ΣΗΜΕΙΑ ΑΙΧΜΗΣ

Σκέψεις για την 105 η επέτειο σύλησης των χειρογράφων και κειμηλίων της Μονής Προδρόμου Σερρών

Του Βασιλείου Γιαννογλούδη, Αντιπροέδρου της Ε.Μ.Ε.Ι.Σ.

Του Βασιλείου Γιαννογλούδη, Αντιπροέδρου της Ε.Μ.Ε.Ι.Σ.

Είναι γνωστό ότι τέλη Ιουνίου του 1917 ο Βουλγαρικός στρατός εκτελώντας απόφαση του Βουλγαρικού Γενικού Επιτελείου Στρατού προέβη στην σύληση των χειρογράφων και κειμηλίων της Μονής Προδρόμου Σερρών αλλά και στην βίαιη ομηρεία/αιχμαλωσία των μοναχών της Μονής στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.

Η πιο αξιόπιστη πληροφορία για τη σύληση της Μονής προέρχεται από την αναφορά του τοποτηρητή της Μητροπόλεως Σερρών Διόδωρου, στις 22 Οκτωβρίου 1918 στην Διεθνή Συμμαχική Επιτροπή για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του διαπράχθησαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα στην Αν. Μακεδονία κατά την κατοχή των περιοχών αυτών διαρκούντος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και κατά τα έτη 1916-1918. (Η έκθεση αυτή του Διόδωρου περιέχεται στο βιβλίο με Επιμέλεια Ρουδομέτωφ Ν., Τετράδια Βουλγαρικής Κατοχής Αν Μακεδονία 1916-18, τ. 3ος, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, Καβάλα, σ. 305-308).

Η αναφορά χωρίζει τα συληθέντα σε επτά κατηγορίες : Α) Από την εκκλησία της Μονής, Β) Από το θησαυροφυλάκιο, Γ) Από τη βιβλιοθήκη (κώδικες, τίτλοι ιδιοκτησιών, χειρόγραφα, χρυσόβουλα, φιρμάνια, σιγίλια και έντυπα), Δ) Από διάφορα μέρη του μοναστηριού, Ε) Από τις αποθήκες, ΣΤ) Ζώα και Ζ) Χρήματα. Στο τέλος η έκθεση του Διόδωρου αναφέρει: «Τα είδη αυτά κλάπηκαν μεταξύ 28 - 29 Ιουνίου 1917 από τον λοχαγό Petroff, τον λοχαγό Angheloff του 85ου Συντάγματος, το Γενικό Διοικητή των Σερρών Philippoff και το λοχαγό Abram. Η λεηλασία του μοναστηριού άρχισε ύστερα από την απομάκρυνση των πατέρων λίγο αργότερα, στις 29 Ιουνίου του παρελθόντος έτους.

Τα είδη που κλάπηκαν από το μοναστήρι μεταφέρθηκαν στο χωριό Βεζνίκο [Αγ. Πνεύμα] και παραδόθηκαν στην 8η Μεραρχία». Η Λεηλασία αυτή του βουλγαρικού στρατού δεν ήταν μεμονωμένη. Είχε προηγηθεί η λεηλασία της Μονής Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου, των μονών της Ξάνθης Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας και Παναγίας Καλαμούς, των κειμηλίων που έφεραν οι Μελενίκιοι στο Σιδηρόκαστρο καθώς και τα αρχεία των Μητροπόλεων Αν. Μακεδονίας και Θράκης.

Όπως αντιλαμβανόμαστε ήταν ένα γενικό σχέδιο αφαίρεσης όλων των ιστορικών και πολιστιστικών στοιχείων που επιβεβαίωναν την διαχρονική παρουσία του ελληνισμού στην Αν. Μακεδονία και Θράκη.

Το 1923 ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών Γεώργιος Σωτηρίου, μετά την υπογραφή μεταξύ της Ελλάδος και της Βουλγαρίας της συνθήκης του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919), μετέβη στην Σόφια για τον επαναπατρισμό των κλαπέντων κειμηλίων το 1917. Ο ίδιος αφηγείται: «… Οι Βούλγαροι είχον συσκευάσει εις κιβώτια τα προωρισμένα, συμφώνως τη συνθήκη του Νειγύ, ν’ αποδοθώσιν εις την Ελλάδα κειμήλια και ταύτα άνευ καταλόγων. Εν Βουλγαρία ηναγκάσθημεν μετά του πρεσβευτού κ. Ραφαήλ να παραλάβωμεν τα κειμήλια ως είχον, οι ιδιωτικαί δε ημών έρευναι εις Σόφιαν εις ουδέν απέληξαν…». (Από επιστολή της 10/2/1934 του Γ. Σωτηρίου προς την Μονή Εικοσιφοίνισσα στα Πρακτικά Συνεδρίου του Δήμου Σερρών με θέμα: Οι Σέρρες και η περιοχή του: Από την Αρχαία στη Μεταβυζαντινή κοινωνία, τ. β, εκδ. Δ. Σερρών, Σέρρες 1998, σ. 694).

Συνολικά οι βούλγαροι επέστρεψαν ελάχιστα κειμήλια, το 1/4 περίπου των κλεμμένων χειρογράφων και κωδίκων και βιβλία από τη βιβλιοθήκη της Μονής Προδρόμου. Τα τελευταία κρατήθηκαν στη βιβλιοθήκη της Βουλής αλλά το 1954 μετά από αίτημα του Μητροπολίτη Σερρών στο Υπουργείο Παιδείας, συμφωνήθηκε η μεταφορά τους στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Σερρών.

Πράγματι όπως πληροφορούμαστε από την εφ. ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ της 17/2/1955 τα βιβλία παρελήφθησαν στα μέσα Φεβρουαρίου από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Σερρών.
 
Αργότερα όταν το 1990 τα συληθέντα χειρόγραφα ανακαλύφθηκαν στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Σλαβοβυζαντινών Σπουδών «Ivan Dujčev» της Σόφιας, από τους Έλληνες πανεπιστημιακούς καθηγητές Χαράλαμπο Παπαστάθη, Βασίλειο Άτσαλο και Βασίλειο Κατσαρό, η επιστημονική ελίτ της Βουλγαρίας προσπάθησε να δικαιολογήσει την πράξη σύλησης του 1917 (κυρίως για το εσωτερικό τους ακροατήριο) λέγοντας ότι: «Μέσα στη δίνη του Παγκοσμίου πολέμου εμείς σώσαμε τα χειρόγραφα και τα κειμήλια από την επαπειλούμενη καταστροφή τους» και ότι «τώρα αυτά ανήκουν στον Βαλκανικό πολιτισμό».

Το δεύτερο υποκρύπτει την ψυχρή και κυνική θέση τους ότι τα κειμήλια είναι πλέον ιδιοκτησία του Βουλγαρικού Κράτους, αφού η πολιτειακή ηγεσία της γείτονος χώρας διαχρονικά επιδόθηκε σε αγώνα περίπου 70 χρόνων, αυστηρής απόκρυψης των χειρογράφων στα υπόγεια Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών, έως το 1986, που μεταφέρθηκαν στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών «Ivan Dujčev».

Για το πρώτο ότι σώθηκαν τα χειρόγραφα να θυμίσουμε στους ιθύνοντες της Βουλγαρίας την ανακοίνωση του πρεσβευτή τους (Γ. Πασάρωφ) προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό επί των Εξωτερικών της Ελλάδος (Στ. Σκουλούδη): «Εν Αθήναις, τη 9 Μαΐου 1916.

Κύριε Πρόεδρε,
Η Βουλγαρία και οι Σύμμαχοι αυτής [Γερμανία – Αυστρία] είναι ηναγκασμένοι, ως εκ της επιθετικής κινήσεως των στρατευμάτων της Συνεννοήσεως [Αντάντ], να εξασφαλίσωσι δι’ εαυτούς την ελευθέραν δίοδον των σπουδαιοτάτων στενών της φάραγγος του Ρούπελ και να διατάξωσι προς τον σκοπόν τούτον, την προέλασιν των στρατευμάτων επί του Ελληνικού εδάφους. …

Η Β. Κυβέρνησις της Βουλγαρίας επιθυμεί επί πλέον να προβή εις τας επομένας δηλώσεις προς την Β. Κυβέρνησιν της Ελλάδος:
1) Η εδαφική ακεραιότης του Βασιλείου έσεται απολύτως σεβαστή.

2) Τα συμμαχικά στρατεύματα θα εκκενώσωσι το Ελληνικόν έδαφος ευθύς ως παύσωσιν υφιστάμενοι οι στρατιωτικοί λόγοι οι απαιτούντες την ενέργειαν ταύτην.

3) Η Ελληνική κυριαρχία έσεται σεβαστή.

4) Η ατομική ελευθερία, η ιδιοκτησία και το υφιστάμενον εκκλησιαστικόν καθεστώς
έσονται σεβαστά.

5) Διά πάσαν ζημίαν προξενηθείσαν υπό των Γερμανικών στρατευμάτων, κατά το διάστημα της παραμονής των επί του Ελληνικού εδάφους, θα καταβληθή αποζημίωσις.

6) Οι Σύμμαχοι θέλουσι προσενεχθή κατά τρόπον απολύτως φιλικόν προς τον πληθυσμόν της χώρας». (Από το βιβλίο του ΥΠ.ΕΞ., Διπλωματικά έγγραφα 1913-17, εκδ. Β΄, Αθήνα 1920, σ.169).

Δυστυχώς την στιγμή της εισόδου της Βουλγαρίας την Ε.Ε. η τότε Ελληνική κυβέρνηση δεν πρόβαλε βέτο για το εκκρεμές αυτό θέμα της απόδοσης των συληθέντων κειμηλίων. Όμως το ζήτημα μένει ανοικτό για Οικουμενικό πατριαρχείο, Ελληνική Πολιτεία και τοπικούς φορείς. Για το λόγο αυτό πρέπει να είναι αποφασιστική η θέληση και ασίγαστη η πάλη για την επιστροφή τους, στους φυσικούς χώρους από όπου αφαιρέθηκαν.