξυνα έκλεινε τα μάτια και το απολάμβανε, γέρνοντας σιγά-σιγά, μέχρι που ξάπλωνε βγάζοντας περίεργους ηδονικούς ήχους.

       Γενικώς ο Γιώργος περνούσε ωραία και ήταν ευτυχισμένος χωρίς να ξέρει  βέβαια τι του επιφυλάσσει το άμεσο μέλλον. Αυτό το ξέραμε μόνον εμείς, που όταν συνδεθήκαμε για τα καλά μαζί του, σκεφτόμασταν πως κάποια στιγμή θα έπρεπε να τον αποχωριστούμε και μάλιστα θα έπρεπε και να τον φάμε.

      Όσο πλησίαζαν τα  Χριστούγεννα τόσο μεγάλωνε ο προβληματισμός μας. Με τι καρδιά θα  σφάζαμε αυτόν τον αγαθό γίγαντα, αλλά και τι μπορούσαμε να κάνουμε; Στην αρχή σκεφτήκαμε να τον δώσουμε σε ένα χασάπη  κι ό,τι ήθελε ας τον έκανε, μόνον να μην ξέρουμε. Βέβαια αυτό θα ήταν στρουθοκαμηλισμός και από την άλλη θα ήταν  ντροπή να μεγαλώναμε ένα γουρούνι για τις γιορτές από το οποίο περίμεναν οι συγγενείς και φίλοι το μερίδιό τους. Κάναμε πέτρα την καρδιά και φωνάξαμε έναν σφάχτη να προβεί στη μακάβρια πράξη του.

      Όταν ήρθε, βγάλαμε τον Γιώργο από το σπίτι του, τον παραδώσαμε και πήγαμε να κρυφτούμε στην αποθήκη, ενώ ο σφάχτης απορούσε και γελούσε μαζί μας, γνωρίζοντας ότι σαν κτηνίατροι ήμασταν εξοικειωμένοι με τα ζώα που σφάζονται στα σφαγεία.  

     Επιστρέφοντας «στον τόπο του εγκλήματος» ο Γιώργος ήταν τακτοποιημένος μέσα σε νάιλον σακούλες. Ξεχαστήκαμε και παρατηρούσαμε  τι ακριβώς περιείχε η κάθε μια, κάνοντας κατανομή του περιεχομένου  να μην αδικήσουμε κάποιον φίλο, σχολιάζοντας  το πολύ λίπος. Κάποια στιγμή ανοίγοντας  μια σακούλα  είδα το κεφάλι του Γιώργου και κοκάλωσα. Στο βλέμμα του υπήρχε η απορία. Ένα μεγάλο «γιατί;!», που μου τρύπησε την καρδιά!  Κοίταξα  αλλού και αισθάνθηκα ενοχές , σαν ηθικός αυτουργός σε εγκληματική πράξη.

    Μοιράσαμε  τις σακούλες σε  συγγενείς και γνωστούς,  που αργότερα μας έλεγαν ότι τέτοιο νόστιμο κρέας δεν είχαν ξαναφάει. Οι μόνοι που δεν είχαμε άποψη, ήμασταν εμείς, που το είχαμε εκθρέψει και δεν το δοκιμάσαμε. Τους ακούγαμε,  αισθανόμενοι φρίκη και αποτροπιασμό.

Σέρρες 15-1-2020

Χριστόφορος Παλαμίδης

c.palamidis@yahoo.gr